Ο Κις γνωρίζει καλά την επικίνδυνη δημιουργική τάση του Γραφέα να αντιτάξει την ειρήνη και την τάξη στο χάος του κόσμου – όπως τη διατύπωσε ο Αντρέ Ζιντ, ομολογώντας ότι στη σύγχυση της Ιστορίας δολιχοδρόμησε μεταξύ δύο δυνατών ριζοσπαστικών λύσεων: του φασισμού και του κομμουνισμού – αλλά και το δημιουργικό πάθος που οδήγησε τον Σαρτρ και ολόκληρες γενεές διανοούμενων σε μια επικίνδυνη απλοποίηση και εντυπωσιασμό. Μπροστά στην αθώα ποιητική φαντασίωση αλά Ρεμπώ, σύμφωνα με την οποία η ποίηση, δηλαδή η λογοτεχνία, πρέπει να «αλλάξει τον κόσμο» και τον πειρασμό του μεσσιανισμού των Νοστογιέφσκι και Σολζενίτσιν.
Από την άλλη, έχοντας και ο ίδιος συνείδηση της διπλής υπόστασης της, όπως εκφράζεται από τους Όργουελ και Ναμπόκοφ αντίστοιχα (από τη μία: Εκεί που έλειπαν πολιτικά κίνητρα, αερολογούσα …από την άλλη: η τέχνη, από τη στιγμή που έρχεται σε επαφή με την πολιτική, υποβιβάζεται μοιραία στο επίπεδο της χειρότερης ιδεολογικής φτήνιας…), παραδέχεται πως όλα όσα γράφει κινούνται ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Το ερώτημα «της ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στο κράτος» αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή της αμηχανίας και της αμφιβολίας μας για το νόημα της συγγραφικής πρακτικής μας: γιατί γράφουμε; για ποιον γράφουμε; («Ο γάιδαρος του Μπουριντάν ή ο συγγραφέας στο χάος του κόσμου»).
Ο Κις ανατέμνει και την αυτολογοκρισία, η μάχη με την οποία, σε αντίθεση με την λογοκρισία, είναι ανώνυμη, μοναχική και δίχως μάρτυρες. Είναι η ανάγνωση του ίδιου σας του κειμένου με ξένα μάτια, όπου εσείς οι ίδιοι γίνεστε εισαγγελέας εναντίον του ίδιου του εαυτού σας … γιατί στον ρόλο αυτό εσείς γνωρίζετε και εκείνο που ποτέ κανένας λογοκριτής δεν θα εντοπίσει στο κείμενό σας…Το υποκείμενο της αυτολογοκρισίας είναι ο σωσίας του συγγραφέας, με τον οποίον κανείς δεν μπορεί να τα βάλει: βλέπει τα πάντα, γεννημένος από το ίδιο μυαλό και τους ίδιους φόβους του αυτολογοκρινόμενου, και οτιδήποτε κι αν κάνετε, πάντοτε θριαμβεύει: αν τον αποκρούσεις γελάει με το φόβο, αν τον υπακούσεις, γελάει με τη δειλία σου. Είναι όμως δυνατό και να ξεγελαστεί ο σωσίας – βασανιστής μέσω της μεταφοράς, όπως συνέβη με πολλά έργα της ρωσικής πρωτοπορίας στη δεκαετία του ’20, με τίμημα βέβαια την ίδια σου τη ζωή («Λογοκρισία/Αυτολογοκρισία»).
(1): Ο Στάινερ το 1977 σε ερώτηση νεαρού αριστεριστή «κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς εξορίας σας μείνατε πιστός στις ιδέες της νιότης σας;» απάντησε: Εμείς οι εξόριστοι ήμασταν απλούστατα μονάδες του ζωικού βασιλείου, άνθρωποι παραδομένοι στα πιο ταπεινά βιολογικά ένστικτα και τις πιο βασικές υπαρξιακές ανάγκες. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για ιδεολογία· η μόνη «ιδεολογία» ήταν ο αγώνας για την επιβίωση. (σ. 47)
(2) Βλέπω πώς ένα ολόκληρο έθνος αποτελούμενο από ανθρώπους των γραμμάτων πέφτει θύμα σοβαρής απάτης…Πόσοι και πόσοι δεν ακολούθησαν αυτόν τον παράδρομο στη διανόηση χωρίς κάποια αντίδραση, όπως ο άγιος Σαρτρ, η αγία Σιμόν και οι υπόλοιποι. Και πως εκείνοι που είχαν δίκιο – ο Καμύ – ούτε το δίκιο τους βρήκαν ούτε γνώρισαν την καταξίωση επειδή γνώριζαν και τόλμησαν να διατυπώσουν με ευθύτητα όλα όσα θεωρούνταν ανείπωτα έως τότε. (σ. 54)
Εκδ. Scripta, 2011, μτφ. από τα Σερβικά Ισμήνη Ραντούλοβιτς, 151 σελ. [η πρωτότυπη έκδοση: 1993]. Με δισέλιδο βιβλιογραφικό σημείωμα.
[To Α΄ μέρος στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση, εδώ]