Αχιλλέας Πεκλάρης (έρευνα – κείμενα), Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης (φωτογραφία) – Hopes, Dreams and Hard Times [Β΄]

Μέρος Β΄

Καλλιτέχνες, άστεγοι, άνεργοι, μετανάστες, golden boys, φωτογράφοι, πωλητές, λογιστές, επικοινωνιολόγοι, χρηματιστές, χορευτές, πρώην μαστροποί, συνταξιούχοι, επιχειρηματίες, μετρ ξενοδοχείων, οδηγοί ταξί, μουσικοί, εργάτες, διακοσμητές, περιπλανώμενοι, καθηγητές, στελέχη νυν και πρώην, κληρικοί, αστυνόμοι και όποια άλλη ιδιότητα, «επάγγελμα» ή ετικέτα μπορεί να φανταστεί κανείς παρελαύνει από το project του δημοσιογραφικού και φωτογραφικού διδύμου, για να εξιστορήσει την σχέση του με την νέα Νέα Υόρκη, δηλαδή την μετά – 11/9, μετά– Ομπάμα και μετά – Κρίση πόλη. Όλοι έχουν θέση εδώ, από τον Victor Saul Navasky, καθηγητή δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, επίτιμο εκδότη του περιοδικού The Nation, (της αυτοπροσδιοριζόμενης ως) «ναυαρχίδας της αμερικανικής αριστεράς μέχρι μια οικογένεια νεοαφιχθέντων μεταναστών από τα περίχωρα του Κατμαντού.

Η γραφίστρια Dunja Pantic (γεννημένη στη Σερβία, μεγαλωμένη στη Ζιμπάμπουε, σπουδαγμένη σε Γαλλία και Ιταλία) με επιρροές από τόσες εθνότητες αδυνατεί να φανταστεί τον εαυτό της κάπου αλλού. Η Bren Ann Chin, υπεύθυνη ιατρικών αρχείων στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, τονίζει την ύπαρξη μιας πολυεθνικής νεολαίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αμερικής, «όπου η διαφορετικότητα είναι απολύτως απαραίτητη». Η Ασιάτισσα (μογγολικής καταγωγής) Sumiya Myagmarjav νιώθει άνετα έχοντας πρόσβαση σε οτιδήποτε θελήσει που να παραπέμπει στον πολιτισμό της, από κουζίνα μέχρι μουσική. Όμως ο Ali Muare, Σύριος κορνιζάς σε μαγαζί δίπλα στο Σημείο Μηδέν, έζησε για μήνες αντιμέτωπος με την καχυποψία, προσπαθώντας συνεχώς να πείσει ότι «δεν το έκανε αυτός».

Κανείς πολιτικός ως τώρα δεν είχε τολμήσει να μιλήσει ανοιχτά για τις μεγάλες ομάδες θρησκόληπτων οπλοφόρων στο Νότο και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Ακόμα και ο ίδιος ο Ομπάμα διόρθωσε τη δήλωσή του πως «φοβισμένοι άνθρωποι που στρέφονται στα όπλα και τη θρησκεία για καταφύγιο». Κι όπως δηλώνει ένας εκ των συνεντευξιαζόμενων εδώ, όλοι αυτοί «παρ’ ότι όλοι τους δηλώνουν θρήσκοι και παρ’ ότι όλες οι θρησκείες κηρύττουν την αγάπη προς τον πλησίον, αυτό είναι το μόνο που δεν κάνουν. Φοβούνται τους ανθρώπους που έχουν διαφορετικό χρώμα, τους ξένους. Δεν θέλουν να βοηθήσουν το γείτονα τους».

Η Ουγγαρέζα Nemeth Renata, υπεύθυνη υποδοχής σε δικηγορικό γραφείο, έχει δει σε βίντεο κλαμπ στο Βίλατζ και φωτοτυπεία ουρά 25 ατόμων με βιογραφικά και πτυχία στο χέρι κι έχει νοιώσει το φόβο του υπαλλήλου πως εκείνη θα του πάρει τη θέση. Είναι κι αυτή μέλος της γενιάς των αρουραίων (που ορμάνε στα λαγούμια του μετρό κάθε πρωί) και της χάρτινης σακούλας, με το γεύμα για το μεσημβρινό διάλειμμα. Ο άνεργος David Roberts, άλλοτε κωμικός και διασκεδαστής του κοινού στα μπαρ του Χάρλεμ,  φροντίζει πάντα να έχει τον χαρτοφύλακά του γεμάτο από αντίγραφα του βιογραφικού του, λίστα με τηλέφωνα και διευθύνσεις υποψηφίων εργοδοτών και μερικά άλλα άχρηστα πράγματα για να μοιάζει κάπως γεμάτος.

Πάντα υπάρχουν εκείνοι που αρκούνται στην ταπεινή δουλειά τους, όπως ο Reynold Jeffers, που εδώ και χρόνια στέκεται έξω απ’ το Apollo Theater, μοιράζοντας διαφημιστικά για τις συναυλίες που θα γίνουν στο ναό της Μαύρης Μουσικής στην Ανατολική Ακτή (από εδώ έχουν παρελάσει Έλλα Φιτζέραλντ, Σάρα Βων, Μπίλι Χόλιντεϊ, Τζέιμς Μπράουν, Λούθερ Βαντρός). Ξεναγός του εδώ και 25 χρόνια, ξέρει όλη την ιστορία και τα μυστικά του. Μέσα στο Apollo, ο Julius Hollingsworth, θεατρικός συγγραφέας και σερβιτόρος από το Χάρλεμ αισιοδοξεί: Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα ήταν πως όταν έχεις φτάσει στον πάτο, εμφανίζονται άνθρωποι από το πουθενά, για να σε στηρίξουν.

Εδώ οι ταξιτζήδες είναι ευγενικοί και δεν κλέβουν τους πελάτες. Την περισσότερη ώρα μιλούν με ένα hands free σε κάποια «άγνωστη» γλώσσα, πίσω στην πατρίδα. Σπάνιο να βρεις ένα Ιρλανδό, λευκό ταξιτζή, που να τυγχάνει να είναι και ροκ μπασίστας στους tRnzPrNt αλλά να που βρέθηκε και καταθέτει την δική του εμπειρία. Λίγο πιο κάτω, ο βιμπραφωνίστας Christos Rafalides (μαθητής του Τζο Λοκ), που έπαιξε μουσική για την ταινία Καπιταλισμός: η ιστορία ενός έρωτα (Μάικλ Μουρ) δίνει μια εικόνα για την κατάσταση της τζαζ, «της μοναδικής τέχνης που γεννήθηκε στην Αμερική». Μπορεί το New York JVC Jazz Festival να μην πραγματοποιήθηκε το 2009 λόγω έλλειψης χορηγών και να έκλεισε ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της χώρας για το είδος, όμως η δημιουργία νέων μικρών εστιών ζωντανής μουσικής είναι εμφανής, όπως και η αλλαγή της θεματολογίας των περισσότερων τραγουδιών.

Ο ζωγράφος σώματος («η αρχαιότερη τέχνης της ανθρωπότητας») Rainbeau Heart θρηνεί για τους τρεις χιλιάδες νεκρούς των πύργων αλλά και για τους τριακόσιες χιλιάδες που πέθαναν έκτοτε επειδή δεν είχαν χρήματα να πάνε στο γιατρό ή να πάρουν φάρμακα. Η ανυπαρξία δημόσιας πρόνοιας σκοτώνει σαράντα πέντε χιλιάδες Αμερικανούς το χρόνο για τους οποίους κανείς δεν θρηνεί. Ο Αργεντινός καλλιτέχνης τατουάζ Tayda Le Bon προτιμά ένα στούντιο στο Μπρονξ παρά τα σαλόνια του Μπουένος Άιρες: εδώ η διαφορετικότητα και η εκκεντρικότητα είναι απολύτως αποδεκτές έως και επιβραβεύονται.

Από το Στάτεν Άιλαντ όπου βρίσκεται η χωματερή της πόλης (η μεγαλύτερη στον κόσμο), άρα εδώ έρχονταν και τα φορτηγά με τα μπάζα από το Σημείο Μηδέν, ο κριτικός τέχνης – φωτογράφος A.D.Coleman βλέπει πως η Νέα Υόρκη παραμένει το αιώνιο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού και αισιοδοξεί βλέποντας να υλοποιούνται χιλιάδες παραγωγές, εφημερίδες, περιοδικά, εκδόσεις. Μεσίτες όπως ο Marcus Louis Fien βλέπουν ως θετικό της κρίσης την ύπαρξη μικρότερων και φθηνότερων σπιτιών. Τουλάχιστον εδώ τα ενοίκια παραμένουν σταθερά για όσα χρόνια ο ενοικιαστής μένει στο σπίτι (σύμφωνα με τον περίφημο νόμο ελέγχου των ενοικίων της Νέας Υόρκης). Οι Lysette Parker και Nelson Orego, ιδιοκτήτες μάντρας αυτοκινήτων δεν έχουν τίποτα να τους κλέψουν, εκτός από το κρασί και τον σκύλο τους. Οι καλοί φίλοι που έρχονται να τα πούνε κάθε απόγευμα είναι όλη τους η περιουσία.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται από πού έρχονται, μόνο πού πηγαίνουν. Κι όλοι μοιάζουν να έχουν συνάψει μια σιωπηρή συμφωνία του να παραμείνει η Ν.Υ. ο τόπος όπου όνειρα και προσδοκίες γίνονται πραγματικότητα.

Δημοσίευση του Α΄ μέρους στην προηγούμενη ανάρτηση, εδώ.  Στις φωτογραφίες: Dunja Pantic (γραφίστρια – εικονογράφος από Σερβία/Ζιμπάμπουε), Eddie Martinez (εργάτης από το Πουέρτο Ρίκο), Lysette Parker & Nelson Orego (Πουέρτο Ρίκο, ιδιοκτήτες μάντρας αυτοκινήτων, όπου και ζουν), John “The Dog” Hook (προδομένος στρατιώτης του Κόλπου, άστεγος στην Τάιμ Σκουέαρ).