
Φάκελος φιλοξενούμενου: Γέννηση στην Κούβα (Ματάνσας, 1950). Η 26ετής δημοσιογραφική και εκφωνητική θητεία του στην κουβανέζικη ραδιοτηλεόραση διακόπηκε μετά από το ταξίδι του στη Βαρκελώνη για την προώθηση του βιβλίου αυτού (1998). Απολύθηκε χωρίς καμία εξήγηση, ενώ οι συνάδελφοί του στην τηλεόραση σταμάτησαν να τον χαιρετούν στο δρόμο και να αισθάνεται «ένα φάντασμα της Αβάνας». Έτσι η Βρόμικη τριλογία απαγορεύτηκε στη χώρα, ενώ το τελευταίο του Animal Tropical (κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις με τίτλο Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα) μοσχοπουλάει και εκεί, αναγκάζοντάς μας να συμπεράνουμε πως οι ερωτικές μυθιστορίες ποτέ δεν ενοχλούσαν τους Κουβανούς, αρκεί να μην συνδυάζονται με πολιτικές αμφισβητήσεις του παραδείσου τους.
Χρονoγραφικό: 1994-1997, στην καρδιά της περιόδου οικονομικής κατάρρευσης της χώρας και κατακόρυφης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των Κουβανών λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της παύσης κάθε οικονομικής βοήθειας.


Tον ακολουθώ σε μία από τις περιπλανήσεις του. Περνάει από το σπίτι του σπουδαίου Κουβανού συγγραφέα Λεσάμα Λίμα που όμως είναι άγνωστος εκεί. «Α, ένας ηλικιωμένος χοντρός που ζούσε εδώ; Κυκλοφορούσε πάντα με κουστούμι και γραβάτι κι η γυναίκα του ήταν τρελή. Πούστης δεν ήταν αυτός;». Σταματάει σε μια πιτσαρία που δεν έχει πλέον καύσιμα ψησίματος. Ακούει τις βλαστήμιες των γυναικών από ένα σολάρ, καθώς καθαρίζουν για άλλη μια φορά τους διαδρόμους από τον ξεχειλισμένο βόθρο. Παρακολουθεί τη σύλληψη ενός πλανόδιου πωλητή κρέατος (για την ακρίβεια ανθρώπινου, από το νεκροτομείο) αλλά κι έναν αστυνομικό να βοηθά τέσσερις τύπους να δέσουν καλύτερα τη σχεδία της απόδρασης. Κοιμάται μεθυσμένος σε κάποιο παγκάκι και νοιώθει κάθε μισή ώρα κάποιον να τον ψαχουλεύει. Σκέφτεται τις ερωτικές του περιπλανήσεις και μονολογεί: έμαθα τόσα πολλά που ίσως κάποια μέρα να γράψω έναν Οδηγό Διαστροφής. Αυτός ο σεξουαλικά αχόρταγος και «φιλοσοφημένος» σεξιστής, λατρεύει ή χρησιμοποιεί τις γυναίκες για τους δικούς του λόγους. Αρνείται να συμβιβαστεί με τις μοναδικές τρεις ιδιότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να επιβιώσει στην Αβάνα: τρελός, μεθυσμένος ή κοιμισμένος – αν και το δεύτερο το συζητάει. Συχνά αποχαιρετά τους δικούς του φίλους.

-Θα τα αφήσεις όλα αυτά;
-Ναι. Είναι όλα άχρηστα.
-Μόνο άχρηστα δεν είναι. Οι λαστιχένιες σαγιονάρες, το σαμπουάν, το σαπούνι, το μπλοκ σημειώσεων, η ξυριστική μιας χρήσης. Εδώ όλα είναι χρήσιμα…
Λίγο αργότερα κάναμε την αποχαιρετιστήρια βόλτα στην Μαλεκόν. Μου είχε ήδη πει ότι την πονούσε πολύ να βλέπει όλο αυτό το πολιτικό θέατρο που παιζόταν προκειμένου να συγκαλυφθεί η εξαθλίωση. Καθίσαμε για λίγη ώρα να ακούσουμε τη θάλασσα. Εκείνη τη μύριζε. Εγώ όχι. …Έφυγα περπατώντας, κρατώντας τη σακούλα, προς το σπίτι μου. Αργά. (σ. 46-47)
Γκράφιτι: Ήταν άνθρωποι πολύ απελπισμένοι. Και ίσως γενναίοι ή αδαείς. Υποψιάζομαι ότι η γενναιότητα και η άγνοια πάνε χέρι χέρι. // Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. // Ήμασταν πολύ νέοι τότε κι όταν είναι κανείς νέος σπαταλάει τα πάντα επειδή πιστεύει ότι τίποτα δεν πρόκειται να τελειώσει. Και πολύ καλά κάνει. Όπως και να ‘χει, όταν γεράσεις, πάλι δεν θα έχεις τίποτα, όσο κι αν έχεις κάνει οικονομία.

Γραφιστικά: Μυθιστόρημα και διήγημα συγχέονται σε 3 μέρη με 20 ιστορίες το καθένα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλος τρόπος να ειπωθούν όλα αυτά, πέρα από την άγρια, μινιμαλιστική και κοφτερή αφήγηση. Με απλά λόγια, λιτές περιγραφές και σκληρές ατάκες, χωρίς το παραμικρό στολίδι, χωρίς «λογοτεχνίζουσες» περιγραφές. Συχνές επαναλήψεις, λογική συνέπεια της προφορικότητας του λόγου. Τον ανεβοκατεβάζουν ως Μπουκόφσκι της Καραϊβικής ενώ ο ίδιος αναγνωρίζει περισσότερες οφειλές στους Τρούμαν Καπότε και Ρέιμοντ Κάρβερ. Μην ξεχνάμε και τον Χένρι Μίλερ, φίλτατε Πέδρο.

Η Τσίτσα πέρασε όλη τη νύχτα χεσμένη από το φόβο της, ακούγοντας έναν μεγάλο και γεροδεμένο αρουραίο να ψαχουλεύει ανάμεσα στα κατσαρολικά. Ο αρουραίος συμπεριφερόταν με θράσος, λες και ήταν στο σπίτι του. Ερχόταν από το υπόγειο, από έναν παλιό και σάπιο σωλήνα. Ανέβαινε οχτώ ορόφους μέσα στο σωλήνα μέχρι να βγει στο φως. Τότε πηδούσε στην ταράτσα του κτιρίου και ριχνόταν στην ανασκαφή των άφθονων σκουπιδιών ή έμπαινε σε κάποιο από τα δωμάτια. Συνολικά πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα άτομα, αν όχι περισσότερα, στοιβαγμένα στα εφτά δωμάτια, τα οποία έχουν χτιστεί σιγά σιγά, σε διάστημα τριάντα χρόνων, στην ταράτσα. Αυτό εξασφαλίζει επαρκείς κρυψώνες και υπολείμματα φαγητού. … Στην πραγματικότητα, πίσω από εκείνο τον αθληταρά αρουραίο ανέβαιναν πολλοί ακόμη και τα βράδια γίνονταν οι άρχοντες της ταράτσας… Τελικά ξημέρωσε και η Τσίτσα σηκώθηκε να επιθεωρήσει τις απώλειες. Ο αρουραίος είχε ξεσκεπάσει την κατσαρόλα με τις πατάτες και τα φασόλια που είχαν περισσέψει. Το έφαγε σχεδόν όλο και, σαν να μην έφτανε αυτό, έχεσε και πάνω στο τραπέζι…Η Τσίτσα ήταν πάντα βρομιάρα και ατημέλητη αλλά αυτό πια πήγαινε πολύ. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της. Έβγαλε έξω την κατσαρόλα και την γέμισε νερό… (σ. 460-461)

Συντεταγμένες: Pedro Juan Gutierrez, Trilogia sucia de la Habana, 2005. Στα ελληνικά: Μτφ.: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Μεταίχμιο, 2006. 485 σελ. συν άλλες 5 με σημειώσεις της μεταφράστριας.
Πρώτη δημοσίευση εδώ.
0 Σχόλια to “Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες – Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας”