Βίκτωρ Γεροφέγιεφ – Ο καλός Στάλιν

Ο Στάλιν περνούσε όλους τους Ρώσους για παιδιά και αυτοί ήταν πράγματι παιδιά.
Φάκελος φιλοξενούμενου: Γέννημα και πτυχιούχος Μόσχας (1947 – φιλολογία), μελετητής του Ντοστογιέφσκι, εκδότης των έργων τού μέχρι πρότινος απαγορευμένου Nabokov, ένας από τους δυνατότερους συγγραφείς της μετακομμουνιστικής Ρωσίας και ίσως ο γνωστότερος στο εξωτερικό, με δωδεκάδα πολυμεταφρασμένων μυθιστορημάτων. Η κατακόρυφα ανοδική του πορεία συμπίπτει με την αντίστοιχη «πτώση» του πατέρα του και αυτός ακριβώς είναι ο μυθοπλαστικός πυρήνας του Καλού Στάλιν.
Πλοκή: Πώς ξεκίνησαν όλα; Το 1979 μια ομάδα νεαρών σοβιετικών λογοτεχνών (εκτός του Β.Ε. συμμετείχαν ακόμη οι Vassili Axionow, Andrei Bitov, Jevgeni Popov και Fasil Iskander) εξέδωσαν μια συλλογή διηγημάτων και ποιημάτων («Μητρόπολη»), αγνοώντας λογοκρισίες και κρατικούς ελέγχους και βγάζοντας τη γλώσσα στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Τα καταιγιστικά γεγονότα που ακολούθησαν την αντίδραση του καθεστώτος (που περιγράφονται στην αρχή και το τέλος του βιβλίου) είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή πατέρα και γιου. Με τη μόνη διαφορά πως για τον Βίκτορ η στέρηση της θέσης του στην Ένωση Συγγραφέων (άρα και κάθε ενδεχόμενου έκδοσης των έργων του) διάρκεσε μονάχα λίγα χρόνια. Σήμερα είναι μια αναγνωρισμένη περσόνα που απολαμβάνει τη γραφή στα Die Zeit και New York Review of Books και διασκεδάζει με δική του εκπομπή σε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Αντίθετα, για τον πατέρα, υψηλόβαθμο Σοβιετικό διπλωμάτη και πρώην επίσημο διερμηνέα του Στάλιν για τα γαλλικά, αυτό σήμαινε όχι απλώς την ανάκληση από τη θέση του ως πρέσβη αλλά και την πλήρη καταστροφή της διπλωματικής του καριέρας -σύντομα θα διοριζόταν υφυπουργός Εξωτερικών- εφόσον αρνήθηκε να αποκηρύξει το γιο του. Έτσι, το κοινωνικά και λογοτεχνικά αρχέγονο δίδυμο του κακού πατέρα και του καλού ηρωικού γιου αντιστρέφεται και ο Β.Ε. μυθιστορεί όλη την πορεία των γεγονότων, από την παιδική του ηλικία μέχρι την παράδοξη αυτή αντι-στροφή.
Τοπο/χρονογραφικό: Σοβιετική Ένωση, Παρίσι, Βαρσοβία, Ρωσία, 20ος αιώνας.
Αντιήρωες:Ο Βίτια μίλησε! φωνάζει η μαμά. – Θα καταντήσει αντιφρονών, κουνάει το κεφάλι του ο Αντρέι Μιχαήλοβιτς Αγκέντοφ, μελλοντικός βοηθός του Μπρέζνιεφ. (σ. 52).
Κάπως έτσι άρχιζε τις πρώτες του λέξεις ο μικρός Βίτια, προτού βυθιστεί σε μια προνομιούχο νεότητα (ένα κοινό σημείο με τον αγαπημένο του Ναμπόκοφ). Μια περίοδο χωρίς ιδιαίτερες έγνοιες αλλά με προσεκτική παρατήρηση του πατέρα του, που ανά πάσα στιγμή δεχτεί τηλεφώνημα μες τη νύχτα τρέχει στον «πατερούλη» τού Κρεμλίνου (απολαυστική η σκηνή όπου γλιστράει τρέχοντας στον καλογυαλισμένο διάδρομο του ανακτόρου, κατά τη συνεδρίαση κρύβει το ματωμένο του χέρι, αλλά ο Στάλιν το έχει ήδη εντοπίσει και ειδοποιεί με μυστικό κουμπί κάτω από το τραπέζι τον 24ωρης ετοιμότητας γιατρό!). Στην ουσία ο Βίκτορ καλοπερνούσε: έκανε διακοπές σε ντάτσα, είχε προσωπικές νταντάδες (που τον μύησαν στις θωπείες του γυναικείου σώματος, όπως περιγράφει σε μια σπαρταριστή σκηνή στα «μπάνια») και έζησε και στο Παρίσι ακολουθώντας τον πατέρα του – μια πόλη που δεν ήταν απλώς ο παράδεισος των μικρών πραγμάτων αλλά και ένας τόπος γνωριμιών με προσωπικότητες όπως ο Πικάσο, ο Αραγκόν, ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ. Έτσι, αυτός ο νεαρός ευνοούμενος του καθεστώτος δεν επαναστατεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην ουσία αφυπνίζεται σταδιακάκαι αναπόφευκτα, με μόνους οδηγούς τη λογική και την ορθή σκέψη. Του είναι αδύνατο να μην τις χρησιμοποιεί, μόνο που αυτές είναι κάτι άγνωστο στους υπόλοιπους. Ως ενήλικος πλέον θα σαρκάζει σε κάθε ευκαιρία την επιθυμία του ρωσικού λαού να έχει έναν καλό, αυστηρό «πατέρα» ή, κατά παράδοση, να θεωρεί τον ηγέτη του ως θεό. Σε πρόσφατη συνέντευξή του τονίζει πως με τον Πούτιν το βιολί συνεχίζεται. Ο άλλος αντιήρωας, ο πατέρας, αποτελεί ένα υπόδειγμα ψυχραιμίας και μοιρολατρίας, σε σημείο να συγχωρήσει με παροιμιώδη ευκολία το γιο του, αποδεχόμενος τη μοίρα του, όπως έκανε πάντα.
Το να είσαι ελεύθερος στην πιο γελοία χώρα του κόσμου είναι απαράμιλλα διασκεδαστικό. Σε άλλες χώρες ζούνε σοβαροί άνθρωποι, που φέρουν το βάρος των ευθυνών τους, σαν καλογεμισμένοι νεροκουβάδες, σε μας όμως ζούνε αστείοι, αμετάφραστοι σε άλλες γλώσσες μουζίκοι, κυράτσες, αστυνόμοι, διανοούμενοι, κολχόζνικοι, πρεζόνια, ηλίθιοι, προϊστάμενοι και άλλοι παρόμοιοι μαλάκες. Οι γελοίοι άνθρωποι δεν χρειάζονται ελευθερία … Όποια ιδιοφυή ιδέα και να επινόησε Ρώσος, πάντα ήταν ιδιοφυώς γελοία. Βάλθηκαν να στήσουν την Τρίτη Ρώμη, να αναστήσουν τους προγόνους τους, να χτίσουν τον κομμουνισμό. Και σε τι δεν πίστεψαν! Στον τσάρο, στους λευκούς αγγέλους, στην ιδέα της Ευρώπης, της Αμερικής, στην ορθοδοξία, στο ΝΚVD, στην οικουμενικότητα, στην οπστσίνα, στην επανάσταση, στην αποκλειστικότητα του έθνους τους – σε όλα και σε όλους πίστεψαν εκτός απ’ τους ίδιους τους εαυτούς τους. (σ. 14)
Εργαστήρι: Ο Γεροφέγιεφ στέκεται απέναντι σε κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας και ευγενικής γραφής. Ανασύρει τα γεγονότα απευθείας από τη μνήμη του και τα περνάει αμέσως στο χαρτί. Μπορεί να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο, να αναπαριστά διαλόγους, να περιγράφει εικόνες, όλα υπό μορφή ενός προφορικού ημερολογίου. Παραδόξως αρνείται πως αυτοβιογραφείται και το χαρακτηρίζει ως απλό μυθιστόρημα.
Γοητεία: Η Ιστορία μένει διακριτικά στο πίσω μέρος της σκηνής, εισχωρώντας ύπουλα στην καθημερινότητα της οικογένειάς του – κι ίσως έτσι (ή σίγουρα και έτσι) θα πρέπει να μελετώνται οι σύγχρονες Ιστορίες. Έτσι έχουμε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουμε ορισμένες απίστευτες ιστορίες του καθεστώτος: την καθαίρεση του Χρουστσόφ από τον Στάλιν λόγω έλλειψης δημοσίων αποχωρητηρίων, την επιμονή του τελευταίου να καλλιεργήσει λεμόνια ανθεκτικά στην παγωνιά («μια μεταφυσική απαίτηση, αντάξια ενός πρώην υποτρόφου ιεροδιδασκαλείου»), την ανεπιτυχή προσπάθεια του Μόλοτοφ να αλλοιώσει τα γραπτά του Έρενμπουργκ και το συναρπαστικό μεταξύ τους διάλογο, αλλά και τη σαδιστική συνήθεια του Μ. να συλλαμβάνει τις γυναίκες των ανωτέρων υπαλλήλων με επινοημένες κατηγορίες για να τον παρακαλούν απελπισμένοι και να τους απαντά να μη στενοχωριούνται, θα τους βρει άλλη γυναίκα! Νάτην η Ζεμζούτσινα τη μια μέρα να πίνει σαμπάνια στη δεξίωση του Κρεμλίνου με το βαθύ της ντεκολτέ …και την επόμενη στη Λουμπιάνκα να τεντώνει, γυμνή, τον ποπό της στον γιατρό της φυλακής (σ. 138).
Ο αντίλογος σε αυτό το καυστικό ρωσογράφημα αφορά το γεγονός ότι ο συγγραφέας πνέει τα μένεα κατά του καθεστώτος, έχοντας στο έπακρο ωφεληθεί από τα προνόμια που του παρείχε. Δεκτόν, αλλά ακόμα κι έτσι τον προτιμώ: ως έναν average αντιήρωα που δε διατείνεται στον σπουδαίο, αλλά διαλαλεί τις αδυναμίες του, τις φαυλότητές του, ακόμα και μια έλλειψη ηθικών αρχών. Που το μόνο που ψάχνει είναι να δώσει μια απάντηση πώς γίνεται και σήμερα ο Στάλιν παραμένει ο θετικότερος ήρωας των Ρώσων και ορισμένοι φιλούν ακόμα τις προτομές του, όπως βλέπω δίπλα. Τουλάχιστο φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά την αενάως ρευστή θέση μας μέσα στην Ιστορία: Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνει τα σημεία του 20ου αιώνα; Ένας πυροβολισμός ή μια φουρνιά ακόμα στο Άουσβιτς και μπορεί και να μην υπήρχα. Οι αυτοθυσίες δεν μετράνε εκ των υστέρων. (σ. 72)
Απoσπάσματα: Οι σοσιαλρεαλιστές είχαν καταλάβει τη ρωσική ψυχή, το ανεξάντλητο απόθεμα ενθουσιασμού της, με το οποίο θα μπορούσε κανείς να κάνει τον γύρο του κόσμου σαράντα φορές. (σ. 129)
Ο μπαμπάς μου δεν αρρώσταινε ποτέ. Το να αρρωστήσεις στην γραμματεία του Μόλοτοφ θεωρούνταν ένα είδος διατάραξης της κομματικής πειθαρχίας και ο μπαμπάς ήταν πειθαρχημένος κομμουνιστής. – Ο πειθαρχημένος άνθρωπος, έλεγε ο Μόλοτοφ στους συνεργάτες του, δεν κρυολογεί ποτέ, γιατί διαχειρίζεται το ρουχισμό του και την συμπεριφορά του με υπεύθυνο τρόπο. Δεν πρόκειται ποτέ να κάτσει στο ρεύμα ή να βγει έξω στο κρύο χωρίς παλτό. (σ. 116)

Η απεριόριστη εξουσία μεθάει τον κόσμο. Η συναναστροφή με τον εξουσιαστή σημαίνει να είσαι ένας απ’ τους εκλεκτούς, να ανήκεις στην αφρόκρεμα της ιστορίας. Όταν σκέφτομαι λογικά, καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τα δειλά κατακάθια, τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου που χαμογελάνε στον πατέρα, όλοι αυτοί οι Βοροσίλοφ, οι Καγκανόβιτς, οι Μπέρια δεν είναι παρά μια αγέλη λύκων που αν βρίσκονταν σε ένα ξέφωτο, στο φεγγαρόφωτο, μέσα στα χιόνια θα μπορούσαν να ξεσκίσουν τον πατέρα μου σε χίλια κομμάτια. Ακούω τα ουρλιαχτά τους.. Τι θα τους έκανα; Θα τους σκότωνα. Δεν έχω να πω τίποτα μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά όμως λιώνω, νιώθω μια γλύκα. Είναι κάτι σαν οργασμική αυταπάτη. (σ. 120-121)

Συντεταγμένες: Viktor Erofeyev, Good Stalin, 2004. Ελληνική μετάφραση: Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, σ. 476, εκδ. Ποταμός 2004./Πρώτη δημοσίευση εδώ.

2 σκέψεις σχετικά με το “Βίκτωρ Γεροφέγιεφ – Ο καλός Στάλιν

Σχολιάστε