Τελικά όλα και κάπου ανήκω, δικός μου δεν μπόρεσα να υπάρξω ποτέ.
1931 – 1972. Παιδί σε μονόχωρο προσφυγικό πλινθόκτιστο στην Καισαριανή, εθελοντής περίθαλψης στη Γυάρο του 50, δραστήριο μέλος αριστερών ομάδων της Καισαριανής και του Βύρωνα, σύλληψη το 1954 και τετραετής φυλάκιση σε Καλαμάτα και Αίγινα, στρατιωτική θητεία στα κατώτατα (ως μουλαράς), πλασιέ πλαστικών ειδών, εκτύπωση με δικά του έξοδα των πρώτων του συλλογών (ποιήματα και διηγήματα), μετακόμιση στον Βύρωνα, κριτική στάση απέναντι στο Κόμμα και ρήξη, καρκίνος από το 1969, ταξίδια στην Ευρώπη σαν κρυφτό απ’ τον θάνατο, το νοσοκομείο σαν δεύτερη φυλακή, ήττα στην άγρια του μάχη το 1972. Η έκδοση περιλαμβάνει οτιδήποτε έγραψε: διηγήματα (από τις συλλογές Τυφεκιοφόρος του εχθρού, Ο μπιντές, Το κοινόβιο), ποιήματα, (τρία) θεατρικά μονόπρακτα, μέρος από τα «κατάλοιπά» του (δημοσιευμένα στο περιοδικό Αντί).
Το τίμημα της επιλογής και της ιδεολογίας ήταν αμείλικτο και το αποδέχτηκε πλήρως. Μόνο που ο Χάκκας υπήρξε κριτής και κριτικός ακόμα κι εκείνης – κι αυτή είναι η μεγαλύτερη μοναξιά. Δεν μάσησε να βρίσκεται απέναντι σε όλους. Στην φυλακή διπλά φυλακισμένος καθότι απομονωμένος ως αιρετικός ακόμα κι από τους συγκρατούμενος και συναγωνιστές «με εντολή της καθοδήγησης». Στην κοινωνία απέναντι στον Νέο Μικροαστισμό και τον Θλιβερό Καταναλωτισμό. Στον εαυτό του, αγωνιζόμενος να παραμείνει συνεπής στις αρχές του, χωρίς να παραπετάξει την ατομικότητά του. Να πάψεις να μοιρολογείς, να βγεις πάνω από το μάταιο, να το υποτάξεις./Να μην πληγεί ο άνθρωπος από μια γελοία ασθένεια που λέγεται απογοήτευση.
Η ασθένεια τον βρίσκει στη μέση των κειμένων του Μπιντέ κι εκεί γίνεται η μεγάλη στροφή: από τον ρεαλισμό χυμάει σε γραφή πρωτοπρόσωπη, επιθετική, απροκάλυπτη, χύμα, εξομολογητική, σχεδόν λαχανιαστή, άναρχη και αναρχική, αφαιρετική, υπαρξιακή, σουρεαλιστική. Άλλωστε το γράψιμο ήταν «το μόνο όπλο που του μένει απέναντι στον θάνατο. Μια γραφή – παράταση που μπορεί να του κερδίσει χρόνο ζωής» έγραψε ο Παύλος Α. Ζάννας. Θυμωμένη που δεν έχει κι άλλο χρόνο να γράψει κι άλλα βιβλία, να πηδήξει κι άλλες γυναίκες.
Το Κοινόβιο κυκλοφόρησε την επομένη του θανάτου του – η Νανά Καλιανέση του Κέδρου σπίνταρε την έκδοση, του πήγαινε εξώφυλλα και διορθώσεις, με μάσκα του οξυγόνου εκείνος έμαθε τηλεφωνικά την έκδοση, δεν πρόλαβε να το δει. Είχε όμως ήδη κάνει λογοτεχνία τον θάνατο (του), είχε μιλήσει με το σώμα του, ακόμα και με την ασθένειά του: Το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα. Όχι που λένε να σταματήσω το κάπνισμα, μια λεπτομέρεια στις δυνάμεις που με σπρώχνουν προς το χαμό. Ανέκαθεν κάτι με πήγαινε στο χειρότερο, και τώρα που φούντωσε πια το κακό, δεν είναι να γίνω, στο κάτω κάτω δε θέλω να γίνω καλά, ας πούμε πως μ’ αρέσει το στήθος μου να βράζει τσουκάλι, ένα γατάκι που τονθορύζει στην αγκαλιά μου, μια συντροφιά μέσα στη νύχτα κι όταν ξυπνάω με παραστέκει.
Όταν το μέλλον στενεύει, το παρόν διευρύνεται –τώρα θα γίνουν όλα. Αυτός ο άνθρωπος επιτάχυνε τις γραφές του, για να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο της φυλακής και του στρατού πρώτα, να προλάβει το θάνατο μετά. Κουρασμένος, πανικόβλητος και καταταλαιπωρημένος αλλά διαυγής όσο ποτέ πνευματικά, συνέχισε να ανεβαίνει με την γυναίκα του στον Υμηττό και στη Μονή Αστερίου, κουβαλώντας την πολυθρόνα του, για να βλέπει και να γράφει… Από δω πάνω έχω μια τέτοια οπτική γωνία της ζωής, που έρχονται και με κατακλύζουν φράσεις πανέτοιμες, νοήματα αστραφτερά, κι αυτό διαρκεί για καιρό, μέρες, μήνες σε οργασμό, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να γράφω, χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι εγώ ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.
Μένω με την ονειρική επιθυμία του προς το τέλος: Να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο…Πάντως εγώ, απ’ όσο ξέρω και οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα…Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες τον κρατήρα…Εμείς μπορεί να μην καταφέραμε μεγάλα πράγματα στη ζωή μας, όμως γεμίσαμε φίλους…Από κει και η σκέψη για το κοινόβιο: Να μαζευτούμε για να χορτάσει ο ένας τον άλλον.
Εκδ. Κέδρος, 1978, 4η έκδ. συμπληρωμένη 2008, με εικόνες του Τάκη Σιδέρη και χρονολόγιο, 628 σελ.
0 Σχόλια to “Μάριος Χάκκας – Άπαντα”