Εντευκτήριο τεύχος 89 (Απρίλιος – Ιούνιος 2010)

 

Αντίκρισες την Ιστορία με την μυθοπλασία για άλλη μια φορά, δείχνοντας πως η λογοτεχνία έχει δόντια, νύχια και εκτόπισμα. Καταπίνει την Ιστορία, φωτίζει τη στιγμή, δείχνει την πληγή με το δάχτυλο. Είναι παμφάγα τέχνη γράφει/λέει η Σοφία Νικολαΐδου στην προφορική της επιστολή προς τον απόντα Τάσο Χατζητάτση, στην προς τιμήν του εκδήλωση του Underground Εντευκτηρίου. Ξέρω πως κάποιοι μισοδιαβασμένοι ή παντελώς αδιάβαστοι σε χαρακτήρισαν «μεταμοντέρνο» Υποθέτω δεν έχουν διαβάσει Οδύσσεια. (…) Αυτό το άτιμο, το χωρίς κανόνες παιχνίδι είναι λογοτεχνία. / Οι ήρωές σου δεν έχουν απλώς ονοματεπώνυμο. Έχουν ζωή, παρελθόν, πρόσωπο και φωνή. Κι αυτή είναι, ίσως, η μπαγκέτα σου. Η ριψοκίνδυνη ισορροπία ανάμεσα σ’ έναν πεζογραφικό ρεαλισμό, που πάει κόκαλα, και στο αιφνίδιο πέταγμα του ποιητή συνεχίζει η συγγραφέας, πιστή στην ζωή των βιβλίων και την ανελέητη δικαιοσύνη της τέχνης, η πραγματική ζωή της οποίας, επιμένει, αρχίζει μετά θάνατον.

Οι αφιερωμένες Σελίδες για τον Τάσο Χατζητάτση (1945 – 2008) περιλαμβάνουν και το εκτενέστατο δοκίμιο της Μαίρης Μικέ. Συνοδοιπορία του προσωπικού με το πολιτικό και αδιάκοπη συνύφανσή τους, διακυμάνσεις στις ζωές των ανθρώπων από τις συνέπειες της αιματοσταγούς ιστορίας, μονόλογοι πολλαπλών αφηγητών, ποικίλες εστιάσεις και οπτικές γωνίες, ανάμειξη υφών και συμπαρουσίαση αφηγηματικών γλωσσών, ανάδειξη συγκρουσιακών φωνών του παρελθόντος, συνεχής αναθεώρηση και ανακατασκευή του παρελθόντος, μια διαρκής διαδικασία επανερμηνείας: ιδού ορισμένα μόνο από τα στοιχεία της συναρπαστικής γραφής του συγγραφέα που πρωτογνωρίσαμε χάρη στις εκδόσεις του Εντευκτηρίου (Έντεκα σικελικοί εσπερινοί (1997), Στη σφενδόνη (2000)) και παρά την ολιγόχρονη παρουσία του (μια δεκαετία περίπου) άφησε ένα ευδιάκριτο λογοτεχνικό στίγμα.

Κυρίες και Κύριοι/Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ τον εθισμό μου/Είμαι κλεπτομανής/Κλέβω το οξυγόνο των λέξεων/Εισπνέω τις φωνές τους/Γιατί μόνον έτσι αναπνέω γράφει η Έλσα Κορνέτη στην Ποίηση δωματίου και η χορεία των ποιητών συμπληρώνεται από τους Χριστόφορο Λιοντάκη, Δημήτρη Λεοντζάκο, Ανθή Μαρωνίτη, Lou Andreas – Salomé, Κώστα Ριζάκη και Χλόη Κουτσουμπέλη. Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (με απόσπασμα από μέλλον μυθιστόρημα), Άκης Δήμου, Μαρία Καραγιάννη, Μαρία Κουγιουμτζή, Βαγγέλης Μπέκας, Άκης Παπαντώνης, Sam Sephard, Mark Sluka γειτνιάζουν στις πεζογραφικές σελίδες. Εκεί ο Τάσος Καλούτσας μας προσφέρει μια δια παιδικών ματιών αφήγηση των εγκαινίων του σιδηροδρομικού σταθμού της Περσεφόνης Σερρών από τον βασιλιά και ο Σπύρος Καρυδάκης μια σκληρή ιστορία μεταναστευμένης ζωής.

Στις φωτογραφίες της Marialba Rousso (Ερημίας οικειότητα) η μελέτη του τοπίου πράγματι αποτελεί «πρόσφορο έδαφος για την ανάδειξη μεταφορών και συμβολισμών», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παρουσιάζει από την συλλογή του ελληνικές εκδόσεις στην Θεσσαλονίκη επί τουρκοκρατίας και ο Αλέξης Ζήρας επιστολές από βορειοελλαδίτες ποιητές από το αρχείο του Νάσου Νικόπουλου (που δημοσίευε κριτικά κείμενα και άρθρα στην Επιθεώρηση Τέχνης, τον Νεοελληνικό Λόγο, τις Θερμοπύλες και επί μια δεκαετία στην Αυγή).

Μέχρι σήμερα το Πανδοχείο έχει αποφύγει να λερώσει το δάπεδό του με κούφιες ή κουφιοκέφαλες δηλώσεις πολιτικών αλλά εδώ θα κάνει μια εξαίρεση, εφόσον τέτοια άγνωστα διαμάντια σπανίως μας χαρίζονται. Γράφει λοιπόν σε κάποιον Ριζοσπάστη του 1980 η Αλέκα Παπαρήγα: Μπορεί να σκεφθεί κανείς ποια θα είναι τα αποτελέσματα αν, π.χ., στις εργάτριες ενός εργοστασίου, από τα τοπικά σωματεία ή την Επιτροπή, έμπαινε κύριος στόχος η σεξουαλική απελευθέρωση ή σε ίση μοίρα με τα προβλήματα απασχόλησης. Οι περισσότερες από αυτές, αν όχι όλες, θα μετέφεραν την πάλη τους από το εργοστάσιο στο σπίτι, πράγμα φυσικά που ταιριάζει απόλυτα με τα συμφέροντα, όχι μόνο της συγκεκριμένης εργοδοσίας αλλά και της άρχουσας τάξης και των μονοπωλίων…

Αθάνατοι ολοκληρωτισμοί, πόσο τρέμετε την ύπαρξη και μόνο του Ερωτισμού… Εις το εξής πάντως, για να μην αποσπώ τις α-δεξιές από τα αληθινά τους καθήκοντα, θα σχετίζομαι μόνο με δεξιές ερωμένες (όχι βέβαια με την έννοια του φερώνυμου μυθιστορήματος του Πάνου Θεοδωρίδη…). Και θα παρηγορούμαι με την απέναντι δημοσίευση μιας πληρωμένης, πανάκριβης, απάντησης ενός συντετριμμένου Διονύση Καψάλη, από έναν Πολίτη της ίδιας χρονιάς.

Η ύλη από άλλo σκόπευτρο, εδώ. Στις φωτογραφίες ο αγαπημένος συγγραφέας κι ένα τοπίο (της Μ. Rousso) που ταιριάζει στη γραφή του.

 

Εντευκτήριο τεύχος 88 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2010)

Ο Imants Ziedonis, σπουδαίος εν ζωή ποιητής της Λετονίας, έχασε εξαιτίας ενός εγκεφαλικού την ικανότητά του να γράφει και να διαβάζει, αλλά και να μιλήσει με ευκρίνεια. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να γράψει για την παιδική του ηλικία, βρίσκοντας πρόθυμη αρωγό την πεζογράφο Nora Ikstena. Η συνεργασία τους ήταν δύσκολη: φράσεις, παράγραφοι και κεφάλαια έπρεπε να δομηθούν με σπαράγματα λέξεων, με βρυχηθμούς, με απεγνωσμένες κινήσεις. Με παρα-γλωσσικά και εξω-λογικά σημεία. Ο Κωνσταντίνος Μπούρας που συνάντησε την Ikstena και διάβασαν μαζί στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στην 2η Διεθνή Λογοτεχνική Συνάντηση στο Underground Εντευκτήριο στη Θεσσαλονίκη και στο Café Dasein στην Αθήνα μεταφέρει την σχετική εμπειρία ενώ το κείμενο της ίδιας («Το Ακαθόριστο Ήταν», από το φερώνυμο βιβλίο με τον Ziedonis) είναι συγκλονιστικό: έπρεπε να επινοήσουμε μια επικοινωνιακή γλώσσα, έτσι ώστε να μετασχηματίσουμε τα γεγονότα σε ιστορίες. (…) να αντλήσουμε από αποθέματα διαίσθηση που γνωρίζαμε ότι διαθέταμε, και, – συν τω χρόνω- προέκυψε ανάμεσά μας ένας ιδιότυπος επικοινωνιακός χώρος.

Ο ποιητής κάθισε μπροστά σε μια κενή σελίδα και προσπάθησε να γράψει το όνομά του. ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, κι όμως εκείνος χάραζε επίμονα τεθλασμένες γραμμές στο χαρτί […] Τότε η γλώσσα έμοιαζε να παλινδρομεί πίσω την εποχή όταν και εκείνη και ο ποιητής ήταν μόνο παιδιά.

Στην ευρεία αυτή Λογοτεχνική Συνάντηση, που προσκάλεσε συγγραφείς από το εξωτερικό, τους έφερε σε επικοινωνία με Έλληνες συναδέλφους τους και δημιούργησε έναν χώρο συνομιλίας για την λογοτεχνία αλλά και τοποθέτησε την ίδια τη λογοτεχνία στο προσκήνιο, διερευνώντας τη σχέση της με άλλες τέχνες και γνωστικά πεδία, μας εισάγει ο εμπνευστής της Χρήστος Χρυσόπουλος (σ.σ.: το Πανδοχείο παρουσίασε μια όψη της εκδήλωσης και φιλοξένησε δυο ενοίκους της εδώ κι εκεί), ενώ δημοσιεύονται και οι λογοτεχνικές καταθέσεις των Ingrid Storcholmen, Gustav Murin, Ηλία Μαγκλίνη, Χάρη Βλαβιανού και Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Ένα άλλο εκτενές κείμενο μου προκάλεσε μεγάλη ικανοποίηση, και όχι μόνο για το περιεχόμενό του. Ο Μένης Κουμανταρέας («Πες μου ποιους διαβάζεις να σου πω ποιος είσαι») προβαίνει σε μια παρουσίαση αλλά και προσωπική ανάγνωση ενός βιβλίου του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου (Αποκείμενα, Νεφέλη 2000). Να λοιπόν που σε πείσμα της μανιώδους εξάρτησης της παρουσίασης ενός βιβλίου από την ημερομηνία κυκλοφορίας του, δεν αφιερώνονται απλώς σελίδες βιβλιοκριτικής (ούτως ή άλλως το Εντευκτήριο και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά το κάνουν) αλλά και ένα πολυσέλιδο κείμενο. Για τον Κουμανταρέα το παρόν ανήκει στα «βιβλία που πέφτουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης, παραπονεμένα που έμειναν σκονισμένα κι αδιάβαστα» κι έτσι ξεκινά έναν κανονικό διάλογο με τα κείμενα, προβαίνει στην δική του κατάταξη σε αυθαίρετες, όπως γράφει, ενότητες, αντιπαραθέτει την δική του γνώμη για τους παρουσιαζόμενους από τον Η.Χ.Π. (από τον Όμηρο Πέλλα στον Νάσο Θεοφίλου κι από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Νίκο Επισκοπόπουλο στον Σκαρίμπα, τον Μποστ, τον Πεντζίκη) αλλά και τις προσωπικές του μνήμες από εκείνους, όπου υπάρχουν. Για να προσθέσω και την δική μου γνώμη στο βιβλίο που αγόρασα 4-5 χρόνια πριν και πραγματικά απόλαυσα τα κείμενα και τη γραφή, συμφωνώ με τον Μ.Κ: μοιάζει τούτος ο τόμος με δονκιχωτική χειρονομία προς μια λογοτεχνία άγνωστη ή φθίνουσα και προς μια γλώσσα που σχεδόν κανείς δεν γράφει πια και δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει και ομολογώ πως κι εμένα με έβαλε τότε σε πειρασμό ν’ αναζητήσω κάποιους από εκείνους τους συγγραφείς.

Το τεύχος περιλαμβάνει ακόμα, μεταξύ άλλων, έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα φάκελο για την Σύγχρονη Κολομβιανή Ποίηση (με εισαγωγή και μετάφραση ποιημάτων Γιάννη Καράτζογλου), διηγήματα των Μαρίας Κέντρου – Αγαθοπούλου, Ελιάνας Χουρμουζιάδου, Νόρας Πυλόρωφ – Προκοπίου, Κωνσταντίνου Ματσούκα, ποίηση των Μιχαήλ Μήτρας, Γιάννη Γκούμα, Μυρτώς Αναγνωστοπούλου και τις φωτογραφίες – «δευτερόλεπτες εικόνες» του Στράτου Ντόντση.

Αναχωρούμε με τον απόηχο του Γιώργο Βέλτσου ο οποίος, μιλώντας στην Ανάμνηση της Γιώτας Κραβαρίτου κι έχοντας νωρίτερα συλλαβίσει το ερώτημα «τι δεν [της] επέτρεψε να γίνει η καλλιτέχνιδα που όφειλε να γίνει» προσπαθεί να επανεναρμονιστεί με το θεσσαλονίκειο σώμα αλλά η επιστροφή εδώ, στην Θεσσαλονίκη, δεν συντελείται. Κάθε φορά που, με ένα κείμενο, νομίζω πως επιστρέφω, ίδιος με τότε, τα μεγάφωνα του σιδηροδρομικού σταθμού, λίγα μέτρα πιο κάτω, αναγγέλλουν ότι έχω φύγει προ πολλού.

Στις φωτογραφίες: Imants Ziedonis, Nora Ikstena και μια «δευτερόλεπτη εικόνα» από την Ισπανία.