Λογοτεχνική κριτική: κρίνοντες και κρινόμενοι
Κριτική δεν είναι μόνο η παρουσίαση και αξιολόγηση ενός βιβλίου αλλά και μια ευρύτερη λειτουργία κατά την οποία το βιβλίο αποτελεί αφορμή κάθε είδους συζήτησης και ευρύτερου διαλόγου, συνεπώς και ενεργοποίησης δράσης και αντίδρασης απέναντι σ’ ένα πνευματικό προϊόν. Η μεταπολιτευτική τεσσαρακονταετία για μεθοδολογικούς και ουσιαστικούς λόγους χωρίζεται σε δυο μέρη, με σημείο διάκρισης το 1990 για λόγους που εξηγούνται στην εισαγωγή. Έτσι το εν λόγω terminus ante quem, για να θυμηθώ και τον κατάλληλο ιστορικό όρο, σηματοδοτεί την χρονική διατομή του ερευνητή, στην οποία αφιερώνει και το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά της κριτικής των δυο επιμέρους περιόδων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν θέματα όπως η απομάκρυνση από την παλαιού τύπου σημειωματογραφία με τον εντυπωσιολογικό κυρίως χαρακτήρα, οι προσωποπαγείς σχέσεις των κριτικών με συγγραφείς και εκδότες με αποτέλεσμα μια οικογενειακού τύπου αλληλεξάρτηση, η θεσμοθέτηση της κριτικής ως βασικού μέρους των εφημερίδων, η περιθωριοποίησή της μαζί με την απαξίωση του τυχόν ανεπιθύμητου από τους εκδότες κριτικού, τα κριτήρια με τα οποία ένας λογοτέχνης ή αρθρογράφος επιλέγεται ως κριτικός, οι ειδικότερες εγγενείς αδυναμίες του κριτικού λόγου, το ερώτημα αν η κριτική δικαιούται να έχει ένα προσωπικό ύφος και τα όρια της αυτοαναφορικότητας του κριτικού. Τα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα τέθηκαν για πρώτη φορά επί τάπητος σε μια συζήτηση που οργάνωσε και δημοσίευσε το περιοδικό Δέντρο ακριβώς το 1990.
H μεταφορά της εστίασης από το ιδεολογικό και κομματικό φορτίο προς την αισθητική αξία υπήρξε μια βασική διαφορά ανάμεσα στην μεσοπολεμική – μεταπολεμικη και ύστερη κριτική. Το ερώτημα αν είναι ακόμα επίκαιρη η διάκριση ανάμεσα στον αριστερό και δεξιό κριτικό λόγο ερευνάται στο δεύτερο κεφάλαιο. Σε ποιο βαθμό άραγε σήμερα επιβιώνει το αίτημα για ανατρεπτική δράση της λογοτεχνίας, για χρησιμοποίησή της προς μια ολοκληρωτική αλλαγή της κοινωνίας, για υποταγή της αισθητικής στην πολιτική; Οπωσδήποτε οι συνθήκες και τα δεδομένα έχουν αλλάξει, αλλά ορισμένες φωνές θέτουν σε νέες βάσεις την επανένταξη της ιδεολογίας στους κόλπους της ερμηνείας και την γενικότερη σύμπλευση του αριστερού λόγου με την κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική αρθογραφία.
Όσο περισσότερο ξεχάσουν η τέχνη και η λογοτεχνική κριτική το εργαλειακό οπλοστάσιο της θεωρίας, τόσο περισσότερο θα έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν ουσιωδώς, έλεγε παλαιότερα ο Αλέξης Ζήρας, αντιλαμβανόμενος την κριτική ως μια μορφή ασκημένης ανάγνωσης. Η εμπλοκή της θεωρίας και του ακαδημαϊκού λόγου στην πρωτογενή λογοτεχνική κριτική αποτελούν ένα άλλο πολύπλοκο και ενίοτε ακανθώδες ζήτημα, που δικαιούται την αυτόνομη επεξεργασία του στο βιβλίο. Πού σταματάει η υποκειμενική και ιδεολογική κρίση του κριτικού και πότε το υπό κρίση έργο θεωρείται μια αυτόνομη και αυτάρκης μηχανή παραγωγής νοημάτων; Πού αποτυγχάνει η εντυπωσιολογική κριτική, ποια προβλήματα καλείται να λύσει η θεωρητική εστίαση στην μορφή και τη γλώσσα εις βάρος του περιεχομένου και της ζωής που αναπαριστάται σ’ ένα βιβλίο, αλλά και ποια δημιουργεί; Πώς κρίνεται η νοοτροπία κατά τη οποία η λογοτεχνία αποτελεί κριτήριο αξιών και οδηγό σε μια ηθική και κοινωνική αντιστοιχία; Ποια επιχειρήματα προτείνονται υπέρ της θεωρίας, άρα και της αντικειμενικότητας αρχών και αντιλήψεων και ποια υπέρ της συναισθηματικής ανάγνωσης και υποκειμενικότητας της κριτικής;
Το πρόβλημα της αντικειμενικότητας και των σχετικών ορίων λοιπόν εγείρει μια ιδιαίτερα ερεθιστική και πλούσια σε αντιπαραθέσεις συζήτηση, που παρουσιάζεται στο σχετικό ιδιαίτερο κεφάλαιο. Η κατάφαση στην υποκειμενικότητα αλλά και η αμφίβολη ατομικότητα ενός προσωπικού γούστου, οι προσωπικές εκτιμήσεις και οι αισθητικές σταθερές, οι «ερμηνευτικές κοινότητες» και οι ποικίλες αξιολογικές διακρίσεις αποτελούν δίπολα ενός διαλόγου που ενισχύεται ακατάπαυστα στην ξένη και ελληνική βιβλιογραφία. Το αίτημα της εξόρυξης του νοήματος του κειμένου, η αναζήτηση των δυνητικών σημασιών του έργο μέσα στην ιστορική του συγκυρία και μια ενδιαφέρουσα πρόταση περί διυποκειμενικότητας σαφώς αποτελούν νέες παραμέτρους σε ένα σύνθετο και περίπλοκο λειτούργημα.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κριτικού τοπίου κατά την 1990-2012; Ποιος ο ρόλος της κριτικής στην αναγνωστική λειτουργία και στην ευρύτερη αναγνωστική κοινότητα; Τι προσθέτουν ένθετα και περιοδικά, ιστοσελίδες και ιστολόγια; Ποια επιμέρους ζητήματα και αντιρρήσεις θέτει η αύξηση των λογοτεχνικών blogs; Ποιες οι απαιτήσεις και συμπεριφορές εκδοτών και συγγραφέων; Πως έχουμε φτάσει στην βαθιά ριζωμένη ιδέα πως η λογοτεχνική κριτική δεν αποτελεί παράδειγμα προβληματισμού αλλά μέρος της διαδικασίας για την προώθηση του βιβλίου; Ποιες είναι οι «κατηγορίες» απέναντι σε κριτική και κριτικούς εν γένει;
Αν η κριτική δεν αποτελεί απλώς μια έστω εκ των λιγότερο ευγενών τεχνών αλλά και μια μεταγλωσσική και μετα – αφηγηματική ενασχόληση με το βιβλίο, τότε τίθεται επιτακτικότερα από κάθε άλλη φορά το πρόβλημα του ισχυρού υπόβαθρου και της πάσης φύσεως θωράκισης του κριτικού, η αναγκαιότητα εμπλουτισμού της υποκειμενικής τους ματιάς με τους υποκειμενισμούς άλλων ματιών, της σύνταξης τους όχι μόνο στην πλευρά του συγγραφικού υποκειμένου αλλά και στο πλευρό του αναγνώστη και μια σειρά ακόμα ουσιώδη θέματα που ανοίγουν ακόμα περισσότερο τον διάλογο και τον προβληματισμό.
Η μελέτη του Γ. Περαντωνάκη αποτελεί πολυτιμότατη συμβολή σ’ ένα θέμα πάνω στο οποίο όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στην συναρπαστική αναγνωστική ή/και κριτική διαδικασία έχουμε προβληματιστεί, συζητήσει ή και αντιπαρατεθεί, αλλά χωρίς την δυνατότητα να έχουμε επί χάρτου όλες τις απόψεις, όλες τις προτάσεις, όλα τα επιχειρήματα. Ο μελετητής τα έχει συγκεντρώσει όλα; όχι μόνο την εγχώρια βιβλιογραφία αλλά και τα γραπτά παλαιότερων και σύγχρονων ξένων μελετητών και θεωρητικών, με ακριβείς παραπομπές σε έργα και δημοσιεύσεις, που αποδεικνύουν ότι η συζήτηση στο εξωτερικό όχι απλώς είναι διαρκώς ανοιχτή αλλά και διαρκώς τροφοδοτούμενη. Έχει κατατάξει και συστηματοποιήσει τα ποικίλα επιμέρους ζητήματα, ποιεί αντίλογο, καταδεικνύει ισχυρά και αδύναμα σημεία, καταθέτει προτάσεις, ανοίγει νέα θέματα, συντάσσει εν τέλει ένα πλούσιο, απαραίτητο μελέτημα με ευκρίνεια και καθαρότατο λόγο.
Εκδ. Πόλις, 2013, σελ.222, με 17σέλιδη βιβλιογραφία.