Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 59. Πέρσα Κουμούτση

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ο  Κάφκα είναι η μεγάλη μου αγάπη. Τα βιβλία του όλα με συγκλόνισαν τόσο που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης και την αντίληψη μου για τη ζωή, έπονται άλλοι πολλοί. Παραθέτω μερικά μόνο από τα ονόματα:  Ντοστογιεύσκι, Τολστόι,  Μπ. Σώου, Καζαντζάκης, Χέμινγκουει, Τ. Χουσέιν, Χ. Έσσε,  Μ. Ντυράς, Ντ. Χ. Λώρενς, Σ. Φιτζέραλντ, Μπάροους, Ι. Καλβίνο, Ματ Κοέν, Β. Βασιλικός, Θ. Βαλτινός και βέβαια, ο Μαχφούζ.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Η Μεταμόρφωση και η Σωφρονιστική αποικία (Penal colony) του Κάφκα βρίσκονται πάντα στην κορυφή για μένα. Επίσης, η ‘Ασκητική» του Καζαντζάκη, θεωρώ πως είναι ένα βιβλίο σταθμός στην ιστορία της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας..  Όμως, πολλά είναι τα βιβλία που αγάπησα στη ζωή μου. Σπούδασα αγγλική και αραβική λογοτεχνία και ασχολήθηκα με το βιβλίο σχεδόν όλη μου την ενήλικη ζωή, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, έχω πλούσιο οπλοστάσιο στο σπίτι μου. Αλλά θεωρώ πως θα αδικούσα πολλά βιβλία, αν απαριθμούσα μερικούς ακόμα τίτλους.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Είναι συνέχεια κοντά μου, δεν με εγκαταλείπουν ποτέ σαν να περιμένουν κάτι ακόμα από εμένα, ίσως να  δικαιωθούν λίγο περισσότερο. Οι ήρωες των βιβλίων μου-  όπως πιστεύω και πολλών άλλων ομοτέχνων μου – αισθάνονται κάπως αδικημένοι. Προσπαθώ να τους καθησυχάσω, ότι κάποτε θα δικαιωθούν, και πως τα βιβλία που έχουν κάτι να πουν βρίσκουν πάντοτε το δρόμο τους, ακόμα και σε μια εποχή όπου η ‘ελαφρά’ λογοτεχνία – κυρίως, ελλείψει λογοτεχνικής παιδείας – κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Α, είναι πολλοί. αλλά θα σας πω τον πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. Είναι ο Μάικελ , στον «Εξόριστο» του εξαιρετικά σημαντικού Ιρλανδού συγγραφέα, Π. Ο Κόνορ. Ο Μάικελ είναι ένας Ιρλανδός σακάτης που περιδιαβαίνει τους παγωμένους δρόμους της πόλης του, για να βρει λίγα ψίχουλα να φάει. Το δριμύ ψύχος και η απόλυτη ένδεια που κυριαρχεί στις φτωχογειτονιές του Δουβλίνου, καθώς και τα σαθρά δεκανίκια πάνω στα οποία στηρίζεται, καθιστούν την αναζήτηση του εξαιρετικά δύσκολη και επώδυνη, ώσπου μετά από αρκετές μέρες άκαρπης προσπάθειας και αφαγίας, ο ήρωας πεθαίνει από την πείνα σε ένα ερημωμένο πάρκο. Είναι μοναδικά συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ταυτίζει την  εξαθλίωση του ήρωα με εκείνη της χώρας του, η οποία, εκτός από το λιμό που απειλεί τον πληθυσμό της, έχει να αντιμετωπίσει την πολιτική και κοινωνική εξαχρείωση.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Όχι, ποτέ. Η φύση με συναρπάζει, όπως και οι άνθρωποι, τόσο που αποσπούν την προσοχή μου από οτιδήποτε κάνω, ακόμα κι από το γράψιμο. Επομένως,  όταν γράφω, αποφεύγω ακόμα και να κοιτώ έξω από το παράθυρό μου. Αρκεί η θέα μιας φυλλωσιάς που θροΐζει ή αστράφτει στον ήλιο, για να με αποπροσανατολίσει από τον αρχικό μου σκοπό.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος. κάθε φορά είναι διαφορετικός. άλλοτε ξεκινά από μια ιδέα, άλλοτε από ένα έντονο συναίσθημα και άλλοτε από μια παλιά ανάμνηση ή εμπειρία ζωής- δικής μου ή κάποιου άλλου. Ακόμα και ένας πίνακας σε ένα μουσείο είναι ικανός να σπείρει μέσα μου τους σπόρους της δημιουργίας, όπως έγινε με το τέταρτο μυθιστόρημα μου «Καφέ Κλεμέντε», παρότι η ιστορία του βιβλίου δεν είχε άμεση σχέση με τον πίνακα που με ενέπνευσε. Ήταν όμως η γενεσιουργή του αφορμή.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Γράφω όταν είμαι έτοιμη, όταν η ανάγκη μου να εκφραστώ δεν επιδέχεται άλλη καθυστέρηση. Όσο για τη μουσική, θα έλεγα ότι, όταν γράφω, παρακολουθώ μια εσωτερική μουσική και είναι αυτή που μου υπαγορεύει το περιεχόμενο και το ρυθμό του ίδιου του βιβλίου. Η μουσική με γαληνεύει, με ταξιδεύει επίσης, αλλά,  όπως κλείνω το παράθυρό μου σε μια θέα που με περισπά, έτσι κλείνω και το ραδιόφωνο μου, όταν πρόκειται να γράψω.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;

Όλα είναι αγαπημένα μου. Τα τρία πρώτα, αν και δεν αποτελούν συνέχεια το ένα του άλλου, συγκροτούν ένα τρίπτυχο, που παρακολουθεί νοσταλγικά και ελεγειακά την άνθηση και τη μυθική ομορφιά του αλεξανδρινού κόσμου,  αλλά και την παρακμή της στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Στο «Αλεξάνδρεια στο δρόμο των ξένων» βλέπουμε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22, που ενσωματώνονται στις ταπεινές γειτονιές των μεγαλουπόλεων της Αιγύπτου, σε μια πολυπολιτισμική σύνθεση εθνοτήτων.  Έπειτα, στο βιβλίο « Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος» περιγράφω την ευδαίμονα ελληνική αστική τάξη που ζει ανυποψίαστη μα και αλαζονική, στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα.  Και, τέλος, η τροχιά του κύκλου κλείνει με το μυθιστόρημα «Δυτικά Του Νείλου» με τη μεταπολεμική ανάδυση του νασερικού εθνικισμού, που συμπαρασύρει και διαλύει μαζί με το σαθρό τοπικό καθεστώς τον ήδη παρηκμασμένο παροικιακό Ελληνισμό. Το «Καφέ Κλεμέντε» ξεφεύγει αρκετά, γιατί είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο η τέχνη παίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή και την πορεία των ηρώων. Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός του Μεσοπολέμου που συγχέει τον κόσμο του  θεάτρου με εκείνο της πραγματικότητας. Δοσμένη με πάθος στο υπερεγώ της, αλλά και στον δικό της ωραιοποιημένο κόσμο, επιλέγει να μένει ανέπαφη από τις πικρές αλήθειες της ζωής. Σφετερίζεται την τέχνη προς όφελος της, προκειμένου να ικανοποιήσει τις προσωπικές της επιδιώξεις, και η τέχνη την εκδικείται. Την καθιστά έρμαιο του ίδιου του ταλέντου της.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Σε αυτό το βιβλίο επιχειρώ να διαβώ ένα καινούριο μονοπάτι που δεν έχει σχέση με την καταγωγή και τις ρίζες μου, αλλά με τη γυναικεία μου υπόσταση. Το « Χάρτινες ζωές», όπως είναι  ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός. είναι ένα βιβλίο που ακολουθεί την πορεία τριών γυναικών από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το τέλος του και ψηλαφεί τη σχέση τους με τον έρωτα και την ελευθερία, όπως την ανίχνευσα μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα  σπουδαίων γυναικών του ’30 ’40 και ’60. Οι γυναίκες αυτές ζουν,  όχι ακριβώς παράλληλες ζωές, αλλά σχεδόν επαναλαμβανόμενες μέσα στο χρόνο, αναζητώντας απεγνωσμένα τη ταυτότητά τους, τα θέλω τους, την εσωτερική τους γαλήνη, και βέβαια, την ελευθερία και το αυτεξούσιό τους. Είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο στις γυναίκες, στον άνθρωπο γενικότερα, που αποδεικνύει καθημερινά, ότι ακόμα κι όταν χειραγωγείται ή εξουσιάζεται από το πεπρωμένο του, έχει τη δύναμη να το υπερβεί, εφόσον το έχει πραγματικά αποφασίσει.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Θα επέλεγα τον Μαχφούζ μια που ασχολήθηκα με το έργο του για είκοσι  συναπτά χρόνια και είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Παρακολουθώ κινηματογράφο, όχι όσο παλιά, βέβαια, και προτιμώ τον ευρωπαϊκό. Όσο για το θέατρο, θα σας πω κάτι που ίσως σας ξενίσει με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Αγαπώ το θέατρο, αλλά προτιμώ να διαβάζω τα έργα από το πρωτότυπο κείμενο.  Όσες φορές  αν επιχείρησα να δω παραστάσεις έργων που λάτρεψα, απογοητεύτηκα κι αυτό γιατί μέσα μου τα έχω φανταστεί. Έχω κάνει τη διανομή και τη σκηνοθεσία. Και αφού η φαντασία πάντα ξεπερνά τη πραγματικότητα, το φανταστικό μου έργο πάντα υπερβαίνει εκείνο που εξελίσσεται επί σκηνής. Θεατρικοί συγγραφείς που με έχουν εμπνεύσει και επηρεάσει είναι ο Τ.  Ουίλιαμς και Τ. αλ Χακίμ

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Οι Έλληνες είναι κατεξοχήν λαός της ποίησης. Ακόμα και σήμερα έχουμε πολύ αξιόλογους ποιητές με πλούσια παραγωγή. Επομένως, έχω άφθονο υλικό να διαβάζω που με καλύπτει επαρκώς. Όσες φορές κι αν επιχείρησα να γράψω κάτι σε μορφή ποίησης, απέτυχα οικτρά ή τουλάχιστον αυτό πιστεύω.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Αυτό τον καιρό ξαναδιαβάζω το βιβλίο του Χένρι Μίλερ «Ο τροπικός του καρκίνου». Το είχα πρωτοδιαβάσει πολύ νέα, φοιτήτρια ακόμα στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν τον είχα ‘αφομοιώσει’ αρκετά. Τώρα το διαβάζω με άλλο μάτι, η γραφή του με γοητεύει.

Τι γράφετε τώρα;

Όπως σας είπα, περιμένω την έκδοση του νέου μου βιβλίου. Μέχρι τότε, δεν τολμώ να γράψω κάτι άλλο. Μόνο σκέψεις. Ναι, αυτές βρίθουν στον υπολογιστή μου.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Καλές είναι σε γενικές γραμμές. Θεωρώ πως, αν κάνει κανείς συνετή χρήση του διαδικτύου, μόνο όφελος μπορεί να αποκομίσει.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν αυτή τη συναλλαγή;

Εδώ ο Φάουστ αντάλλαξε την ψυχή του με αντίτιμο την αιώνια νεότητα, αλλά βέβαια προς το τέλος το μετάνιωσε. Μάλλον έτσι θα ένιωθα κι εγώ. Σε πρώτο επίπεδο θα με συνάρπαζε μια τέτοια προοπτική, ενδεχομένως όμως και να το μετάνιωνα.. Το άγνωστο είναι άκρως δελεαστικό, αλλά είναι επίσης και τρομακτικό, έτσι δεν είναι; Πάντως, ο χρόνος, μέχρι τώρα υπήρξε αρκετά επιεικής μαζί μου, χωρίς να του δώσω τίποτα ως αντάλλαγμα κι αυτό, γιατί τα τελευταία χρόνια αρχίζω να συμφιλιώνομαι μαζί του. Πιστεύω, μάλιστα, ότι η συγγραφική μου δραστηριότητα συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτή τη συμφιλίωση.

Ασχολείστε επισταμένα με την μετάφραση λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;

Έχω αφιερώσει ένα πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου στη λογοτεχνική μετάφραση και έχω μεταφράσει πάνω από 100 βιβλία, τα περισσότερα σημαντικών ή βραβευμένων δημιουργών.  Σε γενικές γραμμές, η μεταφραστική μου δουλειά ήλθε ως συνέπεια και συνέχιση των σπουδών μου στη λογοτεχνία, και η συγγραφική ως συνέχεια της μεταφραστικής μου δραστηριότητας. Πριν αρχίσω να γράφω τα δικά μου βιβλία, η λογοτεχνική μετάφραση αποτελούσε το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, μετά την οικογένεια μου, φυσικά. Τώρα δεν μπορώ να πω το ίδιο. Η συγγραφή με έχει κερδίσει και νοιώθω κάποιες ενοχές. Όσο για τη σχέση μου συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα, θα την περιέγραφα μόλις με δυο λέξεις: «Εκλεκτική συγγένεια»

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Το κάθε βιβλίο είχε τη δική του δυσκολία. Το καθένα μου πρόσφερε τις δικές του ηδονές.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Η εικοσαετής ενασχόληση μου με τη μετάφραση  μου έχει εξασφαλίσει πάμπολλες συγκινήσεις, οπότε, από αυτή την άποψη είμαι πλήρης, ή σχεδόν πλήρης. Ωστόσο, σίγουρα υπάρχουν συγγραφείς που θα ήθελα να αναμετρηθώ μαζί τους, αλλά δε νομίζω πως διαθέτω πια το χρόνο ή το κουράγιο. Κάποια στιγμή επέρχεται ο κορεσμός.

Μας έχετε ξεναγήσει με πολλούς τρόπους στον τόπο όπου γεννηθήκατε και ζήσατε, στην Αίγυπτο. Ανεξάντλητος τόπος έμπνευσης, μήτρα της ζωής σας ή απλώς προσωπική πατρίδα;

Όλα αυτά μαζί. Επίσης, είναι ένας τόπος που υπάρχει πάντα στη καρδιά μου. Έπαιξε  σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, στις επιλογές των θεμάτων, των εμμονών μου. Το να κουβαλά κανείς μέσα του δυο κουλτούρες είναι πολύ σημαντικό προσόν για την πνευματική του ωρίμανση. Βέβαια χρειάζεται πολλή δουλειά, για να τα αξιοποιήσει κανείς όλα αυτά. Ελπίζω να βρίσκομαι σε καλό δρόμο.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Νομίζω πως με καλύψατε!

Εντευκτήριο, τεύχος 92 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2011) (κυκλοφ. 5 Μαΐου 2011)

Σελίδες για τον Κώστα Αξελό

Η πολύμορφη γλώσσα μας είναι ως το κόκκαλο φθαρμένη και, αδιαχώριστα α[‘ αυτήν, είναι εξίσου φθαρμένοι και οι δικοί μας τρόποι σκέψης. Μας έχει παραχωρηθεί να προσπαθήσουμε να πούμε το ανείπωτο, που είναι θαμμένο κάτω από τόσα στρώματα λόγων και που το κάλεσμά του παραμένει για μας αρκετά σκοτεινό. Είναι παράλογο να θέλουμε ν’ αποφύγουμε ή να εξαφανίσουμε το ανείπωτο. (Το Ανείπωτο – Απόσπασμα αρ. 29, από το βιβλίο Αυτό που επέρχεται, υπό έκδοση από τις Εκδόσεις της Εστίας)

Αν «η φιλοσοφία κλεισμένη σε βιβλία έχει πάψει να καλεί τους ανθρώπους», όπως έγραφε ο Μερλώ – Ποντύ, ο λόγος του Αξελού μας προσκαλεί και μας προσελκύει επίκαιρος όσο ποτέ, παρών και ολοζώντανος και συν τοις άλλοις ζέων σε αντάξιο 45σέλιδο Εντευκτηριακό Αφιέρωμα, με προδημοσίευση αποσπασμάτων από το τελευταίο βιβλίο του ΄Ελληνα στοχαστή και με κείμενα του φιλόσοφου Ζαν Λωξερουά (μελετητή του έργου του), της Σερβάν Ζολιβέ, του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή και της Στέλλας Μανέ και εργογραφικό σημείωμα.

Ο Αξελός φιλοσόφησε σ’ έναν κόσμο όπου η διερώτηση σπανίζει κι όπου έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη να διατηρήσουμε άλλες δυνατότητες ανοικτές, και ειδικά σε μια νεοελληνική ιστορική πορεία όπου, όπως γράφει ο Δρακονταειδής (Κώστας Αξελός: Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας) ποτέ δεν είχαμε την ψυχραιμία του ερωτήματος, ούτε σήμερα έχουμε την καθαρότητα της απορίας. Ο αγαπημένος του όρος «ξετύλιγμα» ακριβώς υπογραμμίζει την ελκυστικότητα της απορίας κι εκείνος, εισερχόμενος στον λαβύρινθο του ερωτήματος της «μοίρας» του τόπου, πλανάται ως πλάνης και ως πλανώμενος εντός της πλάνης, χωρίς να διστάζει να κάνει με τον εαυτό του συζητήσεις φανταστικές, θέτοντας σε δοκιμασία και δοκιμή το ίδιο του το έργο.

Η Ελλάδα τρέφεται με τη δυτική σκέψη. «Τρέφεται» σημαίνει: δέχεται τους καρπούς που καλλιεργούνται αλλού…Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζουν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι αυτής της χώρας κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο. Σε αυτή την ακαταλληλότητα έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες αυταπάτες της αυτοσυνείδησης του έθνους… [Έτσι]η «μεγάλη ιδέα» δεν οδήγησε στη «μεγάλη Ελλάδα» επειδή δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε ιδέα. Ήταν οπωσδήποτε μια αρκετά ενορμητική αναπαράσταση, ένα όνειρο που στόχευε στο μεγαλείο. Εκείνο που της έλειπε ήταν η σκέψη την οποία ενέχει κάθε ιδέα, η ισχυρή αλήθεια μιας ιδέας που καθιστά το μεγαλείο της πραγματικό….

Όμως εκεί που εικονοπλάθονται οι «άλλες» όψεις του Κώστα Αξελού είναι το εκτενές και αναλυτικό Χρονολόγιο, δια χειρός της επί τρεις δεκαετίες συντρόφου, μεταφράστριας των βιβλίων του στα ελληνικά, λογοτέχνισσας Κατερίνας Δασκαλάκη. Μια κυνηγητική «παράγκα» στη Βάρκιζα του 1924, τόπος διακοπών μιας κατ’ εξαίρεση ελευθεριότητας, οι πρώτες εφηβικές εντρυφήσεις σε Ηράκλειτο, Νίτσε, Μαρξ, Φρόυντ, Ρουσσώ, Ντοστογέφσκι, Χαίλντερλιν, Ρίλκε. Η αποστροφή προς το μεγαλοαστικό του περιβάλλον, την οποία διατήρησε δια βίου. Η ένταξη στην αριστερή παρανομία του εμφυλίου, ως οργανωτικό στέλεχος και θεωρητικός του κομμουνιστικού κινήματος. Η απομάκρυνση από το ορθόδοξο κομμουνιστικό όραμα, η αποδέσμευση μόλις έφτασε στη Γαλλία, για να μείνει έκτοτε μέχρι τέλους αριστερά, πάνω και πέρα από τη διάκριση αριστεράς και δεξιάς. Το πλοίο Ματαρόα, σε ναρκοθετημένη θάλασσα από Πειραιά προς Τάραντα, με Κορνήλιο Καστοριάδη, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστα Παπαϊωάννου στο δρόμο προς το Παρίσι και τη σωτηρία από τους δήμιους της Ελλάδας, το 1945.

Η αρχή των δυο διατριβών για Ηράκλειτο και Μαρξ, το ρίξιμο στο καλάθι των αχρήστων μιας άλλης τριακοσιασέλιδης μελέτης περί φροϋδισμού – μαρξισμού. Οι ερήμην καταδίκες εις θάνατο, οι θυελλώδεις ή ήρεμες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες που όταν τελείωναν εξελίσσονταν σε θερμές και διανοητικές φιλίες. Η ίδρυση του περιοδικού Arguments μιας ομάδας που σκεφτόταν πέρα απ’ τον ορθόδοξο μαρξισμό (Lefebvre, Barthes, Duvignaud…), η φερώνυμη σειρά με τους 116 τόμους, η επιστροφή στην Ελλάδα το 1965 όπου απ’ όλες τις «ανοησίες των διανοούμενων» συγκρατεί για πάντα με συγκίνηση την απλή φράση μιας θείας: πόνεσες παιδάκι μου…, η θεραπεία ύπνου για να χαθεί για ένα μήνα, το τέλος της φιλίας με τον Ζυλ Ντελέζ, η διαμάχη με τον Σαρτρ, το αλησμόνητο μάθημα φιλοσοφία για αρχάριους που έδωσε στην Καζάρμα της Σητείας μπροστά στην κρήνη της Ρούσσας Εκκλησιάς που είχε δωρήσει ο παππούς του.

Να μην ξεχνάμε πως η φύση, δυνατότερη από τον άνθρωπο, την επιστήμη και την τεχνική, απεριόριστη αλλά όχι αναγκαστικά άπειρη, έχει τα όρια της ανοχής και της αντοχής. // Να αφομοιώσουμε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, όπου όλες οι ιδεολογίες χρεοκόπησαν, όσο κι αν εν μέρει πέτυχαν, και να αντιτάξουμε στον δεσπόζοντα πολιτικαντιδισμό μια πιο νηφάλια ένταξη και αντίσταση που να μη στηρίζεται στην απάτη και στην εξαπάτηση, στην κερδοσκοπία και στην εκμετάλλευση.

Ξεφυλλίζοντας την λογοθήκη του τεύχους συναντούμε: κομμάτια από αδημοσίευτα μυθιστορήματα των Μανόλη Ξεξάκη και Πέτρου Τατσόπουλου, διήγημα του Δημήτρη Μίγγα, θεατρικούς μονολόγους των Λεωνίδα Προυσαλίδη και του Μιχάλη Πατένταλη, ποίηση από τους Τόλη Νικηφόρου, Κούλα Αδαλόγλου, Δημήτρη Μάνο, δοκίμια των Δημήτρη Δημητριάδη («Ο πόνος ως πόλη») και Γιώργου Ζεβελάκη (για τον Μαρκόνι Νίκο Καββαδία) κι ένα ιδιόμορφο σχεδίασμα βιογραφίας της Κορνηλίας Ροδοκανάκη-Ροΐδη, μητέρας του Εμμανουήλ Ροΐδη, δια χειρός Ζάχου Καρατσιουμπάνη. Πάντα παρόντα, το φωτογραφικό ένθετο, η ζωγραφική πλαισίωση, η εντός καπνιστηρίου συζήτηση και οι αποχαιρετισμοί στους άξιους φεύγοντες και οι κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, που – θυμίζεται – γράφονται και από λογοτέχνες (Ρούλα Αλαβέρα, Θωμάς Κοροβίνης, Γιώργος Χρονάς, Μαρία Στασινοπούλου).

Να ζεις με ορμή τη ζωή σου και να ετοιμάζεσαι ήρεμα για τον θάνατο. Να είσαι έτοιμος να πεθάνεις σε κάθε στιγμή. Με επιθυμίες ανεκπλήρωτες. Το να προαισθάνεσαι ότι ήδη είμαστε επίσης κατά κάποιο τρόπο νεκροί και ότι δεν έχουμε πια τίποτα να χάσουμε μπορεί να σου δώσει μεγάλη δύναμη και ψυχραιμία και δεν εμποδίζει να ζει κανείς έντονα.

Και σκέφτομαι, τι παράξενο…Αυτή είναι η φιλοσοφία του ροκ, αυτό ακολούθησαν με λόγια και έργα αναρίθμητοι μουσικοί του, που αμφιβάλλω αν διάβασαν ποτέ Αξελό…

Στην μεθεπόμενη ανάρτηση, το τρέχον τεύχος του περιοδικού.  Στην πρώτη φωτογραφία: Μάρτιν Χάιντεγκερ, Κώστας Αξελός, Ζακ Λακάν, Ζαν Μπωφρέ, Ελφρίντε Χάιντεγκερ, Συλβί Μπατάιγ (1955).