Chumbawamba – ABCDEFGH (No Masters, 2010)

 

Παίρνω οριστικό συναισθηματικό διαζύγιο από τους Chumbawamba και δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ. Δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει την σημερινή, προφανώς κατακουρασμένη μπάντα μ’ εκείνη την σπάνια περίπτωση που με συγκλόνισε 25 χρόνια πριν. Ακόμα θυμάμαι τις αλληλογραφίες μας, το δισέλιδο αφιέρωμα στο Rollin Under (όταν πρωτοκατάλαβα ότι οι λέξεις μου κάθονται δύσκολα και σηκωνόμουν απ’ το γραφείο να ξαναχτυπηθώ με τις λαχανιαστές εναλλαγές τους), την κατατεθειμένη πρόθεσή μου να τους μοιράσω παντού, την έκπληκτη απορία μου γιατί τέτοιες περιπτώσεις παραμένουν άγνωστες στην εγχώρια πολιτικώς «προοδευτική» νεότητα. Ανάμεσα στις αδιάφορες μουσικές συμπληγάδες του επιθετικού πολιτικού τραγουδιού (καταθλιπτικό χάρντκορ και πανκ από τη μια, νερόβραστη φολκ από την άλλη, συν τα ανεξέλικτα global ethnic και hip hop) οι Chumbawamba είχαν την ιδανικότερη πρόταση: οι φλογερές στιχομυθίες τους εκτοξεύονταν με την πιο σαγηνευτική μουσική που διέτρεχε όλα τα απαραίτητα είδη: πανκ, ποπ, μπαλάντα, φολκ, ντανς – και λίγα λέω.

Ο 17ος δίσκος τους παίρνει όπως συνήθως ένα θέμα (εδώ είναι η μουσική, έτσι γενικά) και του αλλάζει τα φώτα με «αιρετικές» ματιές και εξωφρενικές πολιτικές ιστορίες από πίσω. Αλλά τι να το κάνεις όταν ήδη τα τελευταία χρόνια συνθετικά πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο και οι δίσκοι τους μοιάζουν με ένα ενδιαφέρον πολιτικό δημοσιογραφικό ένθετο; Ποιος ο λόγος να τους ακούσεις όταν μπορείς να τους διαβάσεις και ακόμα περισσότερο όταν να βρεις άφθονες ιστορίες πολιτικής παράνοιας σε πλείστους όσους δίσκους; Τι νόημα έχει ας πούμε εδώ να διαβάσουμε για την χιλιοειπωμένη ιστορία «Στάλιν εναντίον Σοστακόβιτς», τις μνήμες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, την περίπτωση του συγκροτήματος του κομμουνιστικού κράτους που του αφαιρέθηκε κάθε ίχνος ότι υπήρξε (περίπτωση που αναφέραμε στο κείμενο για το Stasiland της Anne Funder), το κράξιμο για το δεξιό British National Party που προσπαθεί να οικειοποιηθεί την αγγλική φολκ για να περάσει τις ρατσιστικές του κορώνες;

Και μια και λέμε για φολκ, η συνεργασία με διάφορους τέτοιους μουσικούς και τους No Masters Collective κάνει ακόμα πιο νερόβραστο τον λαπά τους. Φτάσαμε στο 2010 για να πολιτικοποιούμαστε μέσω φολκ;;; Η βαρετή, σχεδόν ακαπελλοειδής σήμα κατατεθέν γυναικεία τους ερμηνεία κλαψομουνιάζει αφόρητα στα You don’t exist και Missed ενώ τα New York Song και Dance Idiot Dance δεν είναι παρά ιρλανδική τραγουδοποιία που βρίσκεις σε οποιοδήποτε παραδοσιακό ή μη δίσκο. Τι ειρωνεία, ο τίτλος ενός τραγουδιού χαρακτηρίζει κάλλιστα τα υπόλοιπα: That Same So-So Tune.

Ο δίσκος όμως γίνεται ιδιαίτερα εξοργιστικός όταν αρχίζουν εκείνο το θλιβερό δήθεν στρατιωτικο – πατριωτικό εν είδει παρωδίας των εθνικών τραγουδιών της αυτοκρατορίας marchάρισμα. Τα Singing out the days, The song collector, Wagner at the Opera δεν κάνουν ούτε για αυτοσχέδια τραγουδιστική διαμαρτυρία του δρόμου. Ίσως για καμιά επετειακή εκδήλωση νηπιαγωγείου. Βρε μπας και, τώρα που το σκέφτομαι, εδώ δεν υπάρχει καμία παρωδία, αλλά απλώς γουστάρουν το συγκεκριμένο είδος; Γιατί και πανεύκολο είναι, και έχει την επίφαση της κοροϊδίας, αλλά και ταιριάζει στο εμβατηριακό στιλάκι που λατρεύουν όλες οι στρατευμένες μουσικές, από την μια άκρη ως την άλλη (ένα ακόμα κοινό σημείο των άκρων). Εκτός αν αυτό το τριπλό μαρτύριο ανακαλεί τα αλλοτινά «επαναστατικά» τραγούδια (εφόσον μοιάζει με το παλαιότερο English Rebel Songs τους), μόνο που τότε υπήρχε το άλλοθι της κατάθεσης ιστορικών τραγουδιών – ντοκουμέντων (αν και μουσικά εξίσου αβάσταχτων – δεν γνωρίζω κανέναν που ακούει ολόκληρο εκείνο τον δίσκο σήμερα – άλλο αν τον τοποθέτησε ευλαβικά στο ράφι).

Υπάρχει «πιο κάτω» πιο κάτω; Φυσικά: το Ratatatay θα μπορούσε κάλλιστα να βγαίνει από την σειρά των παιδικών δίσκων για τα χρώματα που διαφημίζει το Alter. Το μέγιστο γέλιο βέβαια γίνεται με το Torturing James Hetfield, που αφορά τις δηλώσεις του Μετάλλικου πως θα επιθυμούσε τα τραγούδια του ν’ αποτελούν μουσική υπόκρουση στο Γκουαντάναμο. Οι φίλοι μας αντιστρέφουν τους όρους, βάζουν τον James στην θέση των βασανιζόμενων και απαντούν με τους βαθυστόχαστους στίχους: James, James, James, give us names, names, names. Τι να πω, ο James θα χάσει τον ύπνο του μετά απ’ αυτό. Κανείς δεν σκέφτηκε πως αυτός ο διακαώς επιθυμών διαφήμιση θλιβερός περιφερόμενος έκανε την «τελευταία ευκαιρία για δημοσιότητα» δήλωση της χρονιάς; Και αν θυμάμαι καλά οι C. κάποτε αποκάλυπταν κρυμμένες φασιστικές συμπεριφορές, όχι γνωστές τοις πάσι δημόσιες δηλώσεις!

Τα μόνα που αξίζουν εδώ μοιάζουν με αντιγραφές παλαιότερων αντίστοιχων (Voices That’s All και Hammer Stirrup And Anvil). Τόση βαρεμάρα για σύνθεση, όταν θες να φωνάξεις για μερικά πράγματα είναι αδικαιολόγητη. Θα έκανα τα πάντα για τους προσλάβω στο New Left Review, αλλά δεν θα έδινα ούτε σεντ να τους έχω στην εταιρεία μου. Εδώ και καιρό chumba καίει η wamba. Ούτε για ρέκβιεμ στους τάφους των συντρόφων σας, σύντροφοι.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr. Παλαιότερα προσωπικά κείμενα για τους Chumbawamba βλ. εδώ κι εκεί.

 

Γκορ Βιντάλ – Μεσσίας

Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει την τυραννία. Περιμένουν από τις κυβερνήσεις να διεκδικήσουν τις ψυχές τους, κι έχουν παραιτηθεί από την ευθύνη της λήψης αποφάσεων σε πλείστα όσα επίπεδα, από αγάπη για την ασφάλεια. (σ. 181)

Βρίσκομαι στον πειρασμό να ομολογήσω πως η ιστορική αλήθεια είναι ανέφικτη – Μόνο η κρίση για την οποία θα κάνω λόγω υπήρξε αληθινή λέει στις πρώτες σελίδες o αφηγητής Ευγένιος Λούθερ, καθώς αντικρίζει την έρημο της άνυδρης Λιβύης απ’ το παράθυρό μιας πανσιόν στην Άνω Αίγυπτο. Οι μέρες του λιγοστεύουν κι εκείνος ετοιμάζεται να επιχειρήσει την σκιαγράφηση κάποιου που ντύθηκε με αληθοφάνεια στην ιερή ιδέα που ακόμα φέρει το ηχηρό και αρχαίο της όνομα: θεός. Έχουν περάσει πενήντα περίπου χρόνια από «τα συμβάντα», από την εποχή του Τζόν Κέιβ (aka J.C.). Η ήττα του φόβου είναι η μοναδική νίκη των γηρατειών του, κι ας συντρίβεται όταν μαθαίνει από κάποιον επισκέπτη πως δεν αναφέρεται καν στην Διαθήκη, που κάποτε είχε ο ίδιος γράψει, πως η ύπαρξή του έχει διαγραφεί κι είναι σαν να μην έχει ζήσει ποτέ.

Δυο πρόσωπα τον εισάγουν στον κόσμο του Κέιβ (πρώην βοηθό εργολάβου κηδειών στην Ουάσινγκτον): η φίλη του Κλαρίσα που ισχυρίζεται πως είναι χιλίων διακοσίων ετών και περιγράφει συναντήσεις με ακρίβεια, χωρίς καμία ικανότητα επινόησης και η συνομίληκή του Άιρις από την οποία ελκύεται σφοδρά. Παρά τις προκαταλήψεις τους για τους χιλιάδες προφήτες και σωτήρες που υπάρχουν σε κάθε χώρα κι εποχή, τους εν Αμερική μανιακούς με τη θρησκεία και τους ρήτορες υπνωτιστές, μπαίνει στο παιχνίδι. Δεν παραδέχεται την αυθεντία κανενός σ’ ένα επίπεδο όπου όλοι ανεξαιρέτως έχουν άγνοια, αν και γνωρίζει πως τα ανθρώπινα όντα μπορεί να πειστούν για το οτιδήποτε. Εκείνη την εποχή γράφει ένα βιβλίο για τον Ιουλιανό (ενδιαφέρον αυτοαναφορικό στοιχείο, εφόσον ο Βιντάλ λίγα χρόνια μετά εξέδωσε το συναρπαστικό ομότιτλο βιβλίο) και το τέλος των θεών, άσχετα αν μερικοί εξ αυτών επέστρεψαν στον Χριστιανισμό με διαφορετικά ονόματα – στοιχείο που θα παίξει τον ρόλο του στην ιστορία.

Όταν ο Κέιβ κηρύσσει, οι λέξεις φορτίζονται με νέα πνοή κι οι ακροατές αισθάνονται ως μέρος ενός όλου αντί για μεμονωμένα λογικά όντα. Ένας τύπος που έρχεται από τα βουνά μ’ ένα μήνυμα: ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Να συναντήσουμε τον θάνατο με την ίδια γαλήνη που συναντήσαμε τη ζωή. Να πεθάνουμε χωρίς φόβο, να υποδεχτούμε με χαρά τον μακρύ, ανονείρευτο ύπνο. Ο θάνατος και η ανθρώπινη αποδοχή του, ιδού ο πυρήνας της νέας θρησκείας. Αν ο Καντ, οι Γνωστικοί, οι ανατολικές θρησκείες ή άλλοι συγγραφείς το είπαν νωρίτερα, τότε ήταν κατά βάθος πραγματικοί Κεϊβίτες! Επιτέλους, έφτασε το τέλος του φόβου!

Ο Κέιβ αδυνατεί να γράψει οτιδήποτε και αρνείται να μαγνητοφωνούνται τα μηνύματά του. Στις ομιλίες του προσλαμβάνει κάτι απ’ αυτούς που τον ακούνε – σαν δυο λοβοί στον ίδιο εγκέφαλο. Μέσα στον καθένα υπάρχει κάτι που αφυπνίζεται και ξυπνά με το άγγιγμα του Κέιβ. Ο αφηγητής καλείται να συντάξει μια βασική ιστορική και θεωρητική Εισαγωγή κι εφόσον τα πάντα έχουν γραφτεί, απλώς μετασκευάζει τις γνώσεις του. Εφόσον δεν είναι ούτε μαρξιστής, ούτε χριστιανός ούτε φροϋδιστής έχει λιγότερες αποσκευές να ξεφορτωθεί (χε, ειρωνεία). Η εταιρεία ονομάζεται Κέιβιτ Α.Ε. και διευθύνεται από την τριάδα με τον άβουλο και περιορισμένης μόρφωσης Κέιβ στην κορυφή. Η ευρύτερη ομάδα περιλαμβάνει διαφημιστή, επικοινωνιολόγο και ψυχοθεραπευτή. Μια Ομάδα Πίστης αναλαμβάνει την ψυχολογική κατήχηση των μαζών. Ο αφηγητής βέβαιος για το γελοίο του πράγματος και την αποτυχία του εμπλέκεται βαθιά στην ιστορία. Πειραματισμός; Περιέργεια για τα όρια; Κρυφή γοητεία;

Πώς θα διαδοθεί η θρησκεία; Με μια ημίωρη εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή. Με την δημοσίευση της προσωπικής του ιστορίας σ’ ένα από τα περιοδικά του συρμού. Μερικοί δυνατοί σπόνσορες, αλληλογραφία της Ομάδας με τον κόσμο, αποφυγή συνέντευξης με δημοσιογράφο, για να μην στριμωχτεί. Και μια ευφυής ιδέα: όχι ανταγωνισμός με τις άλλες θρησκείες. Ο Κέιβ, μια φυλετική, λαϊκή πατρική φιγούρα θα αποδέχεται τους πάντες και θα γίνεται προϊόν των δικών τους μυστικών φόβων κι αναστολών. Οι μετοχές εξαφανίζονται αμέσως, οι εισφορές εκτοξεύονται στα ύψη. Κεϊβιτικά κέντρα ιδρύονται στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Φυσικά η πολιορκία των δημοσιογράφων και η αντίδραση των εκκλησιών δεν αργούν, ούτε οι μαζικές αυτοκτονίες, η δημιουργία ιδανικών χώρων αυτοχειρίας, η πολιτική εμπλοκή, η θεοποίηση του ενός δια του θανάτου του. Η προκάτ θρησκεία θα περάσει σαν οδοστρωτήρας πάνω απ’ όλους.

Για άλλη μια φορά ο Βιντάλ θαυματουργεί. Βασισμένος σε μια περίφημη ιδέα, την βγάζει εις πέρας σ’ ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα (γραμμένο στα 29 του!), με αρχή, μέση, τέλος, χαρακτήρες, διαλόγους, εναλλάξ κινήσεις στο παρόν και στο παρελθόν, με φιλοσοφία για τα πάντα και απομυθοποίηση για όλα. Ένα ακόμα βιβλίο με το οποίο εδώ δεν ασχολήθηκε κανείς (αν κρίνω από την βάση δεδομένων του βιβλιονέτ αλλά και την προσωπική μου μνημονέτ) με εξαίρεση το ιστολόγιο του Librofilo.

Ο Βιντάλ εκφράζει από την αρχή την βεβαιότητα πως κάποια στιγμή όλα τα σύγχρονα έθνη θα λατρεύουν έναν αμερικανικό θεό, για το οποίο θα έχουν γραφτεί πολλά στις εφημερίδες, και τα εικονίσματά του δεν θα είναι παρά φωτογραφίες. Όπως λέει κι ένας χαρακτήρας του: Όλα εκείνα τα θλιβερά εκατομμύρια που καίγονται να πιστέψουν κάπου, θα τον βρουν ό,τι πρέπει για την περίπτωσή τους και αλλού: Οι λέξεις δεν αποτελούν ποτέ οικείο έδαφος για τη μεγάλη μάζα, η οποία προτιμά τις εύπεπτες εικόνες ακόμα και από το προσφυέστερο κείμενο.Και ήταν 55 χρόνια πριν….

Εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2006, μτφ. Δημήτρης Ελευθεράκης, επιμ. Κώστας Βλησίδης, 316 σελ. (Gore Vidal, Messiah, 1954).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr