Εντευκτήριο, τεύχος 97 (Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 2012)

Ο Ζαν Ζενέ πέθανε το 1986 από καρκίνο, μόνος στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου του Παρισιού, ύστερα από μια ζωή εγκατάλειψης, καταδικών, εγκλεισμών σε αναμορφωτήρια και φυλακές, περιπλανήσεων στα λιμάνια και τα καταγώγια. Βίωσε την εγκατάλειψη από τη μητέρα του, που δεν γνώρισε ποτέ, γεγονός που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή και σημάδεψε και το έργο του· την ίδια την φανταζόταν σαν κλέφτρα, είτε για να δικαιολογήσει τη δική του αδυναμία είτε για να την νιώσει πιο κοντά του. Η Καμίλ Ζενέ είχε διαδοχικά εμπιστευτεί τα δύο αγόρια της στην Υπηρεσία Κοινωνικής Πρόνοιας και από τον Φεβρουάριο 1911 μέχρι και τον Αύγουστο 1913 είχε αποστείλει τέσσερις επιστολές της προς τον διευθυντή της Υπηρεσίας με τις οποίες ζητούσε παρακλητικά να μάθει τα νέα τους. Ο Ζενέ δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα του και πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτών των επιστολών (που ανακαλύφθηκαν πριν από λίγα χρόνια στα κρατικά αρχεία και δημοσιεύονται στο τεύχος) όταν πια ήταν περίπου εξήντα ετών και δήλωσε πως ήταν πια πολύ αργά…

Μια άλλη ιστορία, που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει γράψει ο Ζενέ αφορά ένα πραγματικά μυθιστορηματικό ζεύγος, και πάλι στη Γαλλία της δεκαετίας του ’20. Ο εργάτης Πολ Γκραπ και η εργάτρια Λουίζ Λαντί παντρεύονται το 1911 και ένα χρόνο ο Πολ στρατεύεται, παίρνει μέρος σε μάχες, λιποτακτεί κι επιστρέφει κρυφά στο Παρίσι, όπου για να περάσει απαρατήρητος μεταμφιέζεται ζει ως γυναίκα με τη γυναίκα του, κυκλοφορεί και εργάζεται ως γυναίκα αλλά και συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άντρες και με γυναίκες. Το κείμενο εδώ αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο «Η γκαρσόν και ο δολοφόνος» [υπό έκδοση από τις Εκδόσεις του 21ου].

στο Δάσος της Βουλόνης, όπου τόσο της άρεσε να συχνάζει, ήταν πια «η βασίλισσα των γκαρσόν», ολοένα και πιο άπληστη για νέες γνωριμίες και πρωτάκουστες εμπειρίες. Της άρεσε ιδιαίτερα να πηγαίνει «στις Ακακίες», αλέα που είχε γίνει γνωστή το 19ο αιώνα ως τόπος κοσμικών ραντεβού και που είχε μεταμορφωθεί σταδιακά σε περιοχή πορνείας. […] Τον Απρίλη του 1923, έβαλε μια μικρή αγγελία στο Mon flirt. […] Παρουσιαζόταν ως «ηδονίστρια, βίαιη και διεστραμμένη» και αναζητούσε «κυρίες ή δεσποινίδες» για να μοιραστούν ατέλειωτα χάδια και μελετημένες τρυφερότητες. […] Παρατούσε όλο και πιο συχνά τη δουλειά της για να περάσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στο Δάσος της Βουλόνης όπου συναντούσε γυναίκες και άντρες ελεύθερων ηθών….

Εσένα θα σε κηδέψουν οι ήρωές σου, αυτοί που είναι απέθαντοι, μην ανησυχείς, είπε κάποτε ο Αργύρης Χιόνης στην Ζυράννα Ζατέλη για να της καταλαγιάσει το παράπονο ποιος θα μείνει να την κηδέψει έτσι όπως φεύγουν τόσοι, κι η συγγραφέας θυμάται τα μύρια όσα από τον συγγραφέα με αφορμή το πολυσέλιδο αφιέρωμα του τεύχους. Ανέκδοτα κείμενα του ίδιου, αφηγηματικά κείμενα του Δημήτρη Νόλλα, των Γιαν-Χένρικ Σβαν και Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, καθώς και μελετήματα του Αλέξη Ζήρα, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Σταύρου Ζαφειρίου, της Μαρίας Στασινοπούλου και του Σωτήρη Γάκου ολοκληρώνουν την 37σέλιδη σπονδή.

Πεζά του Γιάννη Τσίρμπα, του Δημήτρη Μίγγα, του Γιάννη Παλαβού, της Μαρλένας Πολιτοπούλου, του Δημήτρη Τανούδη, του Κυριάκου Γιαλένιου, ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά, της Άννυς Κουτροκόη, της Ντίνας Καραβίτη, της Μαρίας Ταταράκη, του Χρήστου Τσιάμη, του Κώστα Νησιώτη, της Βικτωρίας Καπλάνη, του (Κύπριου) Κυριάκου Ευθυμίου, δοκίμιο της Κικής Δημουλά για ένα πεζογραφικό βιβλίο του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση και κείμενο του Πάνου Θεοδωρίδη για τα διαχρονικά αίτια της ελληνικής κρίσης και ειδικό τετράχρωμο ένθετο 16 σελίδων με φωτογραφίες του Αχιλλέα Τηλέγραφου και σχέδια της Γεωργίας Τρούλη συμπληρώνουν το τεύχος. Σταχυολογώ από τον πάντα απολαυστικό Θεοδωρίδη:

Αλλά ακόμη και η έννοια της πατρίδας είναι σκοτεινή, επειδή τη χειριζόμαστε για να κρύβουμε τις διαφορές μας, επειδή τις θεωρούμε βλακωδώς αντεθνικές. Η Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να έχει αποκεντρωθεί εδώ και δεκαετίες. Ο Θεσσαλός, ο Θρακιώτης ή ο νησιώτης έχουν διακριτές διαφορές. Μόνον μετά το 1832 και τον Λόρδο Πάλμερστον, που ξέχασε να ρωτήσει, στη μικρή μας χώρα η διαφορά θεωρείται ένοχη. Το ότι υπάρχουν περιοχές γεμάτες από μουσικές ιδέες και άλλες περιοχές όπου τα τραγούδια ακούγονται μονότονα και λίγα δεν σημαίνει πως οφείλεται στο ότι είχαν τούρκους δυνάστες. [σ. 42]

[176 σελ.]

Στις φωτογραφίες: Ζαν Ζενέ, Αργύρης Χιόνης, Μιτσούκο.