Επειδή η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή
Μια μέρα συνειδητοποίησα, λόγω κάποιων απρόβλεπτων γεγονότων της ζωής, πως ένα πράγμα που ήταν «έτσι» ήταν παράλληλα και αλλιώς. [Αντόνιο Ταμπούκι]
Αναζητώντας όλα όσα γράφτηκαν το πρώτο και οριστικό σημαδιακό μου καλοκαίρι, αυτό του 1978, βρέθηκα πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τον διαρκή μου συνομιλητή Αντόνιο Ταμπούκι. Κι εσύ εδώ; ακούστηκε αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω ποιος από τους δυο μας το είπε. Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν ο συγγραφέας έγραψε το πρώτο του διήγημα, το παιχνίδι της αντιστροφής. Μέχρι το καλοκαίρι του 1981, που συνέπεσε και αυτό με το τέλος της παιδικότερης ζωής μου, ο Ταμπούκι είχε γράψει και τα υπόλοιπα, και η συλλογή αυτή είναι θρέμμα εκείνης της τριετίας.
Διάβασα το βιβλίο σαν σε παραίσθηση, όπως όλα τα βιβλία του Ταμπούκι, έξω σε περιπλανήσεις, μέσα σε συρμούς, μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, πλάι σε περαστικούς που προσπαθούσα να μαντέψω την ιστορία τους, πλάγια σε περαστικές προσπαθώντας να μαντέψω μια ανικανοποίητη επιθυμία τους. Σκεφτόμουν, αν του την διηγούνταν, θα μπορούσε να την κάνει ιστορία ο συγγραφέας. Συνομίλησα με τους χαρακτήρες του, τις περισσότερες φορές σιώπησα δίπλα τους, στις καλύτερες περιπτώσεις σιώπησα μαζί τους.
Θα ήθελα να ξαναβρώ την γυναίκα που μου διηγείται τις «Φωνές», μια τηλεφωνήτρια σε γραμμή εξομολογήσεων, μια ακροάτρια ανώνυμων πόνων. Να μου ξαναμιλήσει για τις κλήσεις που την αναζητούν, για τις δικές της ανταποκρίσεις: άλλοτε να φροντίζει να βρει κάτι που ενδιαφέρει τους απελπισμένους, να τους πει ότι το ότι τώρα βρέθηκαν να συνομιλούν ανάμεσα σ’ έναν αναρίθμητο αριθμό ανθρώπων δε πρέπει να χαραμιστεί· και κάποτε να αρκείται σε αυτό που ακούει: ούτε μια ανάσα, παρά την απόλυτη σιωπή. Ακόμα και να μου παραδεχτεί:
Έχω ακούσει στη ζωή μου πολλά τηλεφωνήματα, κάθε είδους, με τις πιο παράλογες καταστάσεις, κι όμως εκείνη ήταν ίσως η στιγμή όπου η συνηθισμένη μου ικανότητα άρχισε να κλονίζεται, ένιωσα κι εγώ με τη σειρά μου χαμένα, σαν να είχα ανάγκη από ένα άλλο άτομο, να με ακούσει και να μου πει καλές κουβέντες.
Όταν τηλεφώνησε ο Φερνάντο, που την διαβεβαίωσε πως δεν είναι γερούνδιο και της μίλησε για τα πράγματα που άφησε εκείνη στο σπίτι του, μαζί μ’ ένα γράμμα για το πόσο τον μίσησε όλα αυτά τα χρόνια, εκείνη άρχισε να του μιλάει τις σωτήριες μικροπροσδοκίες. Ένα modus vivendi να συγκεντρώσει κανείς όλη την προσοχή του σε μια μικρή λεπτομέρεια της ζωής, στο πάρε – δώσε της καθημερινότητας, λες και αυτή η λεπτομέρεια είναι το σημαντικότερο πράγμα αυτού του κόσμου· αλλά με ειρωνεία, ξέροντας ότι δεν πρόκειται για το σημαντικότερο πράγμα του κόσμου, και ότι όλα είναι σχετικά. Κάτι που βοηθάει είναι να φτιάχνει κανείς λίστες, να κρατάει σημειώσεις, να επιβάλλει στον εαυτό του αυστηρά ωράρια τα οποία δεν θα παραβιάζει. Η μικροπροσδοκία είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος να δένεται κανείς με συγκεκριμένα πράγματα. Μήπως αυτό είναι η λύση που ψάχνω; Μήπως αυτό είναι ό,τι εφαρμόζω εδώ και ανυπολόγιστο καιρό;
Ύστερα να βρω την Ντολόρες Ιμπαρούρι που χύνει πικρά δάκρυα. Να μου ξαναμιλήσει για κάποιον χαρούμενο και τρυφερό που δεν ξεχνούσε ποτέ τα γενέθλιά της και της έστελνε πάντα κάτι, ένα τριαντάφυλλο με την Ιντερφλόρα, ένα τηλεγράφημα, που όλα τα κρατάει από το ’70 σ’ ένα κουτί κακάο Ντρόστε. Να μου πει πάλι τις σκέψεις της για την προέλευση των ονομάτων μας, πως δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για μας ένα όνομα, ότι στα ονόματα υπάρχει ο χρόνος που έχουμε περάσει μαζί, οι φίλοι που χάθηκαν, τα πράγματα που μοιραστήκαμε, οι τόποι, άλλα και άλλα ονόματα· κι ύστερα για τον Ροντόλφο, που έλεγε ότι μέσα σε κάθε βιβλίο κρύβεται πάντα ένας άνθρωπος αλλά και για το παιχνίδι που εκείνος έκανε με τον γιο τους, να διαβάζουν βιβλία και ύστερα να γράφουν ο ένας στον άλλο γράμματα σαν να ήταν ο καθένας τους ένα πρόσωπο από τα βιβλία που είχαν διαβάσει…
Και να ξαναζήσω Τα απογεύματα του Σαββάτου μαζί με την μικρή Νένα και τον γάτο Μπελαφόντε στον κήπο καταφύγιό της, σε θερινά απογεύματα ζεστά και μονότονα, φορτωμένα μελαγχολία και σιωπή, ακόμα και ο μακρινός βόμβος της πόλης καταλάγιαζε, λες και το σπίτι με τον κήπο είχαν μπει σε μια θαμπή γυάλα, μέσα στην οποία οι μόνοι επιζώντες ήταν τα τζιτζίκ
ια. Να την ακολουθήσω μέχρι την καγκελόπορτα του μαντρότοιχου, να νομίσω πως ο ψίθυρός της προς τον γάτο «πάμε να γνωρίσουμε λιγάκι τον κόσμο αγαπημένε μου» – λες και μπροστά από το σπίτι υπήρχε ποιος ξέρει τι – απευθύνεται σ’ εμένα. Ή να ακούσω τον ήχο των σανδαλιών της στα χαλίκια της αυλής και να πλησιάσω στο παράθυρό μου, γιατί πραγματικά έχει να μου πει μια ιστορία.
Και στο τέλος να χαθώ στην καρδιά της Αφρικής με την αποστολή μιας απογραφής και να συναντήσω εκείνον τον μεγάλο ηθοποιό που υποδύεται και σκηνοθετεί Σαίξπηρ στα βάθη του κόσμου, στη δική του απόδραση μακριά από τους πάντες, μόνος μαζί με το πάθος του, για να καταλάβω ότι η απογραφή που ανέλαβα είναι της δικής μου ζωής. Να ξαναδιαβάσω το Γράμμα από την Καζαμπλάνκα που δεν είναι ποτέ το ίδιο, να ψάξω τον Μικρό Γκάτσμπυ που έχει πάντα κάτι να μου πει, να δω μια εκδοχή για τον Ουράνιο παράδεισο και να παίξω για άλλη μια φορά Το παιχνίδι της αντιστροφής. Γιατί, όπως εξομολογήθηκε ο συγγραφέας στον μεταφραστή του, η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή.
Εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, σελ. 213 [Antonio Tabucchi, Il gioco del rovescio, 1988].