Το βιβλίο ξεκινά από το τέλος, Μια νύχτα κάπου στη Βολιβία, σε δάσος ανεξερεύνητο κι ελλιπώς καταγεγραμμένο, με τον Τσε στερημένο από φάρμακα απέναντι στον αποπνικτικό του συνοδοιπόρο, το άσθμα, αλλά με το σημειωματάριο πορείας πάντα μαζί του, γεμάτο ποιήματα των Neruda, León Felipe, Guillén. Μετά την πεντάμηνη αναμονή στην Πράγα και την αποδοχή της αποτυχίας του Κονγκό το παρόν είναι αβέβαιο όσο ποτέ: ο εντεκάμηνος ανταρτοπόλεμος της βολιβιανής οδύσσειας του 1966, ανάμεσα σ’ έναν εχθρικό αγροτικό πληθυσμό που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ειδοποιήσει το στρατό – σε αντίθεση με τη Σιέρα Μαέστρα, που στεκόταν δίπλα τους, η αντίδραση του ΚΚ Βολιβίας, που θεωρούσε απαράδεκτο ένας μη-Βολιβιανός να καθοδηγεί εξέγερση σε αυτά τα εδάφη και σε κάθε περίπτωση άκουγε μόνο τη φωνή του σοβιετικού της αφεντικού.
Ο άνθρωπος που διηύθυνε την κουβανική επανάσταση από το 1956 μέχρι το 1965 και που οραματιζόταν να γίνει η κορδιλιέρα των Άνδεων σαν τη Σιέρα Μαέστρα τώρα βρίσκεται με 17 μόνο μάχιμους αντάρτες, χλωμούς σαν το κερί, με σάκους τριάντα κιλών – ο δικός του ήταν σωστό βιβλιοπωλείο. Οι Κουβανικές αναμνήσεις έρχονται κι επανέρχονται: τα δυο περίφημα ταξίδια με μοτοσικλέτα όπου έζησε την εκμετάλλευση και τις ανισότητες, την θεριστική λεηλασία της United Fruit Company και τις εξαθλιωμένες συνοικίες της Λα Παζ, έμαθε την υπόγεια ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων του Tupac Amaru (1745) και του Simón Bolivar (1825), είδε στην κορυφή του Μάτσου Πίτσου ότι οι Ινδιάνοι των Άνδεων δεν είχαν ποτέ πάψει να αγωνίζονται κατά της καταστροφής του πολιτισμού τους, αισθάνθηκε την αιώνια σκιά των προκολομβιανών πολιτισμών στα μεθυστικά τοπία. Το ιουλιανό βράδυ του 1955 που γνώρισε τον Φιντέλ και συζήτησαν όλη τη νύχτα ως την αυγή, οπότε και γνώριζε πως είχε γίνει αγωνιστής της κουβανικής επανάστασης, το αντάρτικο, η νίκη, τα υπουργεία, η διεύθυνση της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, όπου με χαρά αψήφησε τις διεθνείς αγορές εκδίδοντας χαρτονομίσματα υπογεγραμμένα με το ψευδώνυμό του και με τη μορφή του Camilo Cienfuegos. Τι θα έμενε απ’ όλα αυτά; Σήμερα, 40 χρόνια μετά, τι μένει απ’ όλα αυτά;
Υπάρχουν πολλές βιογραφίες του Ernesto Guevara de la Serna αλλά ετούτη εστιάζει στις ιδέες, τις αξίες, τις προτάσεις και τα όνειρά του, επιχειρώντας να συλλάβει την εξέλιξη του πολιτικού του στοχασμού, να τον επαναναγνώσει κριτικά, να εντοπίσει την συμβολή του στο σήμερα. Ο πολυμεταφρασμένος Λεβί είναι διευθυντής κοινωνιολογικών ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας κι έχει ασχοληθεί εκτενώς με τον μαρξισμό στη Λατινική Αμερική και τη «θεολογία της απελευθέρωσης». Ο Μπεζανσενό είναι στέλεχος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (Ligue communiste révolutionnaire – LCR) και υποψήφιός της στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2002 και 2007, υποστηριζόμενος από ευρύτερα κόμματα της γαλλικής αριστεράς. Αμφότεροι ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, άρα – δηλώνουν – έχουν διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες του Γκεβαρικού Έργου.
Η επιθυμία του Τσε ήταν να ελευθερώσει την ανθρωπότητα από το «αόρατο κλουβί» όπου η κοινωνία φυλακίζει τον άνθρωπο και τον κάνει λύκο για το συνάνθρωπό του. Η πορεία του επιταχύνθηκε από το υποστηριγμένο από τις ΗΠΑ στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα το 1954 – υπήρξε άμεσος μάρτυρας της ανατροπής του προέδρου Jacobo Árbenz και είδε την ανεπάρκεια του πασιφισμού του. Η μεξικάνικη εξορία του αργότερα τού παρείχε την ευκαιρία να διαβάσει πολλά έργα της μαρξιστικής – λενινιστικής βιβλιογραφίας και να συζητήσει μαχητικά με τους Κουβανούς πρόσφυγες που ετοιμάζονταν να ελευθερώσουν την Κούβα από τη δικτατορία του Μπατίστα. Κι εδώ η μεγάλη διαφορά: ο δικός του δρόμος του προς τον μαρξισμό είναι αδιαχώριστος από εκείνα τα πρόσωπα που συνάντησε καθ’ οδόν· υπήρξε καρπός αναγνώσεων, συζητήσεων και εμπειριών. Ο Τσε δεν βρήκε τις απαντήσεις του στα αναγνώσματα του «μαρξισμού της πρόσοψης και του σκηνικού των Ρώσων», όπως τον αποκαλεί ο Paco Ignacio Taibo II, αλλά προτίμησε να κάνει λάβαρό του μια ρήση του Κουβανού ποιητή και επαναστάτη Χοσέ Μαρτί: Κάθε πραγματικός άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται στο δικό του μάγουλο το χτύπημα που δόθηκε στον οποιονδήποτε άνθρωπο. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή του σε κάποια γυναίκα που τον ρωτούσε αν είναι συγγενείς: Αν είστε ικανή να τρέμετε από αγανάκτηση κάθε φορά που γίνεται μια αδικία στον κόσμο, τότε είμαστε σύντροφοι, κι αυτό είναι σημαντικότερο.
Ο μαρξισμός για τον Τσε είναι μια ιδεολογία που δεν επιβάλλεται αλλά ένας οδηγός δράσης. Δεν έχει τίποτα το δογματικό, οι ιδέες δεν είναι απαρασάλευτες, κριτική ασκείται ακόμα και στον ίδιο τον Μαρξ. Ο καθένας εντάσσεται σε αυτό το ρεύμα ιδεών ελεύθερα, μέσα από την ίδια του τη σκέψη. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατόπιν διαταγής. Ο ίδιος παραδεχόταν ότι οι επαναστάτες δεν είχαν κατ’ ανάγκην όλες τις σωστές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Έχοντας όμως εντρυφήσει σε ολόκληρο το μαρξιστικό έργο εντόπισε μια παλιά μαρξιστική ιδέα: η χειραφέτηση του καθενός θα είναι δικό του έργο. Ο Χοσέ Μαρτί έλεγε: ο καλύτερος τρόπος να πεις είναι να κάνεις. Βέβαια μια τέτοια ταυτολογία αποτελούσε ενοχλητική νύξη για την αναβλητική και παθητική διεθνή αριστερά.
Σε κάθε περίπτωση αυτός ο αντιδογματικός μαρξισμός είναι αδιαχώριστος από ηθικές αξίες, σε αντίθεση με τα σταλινικά οικονομικά δόγματα περί «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Μ’ αυτήν ακριβώς την ηθική χροιά αποκόπηκε ριζικά από την ορθόδοξη και ψυχρή εκδοχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» των ανατολικών χωρών. Ο κομμουνισμός είναι φαινόμενο της συνείδησης και όχι μόνο της παραγωγής. Το κλειδί της μεταμόρφωσης βρίσκεται στην παιδεία, στην εκμάθηση του κριτικού πνεύματος, στην απόκτηση όπλων και δεξιοτήτων, που ο Malcolm X (με τον οποίον για άλλη μια φορά έφτανε στα ίδια συμπεράσματα) τις συγκρίνει με όπλα.
Και η βία; Η συγκεκριμένη εποχή ήταν σημαδεμένη από τη βία πολυάριθμων δικτατοριών – βασανισμοί, εκτελέσεις, εξαφανίσεις. Έπρεπε να γίνεται χρήση της έστω και από αντίδραση στην υπαρκτή κτηνωδία; Ο Τσε προτιμούσε να δώσει ο ίδιος διαταγές για τις εκτελέσεις πολλών δεκάδων δημίων και στελεχών του καθεστώτος Μπατίστα αντί να οχυρωθεί πίσω από κατώτερους. Όλες οι μαρτυρίες της εποχής, και από τα δυο στρατόπεδα, συμφωνούν ότι επέδειξε πάντα το μεγαλύτερο σεβασμό για τη ζωή και προτίμησε τις «νόμιμες» εκτελέσεις για να αποφύγει τις εκτελέσεις δια συνοπτικών διαδικασιών και τα μαζικά λιντσαρίσματα. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πολιτικού σχεδίου και πολεμικών υποχρεώσεων μοιάζει λεπτή, όπως και το θέμα της δημοκρατικής οργάνωσης των αντάρτικων κινημάτων. Την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας συνοψίζει το έμβλημα του Στρατού των Ζαπατίστας: Ο καθένας υπακούει διοικώντας.
Κάθε απελευθέρωση συναντά αυτό το δίλημμα. Η απελευθέρωση της Γαλλίας και άλλων χωρών στιγματίστηκε από τις εκτελέσεις χιλιάδων δοσίλογων. Οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα προτίμησαν να δώσουν αμνηστία στους ανθρώπους της δικτατορίας Σομόζα. Η γενναιοδωρία τους, που έχει παραμείνει υποδειγματική, δεν ανταποδόθηκε: πολλοί παλιοί της σομοζικής εθνοφρουράς που αφέθηκαν ελεύθεροι μπήκαν στις γραμμές των Κόντρα, αντεπαναστατικής δύναμης οπλισμένης από τις ΗΠΑ, που πολλαπλασίασε τις εκτελέσεις αμάχων. (σ. 51)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την Γκεβαρική κληρονομιά στη Λατινική Αμερική, όπου μια ολιγαρχία εγκατεστημένη στην εξουσία για πολλούς αιώνες μονοπωλεί τους πόρους κι απομυζά τους λαούς. Εδώ το ερώτημα είναι αν είναι δυνατό να αλλάξουν αυτές οι λατινοαμερικανικές κοινωνίες χωρίς επανάσταση, κάτι που υποστηρίζεται από την «ρεαλιστική» Αριστερά της Λατινικής Αμερικής, όπως έγραψε κι ο Jorge Castañeda (Η αφοπλισμένη ουτοπία). Μόνο που λίγους μήνες μετά, στο νοτιοανατολικό Μεξικό, στην Τσιάπας, οι χωρικοί Ζαπατίστας πήραν τα όπλα για να πουν Ya basta! στη νέα παγκόσμια τάξη, επαληθεύοντας τη φράση Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης των οπλισμένων ουτοπιστών για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN) δήλωναν ότι προέρχονταν από τον γκεβαρισμό! O Castañeda βέβαια διαψεύστηκε εν μέρει: ότι οι Ζαπατίστας δεν έχουν ως στόχο να πάρουν την εξουσία, αλλά να προκαλέσουν την αυτοοργάνωση των καταπιεσμένων. Αλλά ένοπλα.
Ακόμα σημαντικότερη είναι η επίδραση του γκεβαρισμού σε πολλά μαζικά κοινωνικά κινήματα, όπως το MST, το Κίνημα των Χωρίς Γη στη Βραζιλία, τους Αργεντινούς piqueteros, τους Βολιβιανούς εργάτες, τους ιθαγενείς Μαπούτσε στη Χιλή, τους Μάγια στη Γουατεμάλα. Ένα ολόκληρο δίκτυο από έδρες Che Guevara κινείται γύρω από το πανεπιστήμιο των Μητέρων της πλατείας Μαΐου στο Μπουένος Άιρες. Και είναι σήμερα βέβαια γνωστή η περίπτωση του Έβο Μοράλες στη Βολιβία, που στην πρώτη του ομιλία ως πρόεδρου απέτισε φόρο τιμής στους προγόνους που αγωνίστηκαν (Tupak Katari, Σιμόν Μπολιβάρ, Τσε), ενώ μεταξύ μελών της κυβέρνησής του υπάρχουν αγωνιστές που πολέμησαν πλάι στον Τσε. Ο Ούγκο Τσάβες, επανέφερε βασικά στοιχεία του γκεβαρικού προγράμματος στη διακυβέρνηση της Βενεζουέλας, ενώ στην Κούβα, με τις εργασίες του Carlos Tablada, το βιβλίο μαρτυρία του Orlando Borrego, τις μελέτες του Fernardo Martinez Heredia και τα φλοβερά κείμενα της Celia Hart και πάνω απ’ όλα με την έκδοση του ανέκδοτου σημειωματαρίου του το 2006, η σκέψη του Γκεβάρα ζει στο πολιτικό και πνευματικό διάλογο της χώρας. Και στον υπόλοιπο κόσμο, στο πλήθος κοινωνικών φόρουμ και στις εκφράσεις μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης (altermondialisme).
Η πρόσληψη του γκεβαρισμού σήμερα διαφοροποιείται πολλαπλά από εκείνη των χρόνων της φωτιάς, μεταξύ 1960 και 1979, όταν άνθισε ένα αντάρτικο κίνημα που επικαλείτο τον Τσε. Πρόκειται για εικοσαετία πλήρους υποταγής της Λατινικής Αμερικής στην κυριαρχία της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, που συνήθιζε είτε να παρεμβαίνει άμεσα, στέλνοντας στρατό είτε να υποκινεί στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το σχετικό κεφάλαιο δεν ξεχνάει όλους εκείνους που αγωνίστηκαν εναντίον της τραγικής εκείνης συγκυρίας. Αν ο γκεβαρισμός ηττήθηκε παντού στο Νότιο Κώνο, η επιρροή του στις κεντροαμερικανικές χώρες υπήρξε πιο αποτελεσματική (ανατροπή δικτατορίας Σομόζα το 1979 στη Νικαράγουα αλλά και Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης Φαραμπούντο Μαρτί στο Σαλβαδόρ και Στρατός των Φτωχών Ανταρτών στη Γουατεμάλα, που δεν ανέτρεψαν καθεστώτα αλλά διαπραγματεύτηκαν συμφωνίες και αφύπνισαν συνειδήσεις).
Όσο κι αν σκέψη του Τσε έχει όρια και είναι εν μέρει ημιτελής και ανολοκλήρωτη, ξαναδίνει στην ατομικότητα κεντρική θέση στην πολιτική. Η τραγική και αιματηρή εμπειρία της καρικατούρας του σταλινισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού μπορεί να κατέστησε αναξιόπιστη για μια ολόκληρη γενιά την ιδέα κάθε σοσιαλισμού και να έσβησε τις φλόγες του, αλλά «οι ανθρακιές του Τσε καίνε ακόμα». Σήμερα που Ανατολή και Δύση δεν αναμετρώνται μετωπικά αλλά βρίσκονται συμφιλιωμένες πάνω στην πλάτη των χωρών του Νότου, με τις δικτατορίες να είναι περισσότερο οικονομικές παρά στρατιωτικές, η πολιτική, ανατρεπτική και ρομαντική εποποιία του Τσε εξακολουθεί να αποτελεί φυτώριο ιδεών και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.
Στο πλουσιότατο παράρτημα περιλαμβάνονται βιογραφικά στοιχεία, εκλογή βιβλιογραφίας του Τσε αλλά και έργων για τον Τσε καθώς και δυο κείμενα, του Daniel Bensaid και του υποδιοικητή Μάρκος, που γράφει: Τα ξαναδιάβασα, όλα, από τον Pablo Neruda, στον Julio Cortázar, Walt Whitman Juan Rulfo. Χαμένος κόπος, αδιάκοπα η εικόνα του Τσε με το ονειροπόλο βλέμμα του στο σχολείο του Λα Χιγκουέρα, διεκδικούσε τη θέση της ανάμεσα στα χέρια μου. Από τη Βολιβία μας είχαν έλθει τα μισόκλειστα μάτια του κι εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο που ιστορούσε όσα είχαν γίνει και υποσχόταν όσα μέλλονταν να γίνουν.
Εκδ. Φαρφουλάς, 2008, μτφ. Νίκος Σταμπάκης, σελ. 173, με δεκασέλιδες σημειώσεις και τριαντακοντασέλιδο παράρτημα (Olivier Besancenot – Michael Löwy, Che Guevara, Une braige qui brûle encore, 2007).
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Στις άλλες φωτογραφίες: Ο Υποδιοικητής, ο πρεσβύτερος συγγραφέας και η Φλόγα.