
Το όνειρο μου άφησε μια τέτοια αίσθηση απώλειας, που κατάλαβα πως η ζωή μόνο στον ύπνο μπορεί πραγματικά να βιωθεί. Απασχολήσεις όπως πλύσιμο, ντύσιμο, φαγητό και συζητήσεις μού φαίνονταν τόσο επίπονες, ώστε κι ο ήλιος νόμιζα πως ήταν ακίνητος στην τροχιά του. (…)
Όταν είδα φως στις λάμπες του δρόμου, πήγα στο κρεβάτι μου και σε πολύ λίγο χρόνο βρέθηκα πίσω στη Μεσοποταμία. Στεκόμουν όρθια στην κορυφή ενός λόφο και, ρίχνοντας μια ματιά πίσω κατά μήκος του δρόμου, είδα πάλι την πόλη, με τους τάφους να διακρίνονται καθαρά σε απόσταση. Μπροστά μου ο δρόμος συνεχιζόταν σαν μια σκονισμένη κορδέλα, που τα όριά της σημαδεύονταν από σωρούς σπασμένων αγαλμάτων, ανάκατα με πράγματα και αντικείμενα χωρίς αξία, όπως μερικώς ξετυλιγμένες μούμιες σε διάφορα στάδια παραμόρφωσης, ζωγραφισμένα τραπέζια με αλφάβητα όλων των γνωστών και άγνωστων γλωσσών, βιβλία και πάπυροι απολιθωμένοι στη διάρκεια σπασμωδικών χειρονομιών των αναγνωστών τους, παλιά παπούτσια, σανδάλια και μπότες και μερικές στοίβες δοχείων και κάδων, υδρίες και πιάτα ολόκληρα ή σε κομμάτια.
Καθώς προχωρούσα κατά μήκος του δρόμου εξέταζα αυτές τις πλούσιες στοίβες σκουπιδιών, σταματώντας πότε-πότε για ξεσκάλισμα, αν κάτι τραβούσε το μάτι μου. Το πετούσα στο σάκο μου, αν μου άρεσε.
Καθώς προχωρούσα κατά μήκος του δρόμου εξέταζα αυτές τις πλούσιες στοίβες σκουπιδιών, σταματώντας πότε-πότε για ξεσκάλισμα, αν κάτι τραβούσε το μάτι μου. Το πετούσα στο σάκο μου, αν μου άρεσε.
Στην Μαρία Φακίνου
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 49”