Η ζωή διασκεδάζει μαζί μας με σκιές, σαν ένας μαριονετίστας. Της ζητάμε απόλαυση. Μας την παραχωρεί, αλλά η πικρία και η απογοήτευση ακολουθούν. Βρίσκουμε στο δρόμο μας μια ευγενική λύπη που θα αποδώσει, σκεφτόμαστε, την απέραντη αξιοπρέπεια της τραγωδίας στις μέρες μας, αλλά εξανεμίζεται, πράγματα λιγότερο ευγενικά την αντικαθιστούν, και μια μέρα, μπροστά σε μια γκρίζα και ανεμοδαρμένη αυγή, ή μπροστά στην ασημένια σιωπή ενός μυρωμένου απόβραδου, καθόμαστε και κοιτάζουμε, είτε με αποστασιοποιημένη έκπληξη είτε με βαριά σαν πέτρα καρδιά, τη χρυσοποίκιλτη τούφα μαλλιών που άλλοτε λατρέψαμε με τόση ζέση και φιλήσαμε με τόσο πάθος. [σ. 59]
Πνευματώδης και εκκεντρικός εκπρόσωπος του Αισθητισμού και της Παρακμής κατά την δεκαετία του 1880, επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας της επόμενης δεκαετίας, μέγιστος οιηματίας με το σπέρμα της ύβρεως, με σαρδόνιες παραδοξολογίες, αστραφτερή ευγλωττία και προκλητικό αισθησιασμό, όπως εύστοχα γράφει στην πυκνή εισαγωγή του ο μεταφραστής, ο Ουάιλντ είχε μια εκθαμβωτική πορεία μέχρι τα σαράντα του.
Οι επιφανειακοί διέκριναν μόνο πρόκληση και πόζα, αδυνατώντας να διανοηθούν ότι επρόκειτο για αντίδραση απέναντι στην ίδια του την τάξη, για άρνηση απέναντι στην ίδια του την εποχή. Ο Ουάιλντ επιθυμούσε να ανατραπεί η μονοτονία των προτύπων, η υποδούλωση στα έθιμα και φυσικά να ζήσει πλήρως την δική το ζωή, να μην συρθεί στην εξευτελιστική, κενή και επίπλαστη ζωή που ο κόσμος μας επιβάλλει με την υποκρισία του.
Υπάρχουν στιγμές όπου πρέπει να επιλέξεις κανείς – ή να ζήσει πλήρως τη δική του ζωή, απόλυτα, ολοκληρωτικά, ή να συρθεί στην εξευτελιστική, κενή και επίπλαστη ύπαρξή που ο κόσμος μας επιβάλλει με την υποκρισία του.
Η ομορφιά και η εκκεντρικότητα υπήρξαν το καταφύγιό του, η τέχνη του ο τρόπος να μιλήσει απελευθερωμένος από ηθικοπλασίες και στρατεύσεις. Εδώ «η τέχνη για την τέχνη» έφτασε στο αποκορύφωμά της με το βραχύβιο κίνημα του Αισθησιασμού. Και τέχνη πάνω απ’ όλα ήταν η ίδια του η ζωή· επιθυμούσε, όπως εξομολογήθηκε στον Αντρέ Ζιντ, να βλέπει την ζωή του σαν έργο τέχνης, σαν κομψοτέχνημα.
Και ύστερα ήρθε η πτώση: η φυλάκισή του με την κατηγορία του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών και η καταδίκη του σε δυο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ονομάζεται C.3.3. (από τον αριθμό του κελιού του), υπόκειται στον ισοπεδωτικό νόμο της φυλακής, η ζωή του φεύγει από τα χέρια του. Ο αλλοτινός νάρκισσος των σαλονιών γίνεται ταπεινός για να μην νιώθει ταπεινωμένος. Στην φυλακή γράφεται η εξομολογητική επιστολή De profundis που θα δημοσιευτεί χωρίς καμία περικοπή δεκαετίες αργότερα.
Μετά την αποφυλάκισή του θα καταφύγει στην Γαλλία, θα ζήσει ως Σεβαστιανός Μέλμοθ και θα ολοκληρώσει την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντιγκ, όπου και οι περίφημοι στίχοι Each man kills the thing he loves… Στο γυμνό δωμάτιο του Hotel d’ Alsace θα πεθάνει άπορος και μέθυσος στα σαράντα έξι του. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του θα εκδοθούν οι Αφορισμοί.
Μη μου λέτε πως έχετε εξαντλήσει τη ζωή. Άμα κάποιος το λέει αυτό, όλοι ξέρουν πως είναι η ζωή που τον έχει εξαντλήσει.
Αν υπάρχει ένα ύστατο ανάγνωσμα που περιλαμβάνει συμπυκνωμένες μερικές από τις βασικότερες αρχές του ροκ εντ ρολ, τότε είναι αυτή εδώ η κιβωτός της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής ελευθερίας. Ο Ουάιλντ έβλεπε ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι κάποιοι άλλοι. Απόψεις κάποιου άλλου είναι οι σκέψεις τους, μίμηση οι ζωές τους, αντιγραφές τα πάθη τους», ότι οι άνθρωποι σπάνια ζουν πραγματικά· οι περισσότεροι απλά υπάρχουν – κι αυτό είναι όλο. Πόσοι στην εποχή του μπορούσαν να το αποδεχτούν αυτό; Πόσοι άντεχαν ακόμα και να το διαβάσουν;
Οι λέξεις του θρυμματίζουν τις αξίες που καθόρισαν αμέτρητες ζωές. Η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία, γράφει, αποτελούν κατάλοιπο του ακρωτηριασμού των πρωτόγονων, μια έκφανση της αρχαίας λατρείας του πόνου, που μέχρι σήμερα παράγει θύματα και βωμούς στην χώρα του. Αλλά και για την ιδιωτική ζωή προτιμά να μην ψευδολογεί. Η εμπειρία δεν έχει την παραμικρή ηθική αξία, είναι απλώς το όνομα που οι άνθρωποι δίνουν στα λάθη τους.
Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι η αρετή προσομοιάζει με μια πόλη χτισμένη ψηλά σ’ ένα βουνό: δεν μπορεί να κρυφτεί. Η αρετή είναι εκτεθειμένη στα μάτια όλων. Και ο καλός άνθρωπος είναι σε αρμονία με τον εαυτό του. Παραφωνία υπάρχει όταν εξαναγκαζόμαστε να εναρμονιστούμε με τους άλλους. Στο Λονδίνο του διέκρινε ότι συναντούσε κανείς υπερβολικά πολλή ομίχλη και υπερβολικά σοβαρούς ανθρώπους. Αλλά δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν η ομίχλη κάνει τους ανθρώπους σοβαρούς ή οι σοβαροί άνθρωποι δημιουργούσαν την ομίχλη.
Κάποιος που είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να βάλει τέλος σε μια λύπη με την ίδια ευκολία που μπορεί να εφεύρει μιαν απόλαυση.
Για τον Wilde ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή αλλά η διανομή των ρόλων είναι χάλια. Είναι ακόμα ένας κόσμος όπου υπάρχουν μόνο δύο τραγωδίες: να μην αποκτάς όσα επιθυμείς και να αποκτάς όσα επιθυμείς. Η δεύτερη είναι κατά πολύ χειρότερη. Ο κυνισμός (του) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τέχνη να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι κι όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Από την άλλη, είναι σαφές ποιους ακριβώς εννοεί όταν γράφει πως οι μέρες μας είναι πολύ σύντομες για να φορτωθούμε και τα βάσανα των άλλων. Κάθε άνθρωπος ζει τη δική του ζωή και πληρώνει ο ίδιος το τίμημά της. Δεν θα ’πρεπε ωστόσο να πληρώνει τόσο συχνά για κάθε του κρίμα.
Ο συγγραφέας ελαφροπατεί και στον θαυμαστό κόσμο των γυναικών, τις οποίες άλλωστε ορίζει ως Σφίγγες χωρίς αίνιγμα. Δεν πιστεύει ότι υπάρχουν πουριτανές γυναίκες, καθώς δεν νομίζει ότι υπάρχει έστω και μια γυναίκα που δεν αισθάνεται κολακευμένη όταν την πολιορκούν – και αυτό τις κάνει τόσο αξιολάτρευτες. Συμφωνεί με τα λόγια ενός πνευματώδη Γάλλου: Οι γυναίκες μάς εμπνέουν την επιθυμία να δημιουργήσουμε αριστουργήματα και πάντοτε μας εμποδίζουν να τα φέρουμε σε πέρας. Άλλωστε είναι φτιαγμένες για να τις αγαπούμε, όχι για να τις καταλαβαίνουμε. Οι γυναίκες αγαπούν με τα αυτιά τους, ενώ οι άνδρες με τα μάτια τους. Και βέβαια, κάθε άντρας θέλει να είναι ο πρώτος έρωτας μιας γυναίκας και κάθε γυναίκα θέλει να είναι ο τελευταίος έρωτας ενός άνδρα.
Ο Ουάιλντ είναι ένας αιώνιος λάτρης της νεότητας: η νιότη βασιλεύει στη ζωή. Ένα βασίλειο ανοίγεται μπροστά της. Ο καθένας γεννιέται εξόριστος – όπως σχεδόν όλοι οι βασιλιάδες. Και για να ξαναβρεί κανείς τη νιότη του, αρκεί να επαναλάβει τις τρέλες που έχει διαπράξει. Ως προς τον έρωτα, γνωρίζει πως όσοι είναι πιστοί δεν γνωρίζουν παρά την τετριμμένη πλευρά του. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένας ιερέας του ηδονισμού. Η ηδονή είναι το μόνο πράγμα για το οποίο αξίζει να ζει κανείς. Τίποτα δεν μας γερνά περισσότερο από την ευτυχία.
Πρέπει να επινοήσουμε έναν νέο ηδονισμό, που θα αναπλάσει τη ζωή και θα την σώσει από αυτό τον άκαμπτο και νοσηρό πουριτανισμό… Σκοπός αυτού του νέου ηδονισμού θα ήταν η εμπειρία αυτή καθαυτή και όχι τα απότοκα της εμπειρίας, είτε είναι γλυκά είτε είναι πικρά. Δεν θα έχει σχέση ούτε με τον αισθητισμό που αμβλύνει τις αισθήσεις ούτε με τη χυδαία ακολασία που τις ναρκώνει. Αλλά θα πρέπει να διδάσκει στον άνθρωπο πώς να προσηλώνεται στις στιγμές μιας ζωής που δεν είναι κι η ίδια παρά μια σύντομη στιγμή.
Εκδ. Ροές, 2015, σειρά MicroMEGA, μετάφραση – προλεγόμενα: Αλέξανδρος Βέλιος, σελ. 159 [Oscar Wilde, Sebastian Melmoth, 1904].
Δημοσίευση και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 198, υπό τον τίτλο Oscillate Wildly, από την λογοπαιγνιωδώς αφιερωμένη στον συγγραφέα άφωνη μουσική των Smith και του Morrissey, πιστού ακόλουθου του Wilde.