Αρχείο για 18 Απριλίου 2011

18
Απρ.
11

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 44. Φίλιππος Δρακονταειδής

Αγαπημένοι  παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Καθώς τα χρόνια περνούν, το τσουβάλι με τα βιβλία αδειάζει. Τώρα έχουν μείνει ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Ροΐδης, ο Καβάφης, ο Κάλβος, ο Σολωμός. Μαζί τους ο Τσέχοφ και ο Λόρενς Στερν. Όλοι τους παλαιοί, δηλαδή σύγχρονοι.

Αγαπημένα παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Τα έργα του Γκι ντε Μοπασάν, του Καμύ, του Μάρκες, του Χουάν Ρούλφο (που είχα την τύχη να μεταφράσω και να μελετήσω). Ο Προυστ και ο Ντοστογιέφσκι με συνθλίβουν και δεν μπορώ να φτάσω στο τέλος των έργων τους, με εξαίρεση το «Έγκλημα και Τιμωρία», που έχω διαβάσει επανειλημμένα.

 Αγαπημένα διηγήματα.

Μου έρχονται στο νου οι «Χαλασοχώρηδες» του  Παπαδιαμάντη, «Το μόνο της ζωής του ταξίδιον» του Βιζυηνού και όλα τα λεπτουργήματα του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος  σύγχρονος νέος έλληνας  λογοτέχνης;

Δεν έχω  γοητεύσει κανένα νέο έλληνα λογοτέχνη, ούτε κανένας νέος έλληνας  λογοτέχνης με έχει γοητεύσει. Προσπαθώ ωστόσο να γοητευτώ. Προς το παρόν, οι σχέσεις είναι ψυχρές. Παρακολουθώ με ενδιαφέρον και περιέργεια τον Χρήστο Χρυσόπουλο, υπάρχει φιλία.

Σας ακολούθησε ποτέ κάποιος από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Δεν παύει και δεν πρόκειται να πάψει  να με ακολουθεί ο εκτελεσμένος πατέρας μου, πρόσωπο που με απασχόλησε στο βιβλίο μου «Σχόλια σχετικά με την περίπτωση». Καθώς είμαι πια σε ηλικία μεγαλύτερη από τη δική του, οι ρόλοι έχουν αλλάξει: σαν να τον έχω παιδί μου. Γράφω λοιπόν και ξαναγράφω το βιβλίο του, σε λίγο θα κλείσουν (υπολογίζω) πενήντα χρόνια τέτοιας επαφής. Συνεπώς, μαθαίνω νέα του και συμπληρώνω το βιβλίο του. Μέχρι θανάτου.

Αγαπημένος  και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Αγαπημένοι ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ. Ζηλευτός ο Μισέλ ντε Μονταίνι, αυτός ο λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός  του γραφείου σας/σπιτιού  σας;

Έχω γράψει σε γραφεία, ξενοδοχεία, καφενεία, εστιατόρια, χαμοκέλες, στις 30 χώρες όπου ταξίδεψα. Στην 31η όπου εργάζομαι, γράφω στο νοικιασμένο διαμέρισμά μου και στο γραφείο. Δεν έχω γράψει σε αεροδρόμια (εξαιρουμένου του αεροδρόμιου του Καϊρου, όπου έμενα 7 ώρες τράνζιτ προς Αντίς Αμπέμπα), επειδή χαζεύω τους ταξιδιώτες. Και δεν έχω γράψει κατά τη διάρκεια πτήσεων, επειδή τρέμω το αεροπλάνο.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού  παγιδεύετε τις ιδέες  σας;

Ομολογώ ότι έγραφα εύκολα και στη συνέχεια ντρεπόμουν σχεδόν για όσα είχα γράψει, οπότε η ευκολία έδινε τη θέση της σε συνεχείς αλλαγές, πολλές από τις οποίες αποφάσιζα περπατώντας και υποσχόμουν να πραγματοποιήσω, δυστυχής που, όταν καθόμουν να τις βάλω στο χαρτί, τις είχα ξεχάσει και τις αντικαθιστούσα με άλλες. Τώρα, η ανησυχία που μου προκαλεί ο γραπτός λόγος είναι έντονη και γράφω μετά από καθυστερήσεις. Ποτέ δεν «παγίδευσα» ιδέες, εκείνες έπεφταν στην άκρη της πένας, η οποία λειτουργούσε σαν μυγοσκοτώστρα. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι ιδέες δεν προσγειώνονται πια, αν και ο ήχος της πτήσης τους με ακολουθεί κάθε λεπτό.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή  τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Δεν έχω  τρόπο, ούτε διαδικασία, ούτε τελετουργία. Έχω όμως κακή διάθεση, ένα είδος πάθησης που προηγείται της συγγραφής. Κάποτε, ο ήχος της κλασικής μουσικής (με προτίμηση από το Γρηγοριανό μέλος ως το τέλος του Μπαρόκ) με καταπράυνε. Πάντα όμως, το τέλος της συγγραφής ήταν η συμπλήρωση μιας απώλειας, αλλά και μιας ανακούφισης πως είχα γλιτώσει από μία καταπίεση. Όσο για την ανάγνωση, διαβάζω ακόμα και τις πινακίδες των αυτοκινήτων, προσθέτω τους αριθμούς, τους διαιρώ.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων; 

Δεν μπορώ  να μιλήσω για τα βιβλία μου, ούτε να τα «παρουσιάσω». Επειδή, όπως είπα, τα γράφω και τα ξαναγράφω, δεν δημιουργείται εκείνη η απόσταση που επιτρέπει την αναγνώριση του περιεχομένου τους. Έχω την εντύπωση πως λένε περισσότερα από όσα κρίνω ότι λένε ή κάτι διαφορετικό από αυτό που υποθέτω ότι λένε. Ίσως, αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να πιστεύω πως ο συγγραφέας ο οποίος ξέρει τι έγραψε, είναι κακός συγγραφέας.

Η σχέση  μου με τα βιβλία μου είναι σχέση  κριτικής μέχρι σημείου αποκήρυξης. Έτσι, δεν κρατώ ως έργο μου παρά έξι μόνο τίτλους (αποκηρύσσοντας τους υπόλοιπους), που νομίζω ότι συνθέτουν ΕΝΑ βιβλίο αποτελούμενο από έξι «κεφάλαια». Έχω συνεπώς ένα «εξάμετρο». Κατά τρόπο που μου φαίνεται ανεξήγητος, το «εξάμετρό» μου χωρίζει τον εαυτό του σε δύο μέρη. Το πρώτο, που θα το ονόμαζα «βραχύ» αφορά στην Ελλάδα («Σχόλια σχετικά με την περίπτωση», «Στα ίχνη της παράστασης», «Προς Οφρύνιο»). Το δεύτερο, που θα το ονόμαζα «μακρόν» αφορά στον κόσμο και στην Ιστορία από το τέλος του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ου («Το μήνυμα», «Το άγαλμα», «Η πρόσοψη»). Και σαν αυτό το σύνολο να έχει ανάγκη «διακόσμου», περιβάλλεται από divertimenti («Ταξίδι ως την καταγωγή του κόσμου», «Ο ρινόκερος θα είναι εδώ» «Ανθολογία ανύπαρκτων συγγραφέων») και αστυνομικές ιστορίες, που είναι μάλλον κοινωνικές ιστορίες με αφορμή πολλά που είδα στις πολιτισμένες και υπανάπτυκτες χώρες όπου εργάστηκα και εργάζομαι.

Όλο αυτό το «πράγμα» βρίσκεται αποθηκευμένο στον υπολογιστή μου ως η πλέον πρόσφατη εκδοχή. Ωστόσο δεν έχει εκδοτικό ενδιαφέρον για μια συνολική έκδοση, που θα το έδειχνε ολοκληρωμένο. Βρίσκεται, πιστεύω, σε αναντιστοιχία με την εποχή μας. Έχω την ιδέα πως το λογοτεχνικό κατασκεύασμα απαιτεί ισορροπίες και τροπισμό προς το φως του πιθανού αναγνώστη, είναι εντέλει έξω από τον δημιουργό του. Δεν είναι εκ του περισσεύματος, αλλά εκ του υστερήματος. Και δίχως να πρόκειται για σύγκριση, είμαι «μια παλιά περούκα», όπως έλεγαν στον καιρό του τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ.

Δημοσιεύετε κατά καιρούς εκτενή κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Εργάζεστε  με συγκεκριμένο τρόπο;

Δεν είμαι  κριτικός της λογοτεχνίας. Όταν κάνω λόγο για κάποιο βιβλίο, είναι για  να πω τι κατάλαβα, πόσο το κείμενο με απασχόλησε, πόσο με δίδαξε. Οφείλω να αναγνωρίσω την υποστήριξη του Αλέξανδρου Κοτζιά, που μου παραχωρούσε όσον χώρο ήθελα στην «Καθημερινή», του  Δημήτρη Χατζή, που με συμβούλευε, των εκδοτών του «Διαβάζω», του  «Δέντρου», της «Λέξης», που μου έδιναν την ελευθερία να ασχοληθώ όποιο βιβλίο και όποιον συγγραφέα έκρινα σπουδαίο από την άποψη της τεχνικής και της εντιμότητας του λόγου του. Ήταν ακόμα μια μαθητεία.

Τώρα, τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν και δεν  έχω την ψυχραιμία να προσαρμοστώ στα ισχύοντα δεδομένα.

Ασχολείστε με την μετάφραση λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Ασχολήθηκα  με τη μετάφραση για να μάθω ελληνικά. Θεωρώ πως έπαιξα το παιχνίδι των λέξεων, ένα παιχνίδι που απαιτεί σκέψη και κόπο, αλλά σε ανταμείβει, επειδή η μετάφραση είναι πια έργο σου. Έτσι, ο Πεσόα, ο Ρούλφο, ο Κούντερα και άλλοι συγγραφείς της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής που μετέφρασα, επιμελήθηκα και προλόγισα είναι όλοι τους εγώ. Τέτοια σχέση δημιουργείται.

Μεταφράσατε μεταξύ άλλων Ραμπελαί και Μονταίνι. Αποτέλεσαν δική σας επιλογή; Τι σας έμεινε από την συγκεκριμένη σπουδή;

Έχω την  υποψία ότι υπάρχουν «εκλεκτικές  συγγένειες». Η ορμή της ζωής με σαγηνεύει, η υπερβολή του λόγου και του βίου είναι γνώρισμά μου. Έτσι,  καταπιάστηκα με τον Ραμπελαί. Η συμβίωσή μου με τον Μονταίνι αριθμεί τέσσερες δεκαετίες τουλάχιστον. Είναι συμβίωση με μια μοναδική προσωπικότητα της παγκόσμιας γραμματείας, με έναν παιγνιώδη, εκλεπτυσμένο, υπό διαρκή έλεγχο χαρακτήρα. Με τον Ραμπελαί, είμαστε δύο ζαβολιάρηδες. Με τον Μονταίνι, είμαστε δύο φίλοι. Όπως λέει ο ίδιος για τον φίλο του Λα Μποεσί, «εγώ είμαι αυτός». Μετέφρασα τα «Δοκίμιά» του και, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, κατάλαβα πως η μετάφρασή μου δεν ήταν στο ύψος του λόγου του. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές και να λάβω διδακτορικό δίπλωμα (από το Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, όπου ο Ραμπελαί φοίτησε και όπου η έδρα Αδαμάντιου Κοραή), αναζητώντας τις πηγές των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων στο έργο του Μονταίνι. Αυτή η διατριβή μου άνοιξε τα μάτια (θα έλεγα) για μια νέα μετάφραση των «Δοκιμίων», που ολοκληρώθηκε σε 5 χρόνια (το 2003).

Το θέμα δεν είναι τι μου έμεινε από  τέτοια σπουδή. Το θέμα είναι τι δεν μου έμεινε χάρη στον Ραμπελαί και στον Μονταίνι: δεν μου έμεινε λοιπόν η οίηση, δεν μου έμεινε η αυτάρκεια.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες  ηδονές;

Δεν υπήρξαν  δυσκολίες, ούτε ηδονή. Είχα διαρκώς την εντύπωση πως ανακάλυπτα ξένους κόσμους και με συνόδευε η απληστία του κονκισταδόρ και η προσοχή του εξερευνητή.

Έχετε γράψει πεζογραφία και δοκίμιο. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στα δύο; Βλέπετε κάποιο να επικρατεί του άλλου;

Ο Μανόλης Αναγνωστάκις με δίδαξε πως όταν έχεις πει όσα πιστεύεις πως είχες να πεις, τότε σωπαίνεις. Το χειρότερο ελάττωμα του λογοτέχνη είναι να λογοτεχνίζει εν ανεπαρκεία. Και ας μη γελιόμαστε: ξέρουμε πότε οι δυνάμεις μας δεν επαρκούν. Σε ό,τι όμως αφορά στον κόσμο που ζούμε, δεν θα πάψω να μελετώ τις εξελίξεις, να ανατρέχω στην πλέον σύγχρονη βιβλιογραφία, να λαβαίνω αναφορές από ερευνητές, ειδικά περιοδικά και ηλεκτρονικούς τόπους. Το κέντρισμα για σκέψη είναι πανταχού παρόν στις μέρες μας. Και η κατάρρευση του πολιτισμού ανά τον κόσμο είναι υπόθεση ανατομίας με το νυστέρι στο χέρι. Γέρνω, ως εκ τούτου, προς το δοκίμιο. Με έχει απασχολήσει η έκταση του τρόμου («Φεβρουάριος Αιών»), η σχέση ιστορικής μνήμης και μνήμης του υπολογιστή («Μνήμη και Μνήμη»), η υποχώρηση του λόγου («Παραμύθι της Λογοτεχνίας»). Επειδή δεν είμαι πανεπιστημιακός, ώστε να έχω πελατεία αναγνωστών, τα δοκίμιά μου περνούν απαρατήρητα και δυσκολεύομαι να βρω εκδότη. Δεν μπορώ συνεπώς να πω αν συμβάλουν με κάποιο τρόπο στην σκέψη της Ελλάδας. Είναι δουλειά μοναχικού λύκου!

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό  περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της  προτίμησης;

Ο ηρωισμός των λογοτεχνικών περιοδικών στην Ελλάδα είναι μοναδικό φαινόμενο μακροζωίας, αλλά και προσπάθειας ποιότητας. Θα αναφέρω όμως, με δόση συγκίνησης, τις τις «Εποχές» και την «Επιθεώρηση  Τέχνης». Ο Άγγελος Τερζάκης στις «Εποχές» και ο Πορφύρης Κονίδης στην «Επιθεώρηση Τέχνης» μου  έδωσαν βήμα, με συμβούλεψαν και  παρουσίασαν τα πρώτα μου γραπτά. Ο συχωρεμένος Περικλής Αθανασόπουλος ζήτησε τη συνεργασία μου από τα πρώτα τεύχη του «Διαβάζω». Το ίδιο και ο Θανάσης Νιάρχος με τον Αντώνη Φωστιέρη. Το ίδιο και ο Κώστας Μαυρουδής με τον Τάσο Γουδέλη. Και να μην ξεχάσω τον «Πόρφυρα», που πάντα δέχεται τα κείμενά μου.

Αν  είχατε σήμερα την  πρόταση να γράψετε  μια μονογραφία –  παρουσίαση κάποιου  προσώπου της λογοτεχνίας  ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Έχω γράψει μια «μονογραφία» του Βικέλα («Ο Φίλιππος Δρακονταειδής διαβάζει Βικέλα», εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Θα ήθελα να γράψω παρουσιάσεις των συγγραφέων που προτιμώ. Όμως η τέχνη μακρά και ο βίος βραχύς. Αν είχα μια «παραγγελία», όπως στην περίπτωση του Βικέλα, θα ξεκινούσα αμέσως.

Γράψατε  ποτέ ποίηση;

Πρέπει να έχω γράψει πάνω από χίλια ποιήματα. Δύο από αυτά βρίσκονται σε ανθολογίες. Τέτοια ήταν η παραγωγή μου ως τα είκοσί μου χρόνια. Στα σημειωματάριά μου υπάρχουν «κατεβατά» με τη μορφή  στίχων, αλλά δεν πρόκειται για ποιήματα. Μου αρέσει η φόρμα της μιας σειράς κάτω από την άλλη.

Θα  μας συνοδεύσετε  ως την θύρα του  τελευταίου σας βιβλίου;

Ευχαρίστως  ανοίγω την θύρα του τελευταίου μου  βιβλίου, έκδοση του 2010, εκδόσεις Γαβριηλίδη, με τίτλο «Λόγος Ερειπίων», δοκίμιο. Είσαστε ελεύθερος να μπείτε στο  βιβλίο. Όπως όμως είπα, εγώ δεν είμαι  σε θέση ούτε να το περιγράψω, ούτε να το «παρουσιάσω».

Πώς βιοπορίζεστε;

Από τον Δεκέμβριο του 1998 ως σήμερα, έχω αναδιοργανώσει το Υπουργείο Πολιτισμού της Ρουμανίας (έργο της Ε.Ε., διάρκειας 2 ετών), διατυπώσει την στρατηγική της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Γεωργία (έργο του ΟΟΣΑ, διαρκείας 2 ετών), ολοκληρώσει την πολιτιστική στρατηγική της Τυνησίας με γνώμονα την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Καρχηδόνας (έργο της Παγκόσμιας Τράπεζας, διαρκείας 2 ετών), ορίσει τις αρχές διατήρησης και ανάπτυξης των παραδοσιακών χειροτεχνημάτων της Αιθιοπίας (έργο της Παγκόσμιας Τράπεζας, διαρκείας 2 ετών). Από τον Οκτώβριο του 2010 είμαι στο Κόσοβο, για 2 χρόνια πάλι, υπεύθυνος ενός έργου της Ε.Ε για την αναστήλωση, προστασία και συντήρηση 624 μνημείων αυτής της νέας χώρας. Σύμφωνα με τα ιδιόλεκτα των χρηματοδοτών των έργων, είμαι «διεθνής ειδικός σε θέματα πολιτισμού και πολιτιστικής κληρονομιάς». Στην Ελλάδα, δεν έχω ελπίδα ούτε εκτίμησης, ούτε βιοπορισμού, παρόλο που ο κατάλογος των έργων σχετικών με τον Πολιτισμό, στα οποία έχω λάβει μέρος στη χώρα μου είναι εκτενέστατος. Εξετάζω λοιπόν από τώρα ποια θα είναι η επόμενη αποστολή μου, κάθε άλλη χώρα είναι ενδιαφέρουσα.

Τι  διαβάζετε αυτό τον  καιρό;

Τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη για θεραπεία. Την ιστορία του πολέμου της Κριμαίας, την  «βιογραφία»  της Ιερουσαλήμ, την ιστορία των  μυστικών υπηρεσιών της Μ. Βρετανίας, τις προοπτικές του δυτικού πολιτισμού, μελέτες για τον τρόπο εντοπισμού του ήλιου από τους Βίκινγκ, άρθρα για τις γεωπολιτικές εξελίξειςκαι ό,τι άλλο πέσει  στο χέρι μου. Όπως σημείωσα, διαβάζω και τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Η περιέργεια είναι σοβαρή ασθένεια.

Τι  γράφετε τώρα; 

Τίποτα.

Η ενασχόλησή σας με την προστασία  των μνημείων σε διεθνές  επίπεδο αποτελεί, εκτός των άλλων, και είσοδο σ’ έναν κόσμο συναρπαστικό (της τέχνης, της διαχείρισης πολιτιστικής κληρονομιάς, της διεθνούς πολιτικής) αλλά και πηγή έμπνευσης;

Κάθε  τόπος σου ανήκει, αν το δεις όπως είναι και όπως εκφράζεται. Τότε νιώθεις πως μια συνεχής βροχή σε μουλιάζει και σε ετοιμάζει να βγάλεις καρπούς και να τους δρέψεις. Από τέτοιους καρπούς μπορεί να βγει μια στάλα έργου.

Ποια η εμπειρία σας από την θητεία σας στο Κόσοβο;

Έχω την καλύτερη γνώμη για τους ανθρώπους. Και η Ιστορία του τόπου είναι τόσο πολύπλοκη, τόσο «προσωπική», τόσο πλατειά, ώστε διαπιστώνω πόσο στενόκαρδη, στενόμυαλη και ψεύτικη είναι η ελληνική Ιστορία από το 1453 ως σήμερα. Για άλλη μια φορά, χάνουμε έναν χώρο του οποίου είμαστε ένα κομμάτι και χάνουμε ταυτοχρόνως έναν συγγενή κόσμο που μας θέλει, αλλά τον περιφρονούμε. Όπως έλεγε η γιαγιά μου, «παίρνουμε την πορδή μας για Άγιο Μύρο».

Ένα από τα μνημεία  που θυμάμαι έντονα κατά τις σπουδές  βυζαντινής αρχαιολογίας ήταν το μοναστήρι της Κοίμησης στην Γκρατσάνιτσα (φωτ.), κωμόπολη του Κοσόβου. Κατά την προσωπική  μου άποψη ένας από τους πλέον  περικαλλείς βυζαντινούς  ναούς. Σε ποια κατάσταση  βρίσκεται το μνημείο  μετά τον πόλεμο;

Το Βυζάντιο ως δείγμα πολιτισμού βρίσκεται παντού στην περιοχή που η Ε.Ε. ονομάζει «Δυτικά Βαλκάνια» (Μακεδονία, Κόσοβο, Σερβία, Αλβανία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία). Οι περικαλλείς ναοί περισσεύουν. Οι πόλεμοι και οι αντιπαλότητες, αλλά και η «προστασία» των διεθνών οργανισμών, είναι παράγοντες που διαγράφουν ένα δύσκολο, αν όχι αρνητικό μέλλον για τα μνημεία, υπόδουλα της  «ανάπτυξης», της πολιτικής άγνοιας και της παθολογίας του όχλου. Υπολογίζεται ότι 60% των μνημείων έχουν καταστραφεί. Το υπόλοιπο 40% δεν έχει μέλλον πλην εξαιρέσεων, των οποίων τα κριτήρια είναι ασαφή.

Οι  εμπειρίες σας  από το διαδικτυώνεσθαι;

Καθώς δεν έχω κάτι να «παρουσιάσω», άφησα στην άκρη το «διαδικτυώνεσθαι». Όμως, χρηματοδότησα την ψηφιοποίηση χιλίων βιβλίων της βιβλιοθήκης μου, που έχω προτείνει σε ξένη χώρα να χαρίσω, προς αναγνώριση των τιμών που μου έχει επιδαψιλεύσει. Προς ενημέρωση, πολλά έχουν αφιερώσεις συγγραφέων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ορισμένα είναι σπάνια και λιγότερα είναι παλιά.

Κάποια  ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε  μα σας απογοητεύσαμε;

Αν με ρωτούσατε για τη σχέση μου  με την Ελλάδα, θα σας απογοήτευα. Είμαστε δύο γείτονες που ανταλλάσουν χαιρετισμό καθ’ υποχρέωση μόνο. Σκέφτομαι σοβαρά να αλλάξω γειτονιά. Γιατί όπως έλεγε πάλι η γιαγιά μου, «το χειρότερο είναι ο κακός γείτονας, επειδή πάντα θα είναι κακός και πάντα θα φαίνεται πως έχει δίκιο».




Απρίλιος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  

Blog Stats

  • 1.138.676 hits

Αρχείο