Αρχείο για 12 Απριλίου 2011

12
Απρ.
11

Χιλέλ Μίτελπουνκτ – Σκουλήκια (Driver/Painter)

 Θέατρο Λόγου και Τέχνης 104 των εκδόσεων Καστανιώτη

Μια καλοντυμένη γυναίκα, ευπρεπής και άκαμπτη, μπαίνει με μια βαλίτσα στο χέρι σ’ ένα βρώμικο, σχεδόν παρατημένο σπίτι. Την λένε Μίρα και ήρθε να μείνει στο σπίτι του αδελφού της Άλεξ, τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του. Πάνω στο τραπέζι και δίπλα σε μισοάδειο μπουκάλι κοιμάται ο Άαρον, πρώην οδηγός φορτηγών, που ζει και εργάζεται στη φάρμα του φίλου του Άλεξ. Ο τελευταίος τον είχε σώσει από την δραματική αμνησία ενός ατυχήματος, όταν έριξε το φορτηγό του σ’ έναν τοίχο. Μαζί ξεκίνησαν μια βιοτεχνία μεταξιού: τα σκουλήκια είναι πανταχού παρόντα/απόντα στον περίγυρο του σπιτιού. Η Μίρα πιστεύει ότι το σπίτι της ανήκει: εκεί μεγάλωσε, εκεί επιστρέφει για να πεθάνει από ανίατη ασθένεια. Ο Άλεξ ισχυρίζεται ότι το έχει αγοράσει απ’ τον συνέταιρο φίλο του και δεν μπορεί να παρατήσει την αυτοσχέδια επιχείρησή του.

Δυο απόλυτα άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, ο φορτηγατζής και η ζωγράφος, θα πρέπει να πολεμήσουν γι’ αυτό που θεωρούν σπίτι τους. Δυο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες θα πρέπει να συμβιώσουν μέχρι να καταλήξουν σε μια λύση. Εκείνη έζησε στον πλούτο, εκείνος στο απόλυτο τίποτα. Εκείνη συνομιλεί με το πρότυπό της, τον Μιχαήλ Άγγελο, εκείνος με τις ραδιοφωνικές φωνές. Εκείνη ασκεί την τέχνη της ζωγραφικής, εκείνος καταγράφει τις μικρές, ταπεινές του αλήθειες σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο σημειωματάριο. Συγκρούονται, φιλονικούν, εκτοξεύουν επιχειρήματα και απειλές. Εκείνη τρεμουλιάζει σε κάθε διαμάχη, αποκαλύπτει εμμονές και παθολογίες. Για εκείνον ακόμα και η φιλονικία μαζί της είναι μια ευπρόσδεκτη συζήτηση. Γιατί είναι ούτως ή άλλως ένα ανθρώπινο ερείπιο, που τρεκλίζει μέσα στην τρώγλη του, καταφαγωμένος από τη μοναξιά. Οι επιθέσεις εναλλάσσονται. Όταν ο ένας κινείται απειλητικά προς την επικράτεια του άλλου, ο άλλος λουφάζει αμυνόμενος και οπισθοχωρεί σιωπηλός. Κάποια στιγμή η γροθιά του θα φτάσει ελάχιστα χιλιοστά πριν το πρόσωπό της, αλλά θα συγκρατηθεί, απόλυτα αξιοπρεπής μέσα στην αθλιότητά του. Τα μάτια του παραμένουν διαρκώς μισόκλειστα, σα να τον ενοχλεί το φως της ζωής.

Και κάποια στιγμή ο Άαρον αρχίζει να εξομολογείται. Υπερηφανεύεται που επιβίωσε μετά την αυτοκτονική κούρσα κι επανέφερε τη μνήμη του. Που «ό,τι ξέρει, το ξέρει απ’ το ραδιόφωνο». Ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνει τις γλώσσες, του αρκεί ν’ ακούει τους ανθρώπους να τις μιλάνε κι έτσι νοιώθει λιγότερη μοναξιά. Και η καλύτερη ώρα της μέρας το μοναχικό του φαγητό στο άθλιο εστιατόριο των φορτηγόδρομων. Εκείνη αρνείται να παραδεχτεί πως δεν είναι παρά μια φαντασμένη ζωγράφος, άφραγκη και καταχρεωμένη, που «ήρθε εδώ μετά από 25 χρόνια έχοντας μαζί της ένα τεράστιο τίποτα». Αλλά θα παραδεχτεί πως της μένει λίγος καιρός ζωής και πως θέλει να τον αφιερώσει στην ύστατη ζωγραφική της.

Μπορούν αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι να «συνυπάρξουν»; Να ζήσουν κάτω από την ιδία «στέγη», μοιραζόμενοι τα κοινά, αποδιώχνοντας τις διαφορές; Δεν χρειάζεται να διαβάσουμε πως ο Χιλέλ Μίτελπουνκτ (1949) είναι εβραϊκής καταγωγής για να αντιληφθούμε πως το έργο του δεν αγγίζει τις πλέον βαθιές ανθρώπινες σχέσεις (ακόμα και τον έρωτα) αλλά και εκτοξεύεται σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές σφαίρες. Ποιος ορίζει μια διεκδικούμενη επικράτεια, τι ανήκει σε ποιον και από πότε, ποιες πράξεις είναι νομικές, ηθικές ή ανθρώπινες, τι είναι δίκαιο και τι άδικο; Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Athens Review of Books ο Άμος Όζ (βλ. εδώ) έλεγε: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους είναι μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο δίκιο και στο δίκιο, ανάμεσα σε δυο λαούς που διεκδικούν το ίδιο οικόπεδο, που ανήκει και στους δυο. Πρόκειται για μια τραγωδία με την αρχαία σημασία της λέξης. Η μόνη λύση είναι η ίδια λύση που βρήκε η Τσεχοσλοβακία, να χωριστεί ειρηνικά σε δυο κράτη έχοντας βέβαια επίγνωση πως ο ιστορικός συμβιβασμός θα είναι επώδυνος και στις δυο πλευρές και η μοιρασιά της χώρας θα είναι δύσκολη και τρομακτική».

Η Μίρα ακόμα και στην κατάρρευσή της θα παραμείνει καλλιτέχνης και θα μεταδώσει τα μυστικά της στον Άαρον. Θα προσπαθήσει να τον μάθει «να μην ταυτίζεται και να ζει τη ζωή των άλλων», «να μην ζει την αρρώστιά της αντί για εκείνη». Θα βρεθεί «με καλή παρέα, μέρος πια το σημειωματάριού του». Κι εκείνος θα γίνει τα δικά της μάτια, χέρια και πόδια, σε μια τελευταία αλλά απόλυτα συντριπτική νίκη της ζωής τους. Οι δυο ηθοποιοί τιμούν επί μιάμιση ώρα δυο τραγικούς και τραγικά δύσκολους ρόλους.

Παίζουν: Τάσος Νούσιας, Μαρλένε Καμίνσκι, σκηνοθ.: Μάνος Πετούσης, μτφ., βοηθ. σκηνοθ. και μουσ.: Κωνσταντίνος Καγιάννης, σκην. – κουστ.: Κώστας Μπότσος, φωτ.: Ανδρέας Μπελής / Θεμιστοκλέους 104, 210 3826185 / Ηλεκτρονικό επισκεπτήριο με όλα τα στοιχεία των συντελεστών και της παράστασης εδώ./ Τετ-Πέμ.-Παρ. 21:15 έως 7/5, σε Θεσσαλονίκη από 18-28/5.

 [Hillel Mittelpunkt – Driver/Painter, 1988]

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.




Απρίλιος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  

Blog Stats

  • 1.138.761 hits

Αρχείο