Η ομιλία του Ελίας Κανέττι στη Βιέννη το 1936, επ’ ευκαιρία των πενήντα χρόνων από την γέννηση του Χέρμαν Μπροχ, εκθέτει τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου συγγραφέα: είναι πρωτότυπος, συνοψίζει την εποχή του, εναντιώνεται στην εποχή του. Στην ουσία βέβαια περιγράφει τους κανόνες στους οποίους ο ίδιος έχει δεσμευτεί, ενώ η διανοητική βουλιμία (που εκθειάζει στον Μπροχ), η καθαρότητα ηθικής στάσης και αδιαλλαξίας, η απορρόφηση από την έγνοια να γίνει κάποιος που να μπορεί ο ίδιος να θαυμάζει αποτελούν πλέον τους δικούς του οδοδείκτες.
Μόνο στην εξορία, σημειώνει ο Κανέττι, συνειδητοποιεί κανείς πράγματι πόσο πολύ «ο κόσμος ήταν ανέκαθεν ένας κόσμος εξορίστων». Έχοντας ακόμα και την παιδική του ηλικία γεμάτη μετατοπίσεις, έχει, πατρογονικώ σχεδόν δικαιώματι, την εύκολα γενικευμένη σχέση του εξόριστου συγγραφέα με τον τόπο: ένας τόπος είναι μια γλώσσα. Και το να γνωρίζει κανείς πολλές γλώσσες είν’ ένας τρόπος να διεκδικεί πολλούς τόπους ως περιοχή του. Το γεγονός ότι τα γερμανικά έγιναν η γλώσσα στην οποία σκεφτόταν επιβεβαιώνει την έλλειψη τόπου στον Κανέττι. Παρά την εβραϊκότητά του, συνέχισε να γράφει στα γερμανικά, επιλέγοντας να παραμείνει ακηλίδωτος από το μίσος.
Στο Auto – da – Fé [Η τύφλωση] του συγγραφέα, εμφανίζεται η φιγούρα του ιδιόρρυθμου ερημίτη, γνωστή στον Λύκο της Στέπας του Έσσε, στα μυθιστορήματα του Τ. Μπέρνχαρντ Η Διόρθωση και Ο Κοσμοδιορθωτής, σε δοκίμια του Μπένγιαμιν. Αυτός ο τύπος του περιπλανώμενου διανοούμενου ξανασαίνει στην ευφορία της γνώσης, τρέφει το ακόρεστο πνεύμα του με τα βιβλία και μαθαίνει την φρίκη της ζωής μόλις τα αποχωριστεί· είναι ένας ευκόλως απατούμενος διανοούμενος από μια γυναίκα εκφράζει την αρχή της αντιδιανόησης. Το πάθος για τα βιβλία εκφράζει την μανία για το ιδεώδες να τοποθετήσει τα βιβλία μέσα στο κεφάλι του, την πραγματική βιβλιοθήκη ως ένα μνημοτεχνικό σύστημα.
Στα σημειωματάρια που κρατούσε μεταξύ 1942 και 1972 ο Κανέττι χρησιμοποίησε την τέλεια λογοτεχνική μορφή για κάποιον που έχει ως θέμα το κάθε τι και που επιτρέπει εγγραφές κάθε είδους. Εκεί αναπνέει το αύθαδες εγώ που κατασκευάζει κανείς για να συνδιαλλαγεί με τον κόσμο, με ιδεώδη έκφραση τον αφορισμό. Από τα σημειωματάρια απουσιάζει κάθε ίχνος αιστετισμού. Ο Κανέττι δεν τρέφει καμία αγάπη για την τέχνη καθ’ εαυτήν, ούτε τον άγγιξε ποτέ ο πειρασμός της αριστεράς. Στόχος του αγώνα του η μόνη θρησκεία που έμεινε άθικτη από τον Διαφωτισμό, ως η πιο παράλογη απ’ όλες, η θρησκεία της εξουσίας». Ως μια έκθεση της ψυχολογίας και της δομής της εξουσίας, το έργο του Μάζα και Εξουσία εστιάζει στο αρχέτυπο της μαζικής και άλογης συμπεριφοράς στη θρησκεία και αποτελεί κατηγορητήριο εναντίον της ίδιας της εξουσίας. Η διαρκής διαμαρτυρία αποτελεί πλέον ηθική αποστολή.
Αν οι μοντέρνοι αναγνωρίζονται από την προσπάθειά τους να αυτοκαθαιρεθούν, από την τάση τους να παρουσιάζονται όχι ως κοινωνικοί κριτικοί αλλά ως προφήτες, πνευματικοί τυχοδιώκτες ή κοινωνικοί παρίες. Η μοντέρνα λογοτεχνία προβάλλει μια αντίθετη αντίληψη από την προγενέστερή της: την ρομαντική αντίληψη της γραφής ως ενός μέσου με το οποίο εκτίθεται κατά ηρωικό τρόπο μια μοναδική προσωπικότητα. Τόσο ο Μπωντλαίρ όσο και ο Λωτρεαμόν προβάλλουν την ιδέα ενός συγγραφέα ως ενός αυτοβασανιζόμενου που βιάζει την ίδια του την υποκειμενικότητα. Η τέχνη γίνεται μια δήλωση αυτεπίγνωσης που προϋποθέτει μια δυσαρμονία μεταξύ καλλιτέχνη και κοινότητας· η ρήξη με την συλλογική φωνή είναι οριστική.
Η περίπτωση του Αντονέν Αρτώ αποτελεί ένα από τα τελευταία παραδείγματα της ηρωικής περιόδου του λογοτεχνικού μοντερνισμού που συνοψίζει όλα τα παραπάνω. Τόσο στο έργο του όσο και στη ζωή του ο Αρτώ απέτυχε, γράφει η Σόνταγκ. Το έργο του ισοδυναμεί μ’ ένα κομματιασμένο σώμα, μια μεγάλη συλλογή σπαραγμάτων. Η σκέψη και η χρήση της γλώσσας γίνεται ένας συνεχής Γολγοθάς. Σε αντίθεση με τα μεγάλα οπτιμιστικά έπη των Ντεκάρτ και Βαλερύ, ο Αρτώ μιλάει για την ατελεύτητη αθλιότητα της συνείδησης που αναζητεί τον εαυτό της. Πουθενά σε ολόκληρη την ιστορία της πρωτοπρόσωπης γραφής δεν υπάρχει μια τόσο λεπτομερής καταγραφή της διανοητικής οδύνης.
Η ανάγκη να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα αποτελεί από μόνη της μια κεντρική αιτία οδύνης. Ο Αρτώ σπαράζεται από την σύγχυση που του προκαλεί η γλώσσα του στις σχέσεις της με την σκέψη. Οι λέξεις απολιθώνουν την ζωντανή σκέψη και μετατρέπουν το αισθητηριακό υλικό της εμπειρίας σε κάτι αδρανές, κάτι καθαρά λεκτικό. Ο Αρτώ διανοείται γύρω από το αδιανόητο: πώς το σώμα είναι πνεύμα και το πνεύμα σώμα· εκεί βασανίζεται η ψυχοδραματική πλοκή των γραπτών του. Αν γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε περιβαλλόμενοι από ψεύδη, όπως έγραφε, αν ο ερωτισμός είναι κάτι δαιμονιακό και απειλητικό, όπως τον θεωρούσε, τότε η αλήθεια θα βρεθεί στο συνταίριασμα της σάρκας με τις λέξεις. Εκεί αφιέρωσε όλη του την δημιουργία, εκεί κατασπαράχτηκε.
Σημ. Για τον Αρτώ βλ. και το αφιέρωμα του περιοδικού Πλανόδιον, εδώ.
Εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 2010, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, σελ. 101 [Approaching Artaud, New Yorker, 19.5.1973, Mind as passion, The New York Review Of Books, 25.9.1980].