Πέδρο Μαϊράλ – Η χρονιά της ερήμου

Η αφηγήτρια Μαρία Βαλντέζ Νέιλαν βρίσκεται στην επιχείρηση που εργάζεται και κάνει πως πληκτρολογεί στον υπολογιστή, ενώ στην ουσία τίποτα δε λειτουργεί κανονικά: η δουλειά έχει λιγοστέψει κι όλα είναι ένα θέατρο. Αργότερα θα τον αντικαταστήσει με μια πράσινη IBM γραφομηχανή που μοιάζει με τανκ. Διάχυτη ανησυχία υπάρχει παντού: κάποια μεγάλη αναταραχή, που την ονομάζουν Κοσμοχαλασιά, πρόκειται να γίνει το απόγευμα στην Πλάσα ντε Μάγιο, κάποια Κοσμοχαλασιά έχει αρχίσει αλλά η Κυβέρνηση αρνείται να δει. Οι άνθρωποι στους δρόμους κουβαλούν στερεοφωνικά και αποχυμωτές. Σπίτια καταρρέουν, αλάνες εμφανίζονται, κανείς δε μιλάει για ερημωμένη γη αλλά για «περιοχή επανασχεδιασμού». Στα πεζοδρόμια το περπάτημα δυσκολεύει: έχουν γεμίσει απελπισμένους κατασκηνωτές, άστεγους κάτω από τέντες και λαμαρίνες. Το λεωφορείο περνά ξυστά απ’ τα αυτοσχέδια σπιτάκια στην άκρη του δρόμου. Η αστυνομία έχει εντολές να εγκαταστήσει οικογένειες σε σπίτια που έχουν παραπάνω από ένα δωμάτιο ανά άτομο ακόμα κι αν χρειαστεί να παραβιαστούν πόρτες.

Ο πατέρας της στο σπίτι έχει ξεθάψει μια παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά επιμένει να κρατάει το τηλεκοντρόλ της καινούργιας. Πίεζε τα κουμπιά λες και του είχε μείνει ένα τικ που δεν μπορούσε με τίποτα να αποβάλει. Ούτως ή άλλως η τηλεόραση παίζει μαγνητοσκοπημένα προγράμματα από το αρχείο της: ταινίες και σαπουνόπερες. Αποσυνδέουν το ηλεκτρικό θυροτηλέφωνο γιατί χτυπά διαρκώς από απελπισμένους ανθρώπους που ψάχνουν χώρο να νοικιάσουν. Αλλά δεν χρειαζόταν: το ηλεκτρικό ρεύμα κόβεται διαρκώς, οι συσκευές νεκρώνουν. Ο φίλος της Αλεσάντρο βρίσκεται, όπως μαθαίνει έκπληκτη, στρατολογημένος στο Κάμπο ντε Μάγιο – παγιδεύτηκε στο Σύνταγμα του Πατρίσιος όταν πήγε να πάρει πίσω την κατασχεμένη του φωτογραφική μηχανή. Ένας παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός ενημερώνει για την επερχόμενη Κοσμοχαλασιά και για το κίνημα της Επαρχίας. Ορδές συμμοριών από την Επαρχία έχουν σπάσει τον κλοιό και εισβάλλουν στην πρωτεύουσα. Ακούγονται ειδήσεις για καταλήψεις σε εμπορικά κέντρα και ηλεκτρικούς σταθμούς. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ εμφανίζονται άγνωστες μάρκες.

Δυο άντρες με το όνομα Σέρχιο τελικά νοικιάζουν το καθιστικό της οικογένειας. Οι πολυκατοικίες θωρακίζονται, αποφεύγεται ακόμα και το άνοιγμα των περσίδων των παραθύρων. Φράζονται τα ανοίγματα των ισογείων και ενισχύονται οι σκοπιές. Κάποιοι γείτονες βάζουν μαξιλαράκια στα σκαλοπάτια, λες και πρόκειται για καθιστικό χτισμένο σε πλαγιά. Η μόνη διασκέδαση που απομένει είναι το ραδιόφωνο. Κάποιος ακούγοντας έναν αθλητικό αγώνα μονολογεί: Να’ ναι αλήθεια, άραγε; Για φαντάσου να ’ναι όλα ψέματα, να μη γίνεται κανένας αγώνας κι αυτοί οι τύποι να τα βγάζουν όλα απ’ το μυαλό τους. Φαντάσου να ’ναι ψεύτικες οι ειδήσεις, να μπορούμε και να βγούμε, να μην τρέχει τίποτα εκεί έξω κι όλα να ’ναι όπως πρώτα, όπως πάντα.Κι όλα να γίνονται για μα μη βγαίνει έξω ο κόσμος, να μένει κλειδαμπαρωμένος. Άλλωστε όλοι είχαν συνηθίσει να θεωρούν αληθινά μόνο όσα έβλεπαν στην οθόνη. Όλα τ’ άλλα έμοιαζαν να μην υπάρχουν. Τώρα κανείς δε γνωρίζει τι συμβαίνει έξω. Και μόνο το γεγονός πως βρίσκεσαι στην Πρωτεύουσα, σε κτίριο σε κάνει μισητό στην αντίθετη μεριά – μ’ ένα μίσος αυθαίρετο, ανώνυμο. Ο κόσμος χωρίζεται σ’ «εκείνους» και σ’ «εμάς».

argentina 2001

Μια κυρία καταγράφει τις ειδικότητες των ενοίκων και μοιράζει δουλειές. H αυτοσχέδια ενδοκοινωνία της πολυκατοικίας αποφασίζει να σκάψει τούνελ, για να επικοινωνεί με τις άλλες πολυκατοικίες. Για να φτιαχτούν τα φτυάρια, λυγίζουν τα ταψιά, κόβουν τους τενεκέδες του λαδιού και τους κάδους των πλυντηρίων. Μόλις ολοκληρώνεται η ένωση, προσκαλούνται σε μια νυχτερινή γιορτή στον ακάλυπτο του απέναντι τετραγώνου. Σε μια γωνιά του υπάρχει κι ένα δέντρο – κάποιοι παρηγορούνται. Τα εσωτερικά μπαλκόνια μετατρέπονται σε περιβόλια. Μοιράζονται βάρδιες, η Μαρία προτιμά τη διαλογή απορριμμάτων, για να βρει σαμπουάν. Αρχίζει να γίνεται λόγος για καύση νεκρών και φτιάχνεται η πρώτη φυλακή. Μια γέφυρα πάνω απ’ το δρόμο φτιάχνεται στο ύψος του έκτου ορόφου, ανάμεσα στα αντικριστά μπαλκόνια. Η νέα ζωή εκτυλίσσεται σε απόσταση τριάντα εκατοστών απ’ το κρεβάτι της. Κατά τη διάρκεια της μέρας οι άνθρωποι περνάνε απ’ το δωμάτιό της για να πάνε στις γέφυρες. Συχνά γυρίζει στο δωμάτιό της βρίσκοντας κάποιον να ψαχουλεύει τα πράγματά της. Τα απλωμένα ρούχα κλέβονται συνεχώς.

Μια «αστυνομία εσωτερικών υποθέσεων» αναλαμβάνει υποθέσεις των κατοίκων των κτιρίων και καταλαμβάνει κάποια υπόγεια για τις ανακρίσεις. Ο «θυρωροί» πρέπει να αναλάβουν υπεύθυνοι των κτιρίων τους. Οι σκοπιές καταργούνται: μόνο η ασφάλεια θα κρατάει όπλα. Ο κόσμος σιγομουρμουρίζει στους διαδρόμους και πλάθει ιστορίες στα μπαλκόνια. Κάποιοι στο τετράγωνο επιμένουν πως μόνο οι «αξιοσέβαστοι πολίτες» έχουν μείνει μέσα, κι όλοι οι υπόλοιποι είναι απ’ έξω. Ο κόσμος φοβάται τους σηραγγοφρουρούς, κάποιοι τον βάζουν να πληρώνει διόδια. Δεν λείπει βέβαια η κυριακάτικη λειτουργία: ο Πάτερ εκφωνεί τα κηρύγματά του από ένα εσωτερικό μπαλκόνι και μετά κοινωνεί τους πιστούς με μπισκοτάκια Rex. Οι εκκλήσεις του στην εγκράτεια από τα αμαρτήματα της σάρκας σκεπάζει μ’ ένα ερωτικό μανδύα όλο το τετράγωνο. Προτείνεται ακόμα κι ο διαχωρισμός των φύλων.

Καθόμασταν σιωπηλοί, δίχως σπινθήρα ηλεκτρικού φωτός που θα έκανε το σκοτάδι να υποχωρήσει μ’ ένα και μόνο πάτημα του διακόπτη, όπως γινόταν παλιά, όταν όλα φωτίζονταν ξαφνικά με το που άγγιζες και μόνο ένα κουμπί στον τοίχο.Τα δελτία ειδήσεων μιλούν για πυρκαγιές στο κέντρο και για το χάος της επαρχίας, όπου ληστές με φορτηγά πηγαίνουν απ’ τα χωράφια, κόβοντας τα συρματοπλέγματα και αποφεύγοντας τα οδοφράγματα. Ελικόπτερα πετάνε στην ταράτσα κονσέρβες/τρόφιμα και μετά εξαφανίζονται. Κάποιοι παραβιάζουν την πόρτα ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού, αλλά όταν μπαίνουν μέσα βλέπουν πως δεν υπάρχει σπίτι, μόνο μια αλάνα γεμάτη ερείπια. Για να κρύψουν την Κοσμοχαλασιά, χτίζουν μόνο τις προσόψεις των τετραγώνων, σαν σε κινηματογραφικό σκηνικό.

Κανείς δεν νοιάζεται πια για το τι γίνεται έξω, αν άλλαξε και πάλι ο Πρόεδρος, αν σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ στρατού και ενόπλων ομάδων της Επαρχίας. Μια νέα απογραφή ορίζει να διοριστούν καινούργιοι υπεύθυνοι πολυκατοικιών και να εκδοθούν δελτία ταυτότητας για τον κόσμο των τετραγώνων. Η Μαρία βρίσκει την ευκαιρία να γίνει κάποια άλλη. Δεν έχει κανένα λόγο να μένει πια στο δωμάτιό της και πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου ήδη βρίσκεται ο πατέρας της. Προσφέρει εθελοντική εργασία και μετακομίζει εκεί. Το νοσοκομείο σταδιακά μετατρέπεται σε εστία μόλυνσης, επιδημίες εξαπλώνονται. Η έλλειψη ακτινολογικού υλικού υποχρεώνει τους γιατρούς να προβαίνουν σε διαγνώσεις μαντεύοντας. Οι ποδιές των γιατρών και τα ταβάνια μετατρέπονται σε κινηματογραφικό πανί, για την καταπράυνση των ασθενών. Οι σύριγγες αποστειρώνονται σ’ ένα φουρνάκι στο τέλος του διαδρόμου

Κάποιος στρέφει το τηλεκοντρόλ προς τον πατέρα της και πατά τα κουμπιά. Όλοι οι ασθενείς αποδεικνύονται παθιασμένοι τηλεθεατές, που πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους μπροστά στην τηλεόραση – και με την διακοπή των προγραμμάτων όταν άρχισαν να πέφτουν σε κώμα εγκεφαλικής υπερλειτουργίας, λες κι έβλεπαν στα όνειρά τους μια δική τους τηλεόραση. Κοίταξα τα ήρεμα πρόσωπα των ασθενών που ήταν σε καθοδικό κώμα. Δεν χρειάζονταν τίποτε απ’ τον τρομερό κόσμο που είχε απομείνει έξω απ’ το κρανίο τους – κάποιοι μάλιστα φαίνονταν να χαμογελούν. Ήταν λες και κάτι ήθελαν να μου πουν από τα βάθη της ηρεμίας τους, κάτι – είμαστε καλά -, είμαστε μόνο αυτό, η ύλη απ’ την οποία είναι φτιαγμένη η τηλεόραση. Κάτι τέτοιο ίσως μου έλεγαν, στα σιωπηλά.

argentina 2014

Τρία μυθιστορήματα, δυο ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων έχουν ήδη εντάξει τον Μαϊράλ (Μπουένος Άιρες 1970) στον κατάλογο με τους πιο σημαντικούς νέους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς (Bogotá 39). Το συναρπαστικό του αυτό μυθιστόρημα (με συνεχή εξέλιξη της πλοκής, εξαιρετικές ιδέες, ευρηματικότατη εικονοπλασία) δεν αποτελεί μόνο πολιτική αλληγορία για την κρίση της Αργεντινής, όπως κυρίως έχει γραφτεί. Εδώ αναπνέει μια ρεαλιστική, ρεαλιστικότατη ιστορία, για τις ολισθηρές διαδρομές των οικονομικών κρίσεων όλου του κόσμου, για μια παραπάνω από πιθανή κατάληξη της κοινωνίας σε δύσκολες εποχές όπου η πόρτα της κοινωνικής βαρβαρότητας είναι ορθάνοιχτη. Η Μαρία μονοδρομείται από την αναπόφευκτη πορνεία και την φονική βλάψη του άλλου ως την αναχώρηση που μοιάζει η μόνη λύση και την επιστροφή σε άλλους τρόπους σκέψης. Εμείς τι θα κάναμε;

Εκδ. Πόλις, 2010, μτφ. Βασιλική Κνήτου, σελ. 358, με 55 σημειώσεις της μεταφράστριας (Pedro Mairal, El año del desierto, 2005).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr

Στις φωτογραφίες: Αργεντινή 2001, 2014.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Πέδρο Μαϊράλ – Η χρονιά της ερήμου

  1. Σκεψεις μου…. Ποσο ευκολα…….κατρακυλα η ανωτερη ανθρωπινη κατασταση στη ζωωδη.Ποσο κοντα ειναι ο πνευματικος εαυτος μας με το ενστικτωδες, κατωτερο. βαρβαρο προσωπο μας. Που ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, Η ΣΥΜΠΟΝΙΑ, Η ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, Η ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΜΑΣ. Ολα σκουλαρικια και στολιδια οσο παιζει η μουσικη.Μολις παψει ΚΟΛΑΣΗ…ΖΟΥΓΚΛΑ….ΚΟΣΜΟΧΑΛΑΣΙΑ…….

Αφήστε απάντηση στον/στην ΑΛΕΒΙΖΑΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ακύρωση απάντησης