Η ανάδυση της μνήμης. Συζητώντας με τον W.G. Sebald. Συνεντεύξεις και δοκίμια (επιμ. Lynne Sharon Schwartz)

Sebald 1

Η πρόζα που φωτογραφίζει τον χρόνο

«Πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσα πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν την δυνατότητα της μνήμης…»

… αναρωτιόταν στο Άουστερλιτς ο Ζέμπαλντ και τα λόγια του ξαναθυμάται ο ποιητής Charles Simic, που περιγράφει την αίσθησή του από την ανάγνωση των Ξεριζωμένων – Κάφκα, Μπόρχες, Προυστ, Ναμπόκοφ, Καλβίνο, Λέβι, Μπέρνχαρντ – και θυμάται σε παλαιότερη συνέντευξη τον συγγραφέα να λέει ότι ορισμένα ερωτήματα δεν επιτρέποντια σε έναν ιστορικό, επειδή είναι μεταφυσικά και πως η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου αλλού, κάπου κρυμμένη ανάμεσα στις μυριάδες παραμελημένες λεπτομέρειες μιας ατομικής ύπαρξης. Για τον Simic το μυστικό της γοητείας του Ζέμπαλντ είναι ότι είδε τον εαυτό του με έναν τρόπο που σήμερα φαίνεται σχεδόν παλαιομοδίτικος, ως φωνή της συνείδησης, ως κάποιον που δεν ξεχνά την αδικία, που μιλάει για λογαριασμό αυτών που δεν μπορούν πλέον να μιλήσουν.

Sebald, Winfried - Writer, Germany - 29.06.1999     1swsw,wg,georg,portraet portrait,jahrhundert 20 zwanzigstes zwanzig jh jhr geschichte,historisch 20th century historical history c20th XX c20,prominente prominenter pa personenarchiv person personen,vip persoenlichkeit persoenlichkeiten people,personality personalities,bkst

Πρόκειται για έναν πολύτιμο τόμο που περιλαμβάνει πέντε μακροσκελείς συνεντεύξεις και τρία δοκίμια για τον συγγραφέα που εισήγαγε περισσότερες καινοτομίες από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα της εποχής μας, τόσο ως προς την γραφή, με εκείνον τον ελικοειδή και υπνωτιστικό μακροπερίοδο λόγο, όσο και ως προς την ιστορική αφήγηση, με μια ματιά σε ευρύτατες ζώνες οπτικής. Ο Ζέμπαλντ επινόησε μια νέα πεζογραφική φόρμα, που καθιστά απτό το θόλωμα των ορίων ανάμεσα στην μυθοπλασία και τον δοκιμιακό λόγο· χρησιμοποίησε άλλωστε τον όρο «πεζογραφικές αφηγήσεις».

Η επιμελήτρια αφιερώνει την εισαγωγή της σε ένα περιεκτικό διάγραμμα του έργου του και εστιάζει στο αγαπημένο θέμα του, την ταχύτατη άνθιση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και τον αργό της θάνατο. Η αντίληψή του για τον χρόνο καθιστά δυνατή αυτή την πανοραμική οπτική. Το παρελθόν και το παρόν θα μπορούσαν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να σταματούν και να ξεκινούν με ακανόνιστους σπασμούς του νου ή της μνήμης. «Δεν θα γινόταν άραγε να δίναμε ραντεβού στο παρελθόν;» αναρωτιέται ο ίδιος στο Άουστερλιτς. Όσον αφορά ένα άλλο θέμα του, την εξορία και την ανεστιότητα, ο Ζέμπαλντ αναλαμβάνει πρώτα την αμφίσημη θέση του ακροατή, ο οποίος απορροφά τις ιστορίες των εξορίστων ώσπου αναλαμβάνει ο ίδιος το βάρος να τις διαδώσει.

Ξεριζωμένοι_

Η Ruth Franklin παρομοιάζει την πρόζα του με τα ιαπωνικά οργιγκάμι, που σχηματίζονται και διαλύονται με μια κίνηση των δαχτύλων: κινείται συγχρόνως προς τα μέσα και προς τα έξω. Το σύμπαν των βιβλίων του είναι ένα δικό του Νυκτόραμα, το οποίο κατοικείται από όντα που νιώθουν οικεία στο σκοτάδι. Η τέχνη διαφυλάττει την ανάμνηση αλλά συνάμα την καταστρέφει: αυτή τελικά είναι η πιο θεμελιώδης διαμάχη στο έργο του. Ο κίνδυνος που διατρέχει ο ίδιος, όταν αναζητά τα μοτίβα της θλίψης που οριοθετούν τα βιβλία του, είναι μην τυχόν και αυτά, χάρη στην ανείπωτη ομορφιά τους, εξαλείψουν την θλίψη που όφειλαν να περιέχουν.

Στα ισχνά χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ζέμπαλντ έφτιαχνε μόνος του τα παιχνίδια του. Όταν δεν μεγαλώνεις με έτοιμα, αγοραστά παιχνίδια, αλλά με τα πράγματα που ανακαλύπτεις στην αυλή σου, κάνεις αρκετές αυτοσχέδιες κατασκευές, είχε δηλώσει στον συνομιλητή του Arthur Lubow. O συγγραφέας θυμάται το βομβαρδισμένο Μόναχο· τα λίγα κτίρια που στέκονταν όρθια ανάμεσα σε σωρούς από μπάζα από τα κτίρια που είχαν καταρρεύσει. Το γεγονός ότι ο κόσμος δεν το σχολίαζε αυτό, τον έκανε να φαντάζεται ότι αυτή είναι η φυσιολογική κατάσταση των πόλων: με σπίτια ανάμεσα σε βουνά ερειπίων.

campo-santo

Η εξονυχιστική εξέταση τεκμηρίων – φωτογραφιών, ημερολογίων, πολεμικών αρχείων τον έκανε ιδιαίτερα επιδεκτικό. Οι φωτογραφίες κάνουν το κείμενο να φαίνεται σαν να είναι πραγματική ιστορία και όχι μυθοπλασία, κι ας είναι ευρέως γνωστό ότι ακόμα και στην προψηφιακή εποχή μπορούσε κανείς να παραποιήσει μια φωτογραφία. Στους Δακτυλίους του Κρόνου ο Ζέμπαλντ παρομοίαζε τους συγγραφείς με τους υφαντές: μελαγχολικοί άνθρωποι που επεξεργάζονται περίπλοκα σχέδια, πάντοτε με το φόβο ότι έχουν αδράξει το λάθος νήμα. Σε συνομιλία του με την Eleanor Watchel ανέφερε σχετικά με τις φωτογραφίες:

«Θεωρώ πως οι φωτογραφίες εξυπηρετούν ίσως δυο σκοπούς μέσα στο κείμενο. Ο πρώτος και προφανής είναι η αυθεντικότητα· όλοι μας έχουμε την τάση να πιστεύουμε στις εικόνες περισσότερο απ’ ό,τι στις λέξεις. […] Η άλλη λειτουργία του χρόνου που βλέπω να επιτελούν είναι πιθανώς αυτή της σύλληψης του χρόνου. […] Μεταφέρεσαι εκτός χρόνου, πράγμα που υπό μια έννοια είναι λύτρωση, εάν μπορείς να απελευθερωθείς από την πάροδο του χρόνου….Οι φωτογραφίες λειτουργούν ως φράγματα ή υδατοφράκτες που ανακόπτουν τη ροή». [σ. 58 – 60]

Sebald_24974_MR.indd

Οι συγγραφείς που είχε ως λογοτεχνικά πρότυπα έγραψαν στα γερμανικά του 19ου αιώνα: Gottfried Keller, Adalbert Stifter, Heinrich von Kleist, Jean Paul Richter. Την εποχή της συνέντευξης διάβαζε τα απομνημονεύματα του Chateubriand, με τον οποίο αισθανόταν μια εγγύτητα, μεγαλύτερη και από την οικειότητα που ένιωθε με τους ανθρώπους γύρω του. Ο Ζέμπαλντ σκεφτόταν ότι η επιθυμία του γνωρίζει μόνο κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους και τόπους πιθανώς να πηγάζει από εκείνη την έκδηλη αίσθηση ξεριζωμού. Χλεύαζε μάλιστα την ανερμάτιστη φύση των σύγχρονων ταξιδιών και ιδίως το γεγονός ότι δεν επιστρέφουμε ποτέ στο ίδιο μέρος, σε αντίθεση με τους παλαιούς ταξιδιώτες.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας υποστήριξε μια θέση που προκάλεσε μεγάλη διαμάχη όταν οι διαλέξεις του δημοσιεύτηκαν στον γερμανικό Τύπο: ότι η γερμανική λογοτεχνία δεν πραγματεύτηκε επαρκώς μετά τον πόλεμο την καταστροφή όλων των μεγάλων γερμανικών πόλεων, αλλά και αρκετών μικρότερων, από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές. Υπήρξε δηλαδή μια συνωμοσία σιωπής σχετικά με το ζήτημα, όπως και για πολλά άλλα που συνέβησαν στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες: Heinrich Boell, Hans Werner Richter και  Hans Magnus Enzensberger, που είχε κάνει παρόμοιες διαπιστώσεις σε δοκίμιό του.

Sebald 4

Εκδ. Άγρα, 2014, μτφ. από τα Αγγλικά Βασίλης Δουβίτσας, επιμ. Γιάννης Καλιφατίδης, σελ. 249. Περιλαμβάνεται βιβλιογραφία με τα λογοτεχνικά έργα, τα δοκίμια και τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, οι ελληνικές εκδόσεις, όλες από την Άγρα, και βιογραφικά των συντελεστών του τόμου [The emergence of memory: Conversations with W.G. Sebald, 2007]

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 44, αρ.  χειμώνας 2015 – 2016

Το Δέντρο, τεύχος 205 – 206 (Οκτώβριος 2015)

Δέντρο

Ω, ο έρωτας δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι τρέλα, κάτι παράλογο, απαγορευμένο, και μια περιπέτεια στο κακό. Διαφορετικά είναι ευχάριστη κοινοτοπία, καλή για να κάνει κανείς ειρηνικά τραγουδάκια στις πεδιάδες. [Το Μαγικό Βουνό]

Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Τόμας Μαν, το Δέντρο αφιερώνει ένα τεύχος στον συγγραφέα που, όπως γράφεται στον πρόλογο, έχει καταργήσει πια στην πράξη κάθε ένταξή του σε συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο. Ο Μαν πάντα θα μεγαλουργεί στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης, στην παραλαβή των σημαντικότερων προτάσεων του 19ου αιώνα και στην προώθησή τους στον επόμενο αιώνα, όπου διυλίζοντάς τις μέσα από ένα εντελώς προσωπικό ιδίωμα.

Thomas_Mann_in_Sanary-sur-Mer_1933_

«Δεν είμαι παρατηρητής αλλά ενός εκπρόσωπος», έγραφε ο Τόμας Μαν το 1937 και μας το θυμίζει ο Κλαούντιο Μάγκρις στο κείμενό του Τόμας Μαν, δαιμονικός εκπρόσωπος του ανθρωπισμού. Από παιδί ακόμη, σαν ήρωας του Γκέτε, γοητευμένος από τις μεταμφιέσεις και το θέατρο μαριονέτας, δηλαδή από το πλήρως συνειδητό και γεμάτο πάθος παιχνίδι μεταξύ της μαγείας και της πεζής πραγματικότητας, ο Μαν ζούσε σε έναν κόσμο – παράσταση, βιωμένο με βαθιά σοβαρότητα. Ο Μάγκρις εστιάζει σε ορισμένα έργα του, όπως οι Μπούντεμπρουκ, ένα παράδειγμα εξαίρετου ύφους, ένα έπος που συνελάμβανε το συνολικό και ενιαίο νόημα της ζωής και ο Φέλιξ Κρουλ, ένα από τα ωραιότερα βιβλία του συγγραφέα, που ανέδειξε πως η ειρωνεία και το παιχνίδι, στις παύσεις και τα διαστήματα μεταξύ άλυτων αντιθέσεων, μπορούσαν να αποσπάσουν από την ύπαρξη ώρες χαράς, ευτυχίας και αλήθειας.4573

Ποιος μπορεί να υποθέσει τι σκέπτεται ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στον κινηματογραφικό Θάνατο στη Βενετία, όταν στο κουρείο δέχεται τις περιποιήσεις και τις ανανεωτικές παρεμβάσεις του φλύαρου ιταλού κομμωτή; αναρωτιέται ο Κώστας Μαυρουδής στο δικό του κείμενο, Ένας ευτελής περίγυρος. Το γνωρίζει μόνον ο αναγνώστης της νουβέλας, ενώ ο θεατής του βισκοντικού έργου το αγνοεί, αφού, κατά κανόνα, για την βουβή σκέψη των ηρώων και τους συλλογισμούς του αφηγητή, η εικόνα παραμένει ένας απρόθυμος μάρτυρας. Αυτή ακριβώς η πλευρά της συνομιλίας λογοτεχνίας και κινηματογράφου (ή το αδύνατό της) απασχολεί τον συγγραφέα, που ταξινομεί τις σχετικές επιλογές των σκηνοθετών απέναντι σε ανάλογες σελίδες.

Mann,+Thomas,+1943+by+Fred+Stein_

Η πολύτιμη αυτή κιβωτός κειμένων περιλαμβάνει μια συνέντευξη του Τόμας Μαν: Ο Γουόλτ Γουίτμαν είναι ο Νίτσε της Αμερικής,  μια επιστολή του Μπέρτολτ Μπρεχτ στον Τόμας Μαν, μια συζήτηση του Κλ. Μάγκρις με τον Ρ. Ρίμεν (Από την ευγενή αρετή του Τόμας Μαν στη σύγχρονη κρίση), αλλά και στοιχεία από μια έκθεση (Ο Τόμας Μαν, Ο Μάριο και ο μάγος, ο Χίτλερ και η φασιστική Ιταλία) και αποσπάσματα από τέσσερα βιβλία του (Θάνατος στη Βενετία, Το μαγικό βουνό, Ο Μάριο και ο Μάγος, Δόκτορ Φάουστους). Ο Βασίλης Πρωτοπαπάς μας προσφέρει μια ιδανική, συνοπτική παρουσίαση  Για το Μαγικό βουνό, ο Νίκος Δήμου παρουσιάζει τον Τόμας Μαν ως ακτιβιστή της ειρήνης, ο Λευτέρης Αναγνώστου κοινωνεί την εμπειρία του Μεταφράζοντας τον Ιωσήφ του Τόμας Μαν, η Αναστασία Αντωνοπούλου παρουσιάζει όλες τις ταινίες που μετέφεραν έργα του συγγραφέα (Ο Τόμας Μαν στην οθόνη) αλλά και, σε άλλο κείμενο, βασικές θεματικές παραμέτρους στο πρώιμο έργο του Τόμας Μαν.

Der zauberberg_

Και μόνο η παράθεση των υπόλοιπων τίτλων είναι ενδεικτική για τον πλούτο των καλυπτόμενων θεμάτων: Ναταλί Μπίλφελντ και Ντοροτέα Γκρούσνικ: Οι Μαν, μια οικογένεια συγγραφέων, Τζοβάνα Άλμπι: Τιμώντας μιαν επέτειο, Πιέτρο Τσιτάτι: Η Λίμπεκ σ’ ένα διαμέρισμα της Ρώμης, Αλέξανδρος Ίσαρης: Ο αρχάγγελος, Νίκος Σωτηριάδης: Τόνιο Κρέγκερ: προοίμιο αυτοβιογραφίας, Γιώργος Κόκκινος: Για τους Στοχασμούς ενός απολιτικού του Τόμας Μαν, Αλέξανδρος Κυπριώτης: Τόμας Μαν – Ο τελευταίος έρωτας, Αλεσάντρο Μελατσίνι: Τόμας Μαν, μια ιδιοφυΐα σε πόζα, Σιλβέστρο Λιβόλσι: Ο Τομας Μαν στην Ταορμίνα: αναζητώντας τον μύθο του Αχιλλέα, Βασίλης Πρωτοπαπάς: Η βιογραφία της ασθενούς μεγαλοφυΐας, Ίταλο Αλιγκιέρο Κιουζάνο: Μια νουβέλα και ένα σκάνδαλο, Κάρλος Φουέντες: Δείπνο στη Ζυρίχη.

thomas_mann_2312855

Θα ήμασταν ευτυχείς και μόνο με τα παραπάνω, αλλά το τεύχος δεν εξαντλείται στον σπουδαίο Γερμανό συγγραφέα. Ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στον Δημήτρη Μαρωνίτη που περιλαμβάνει μια εξομολογητική και «απολογητική» συνέντευξη, κείμενα για το έργο του κι ένα απόσπασμα από την Μαύρη γαλήνη, αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Καθριν Μάνσφιλντ, το χρονικό της αυτοκτονίας του Μαγιακόφσκι από την Σερένα Βιτάλε, μια άγνωστη συνέντευξη του Καρλ Μαρξ σε αμερικανό δημοσιογράφο στα τέλη του 19ου αιώνα, η ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του Έλιοτ με έναν κριτικό της γενιάς του, το αφήγημα του Τρούμαν Καπότε που αφορά ένα ταξίδι στο Αιγαίο και τα μικρασιατικά παράλια (με γιοτ του Σταύρου Νιάρχου), μεταφρασμένη ποίηση των Ρούπερτ Μπρουκ και Γ.Μπ. Γέιτς και δυο έξοχα αφηγήματα του σκηνοθέτη Ερμάνο ‘Ολμι για τη συνάντησή του, μεταπολεμικά, με τον Ίταλο Καλβίνο. «Αποκαλυπτικά κείμενα για το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της Ιταλίας την εποχή της αθωότητας».

TM

Αντλώ απ’ το σημειωματάριο του συγγραφέα του Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ: Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται πιο σιωπηλός. Στη νιότη του είναι έτοιμος να χυθεί στον κόσμο, νιώθει μια έντονη συντροφικότητα με τους άλλους ανθρώπους, θέλει να ριχτεί στην αγκαλιά τους και πιστεύει ότι θα δεχτεί κι αυτός αγκαλιές. Θέλει να ανοίξει τον εαυτό του στους ανθρώπους, έτσι ώστε να μπορεί να κάνει έναν από αυτούς δικό του, θέλει να εισχωρήσει μέσα τους. […] Όμως σταδιακά η δύναμη που ένιωθε να τα κάνει όλα αυτά, τον εγκαταλείπει. Τότε ίσως τοποθετεί όλη του την αγάπη, όλη του την ικανότητα να διαστέλλεται, σε ένα μόνο πρόσωπο […] Όμως λίγο  – λίγο αντιλαμβάνεται ότι κι αυτό είναι αδύνατον […] Τότε κανείς κλείνεται στον εαυτό του και φτιάχνει έναν δικό του κόσμο μέσα στη σιωπή του, τον οποίο κρατάει μακρά από κάθε ψυχή ζώσα…

William Somerset Maugham Painting; William Somerset Maugham Art Print for sale

Τέλος, στον πρόλογο του τεύχους μας επιφυλάσσεται μεταξύ άλλων μια πολύτιμη επισήμανση του Ζορζ Σιμενόν, ενός κατεξοχήν «αντιθεωρητικού» της γραφής και της σχέσης της με την μνήμη. Ο συγγραφέας είχε υπογραμμίσει την αδυναμία μας να συγκρατήσουμε τα σημαντικότερα στοιχεία ενός τοπίου την ώα που βρισκόμαστε εν θερμώ εντός του. Μόνο αργότερα, αναπολώντας την εμπειρία μας, ακόμα και στον ύπνο ή σε ενδιάμεση κατάσταση, μπορούμε να συγκρατήσουμε τα κυριότερα σημεία της. Η συνάντηση με τον εκλεκτικό μνημονικό μηχανισμό του Προυστ έχει ήδη συντελεστεί.

Σελ. 224. Στην τελευταία φωτογραφία ο Somerset Maugham.