Slavoj Žižek – Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα

Φαρσωδία

Tίτλοι τέλους. Όχι, λάθος.

Στις 9 Νοεμβρίου 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ανήγγειλε την «ευτυχισμένη δεκαετία του ’90» και την πραγμάτωση της ουτοπίας του «Τέλους της Ιστορίας» (με τα λόγια του Φράνσις Φουκουγιάμα), την επαλήθευση ότι η έλευση μιας παγκόσμιας φιλελεύθερης κοινότητας. Η φιλελεύθερη δημοκρατία θεωρήθηκε νικήτρια. Το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους 12 χρόνια μετά έβαλε τέλος σηματοδοτώντας τη μετάβαση σε μια εποχή νέων τειχών (πέριξ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσα σε ΗΠΑ – Μεξικό, σε Ισραήλ και Δυτική Όχθη, στο εσωτερικό εθνικών κρατών). Καμιά Ιστορία δεν τελείωσε, ίσα ίσα.

Τίτλοι αρχής

Ο Μαρξ άρχισε την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη με μια διόρθωση της ιδέας του Χέγκελ ότι η ιστορία κατ’ ανάγκην επαναλαμβάνεται, προσθέτοντας: τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλην σαν φάρσα. Την δεκαετία του 1960 ο Χέρμπερτ Μαρκούζε πρόσθεσε τη δική του προέκταση: κάποιες φορές η κωμική επανάληψη μπορεί να είναι πιο τρομερή από την αρχική τραγωδία. Η μαρξιστική προσθήκη στην εγελιανή ιδέα της ιστορικής επανάληψης επαληθεύεται πολλάκις στο βιβλίο του Ζίζεκ, στο οποίο άλλωστε χάρισε τον τίτλο.

Ευρώπη, το προπύργιο των ποιών;

Το 2007 επτά τυνήσιοι ψαράδες πέρασαν από δίκη στη Σικελία για το έγκλημα ότι είχαν σώσει σαράντα αφρικανούς μετανάστες από βέβαιο θάνατο στη θάλασσα («συνέργεια σε παράνομη μετανάστευση»), προφανώς για να αποθαρρυνθούν τα πληρώματα άλλων πλοίων να κάνουν το ίδιο. Η ίδια δικαιοσύνη δεν παρενέβη σε περιπτώσεις άλλων ψαράδων που χτύπησαν τους μετανάστες με ραβδιά για να πνιγούν. Η έννοια του homo sacer – αυτού που αποκλείεται από την πολιτική τάξη και μπορεί να φονευθεί ατιμωρητί – την οποία έχει εισηγηθεί ο Giorgio Agamben λειτουργεί πλήρως στην καρδιά της ίδιας εκείνης Ευρώπης που θεωρεί εαυτήν ως το υπέρτατο προπύργιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρωπιστικής βοήθειας. Αρκεί βέβαια να είσαι δικός μας. Αν όχι, βρες μια τρύπα να κρυφτείς.

Ο ηγέτης – απατεώνας

Η εικόνα του Μπερλουσκόνι ως «ανθρώπινου, πολύ ανθρώπινου» ηγέτη δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω. Η σύγχρονη Ιταλία αποτελεί ένα είδος πειραματικού εργαστηρίου όπου προδιαγράφεται το μέλλον μας. Αν το σημερινό πολιτικό σκηνικό είναι μοιρασμένο ανάμεσα στην επιτρεπτική – φιλελεύθερη τεχνοκρατία και στον φονταμενταλιστικό λαϊκισμό, ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποιεί και τα δυο ταυτόχρονα· άρχει δια της κυνικής υπονόμευσης του ηθικού αλλά και της αξιοπρέπειας με την οποία συνδέεται το ύψιστο αξίωμα του κράτους. Το στοίχημά του είναι ότι ο λαός θα ταυτιστεί μαζί του, εφόσον υποδύεται την εικόνα του μέσου Ιταλού: «Είμαι ένας από εσάς, ολίγον διεφθαρμένος, έχω μπερδέματα με το νόμο, τσακώνομαι με τη σύζυγό μου, με ελκύουν άλλες γυναίκες». Ο πομπώδης τρόπος του μοιάζει με το γελοία οπερατικό όνειρο ενός φτωχού. Δεν πρέπει να μας ξεγελάσει: πίσω από το προσωπείο του κλόουν κρύβεται ένας αριστοτεχνικός χειρισμός της κρατικής εξουσίας κι αν γελάμε υπερβολικά μαζί του παίζουμε το παιχνίδι του. Βέβαια η τεχνοκρατική διοίκηση και το προσωπείο του κλόουν δεν αρκούν· χρειάζεται κάτι περισσότερο, κι αυτό είναι ο φόβος. Φόβος για ένα δικέφαλο τέρας, του μετανάστες και τους κομμουνιστές.

Σοκ (και λίγο δέος)

Η επίθεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ στηρίχτηκε στην ιδέα ότι, ύστερα από την εφαρμογή της πολεμικής στρατηγικής «σοκ και δέος», η χώρα θα μπορούσε να οργανωθεί ως παράδεισος της ελεύθερης αγοράς, αφού ο τραυματισμένος λαός δεν θα προέβαλλε καμιά αντίσταση και αλλά, έχοντας μετατραπεί ήδη σε μια ιδεολογική tabula rasa, θα ήταν έτοιμος να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων. Μήπως λοιπόν και η παρούσα οικονομική κατάρρευση χρησιμοποιηθεί σαν ένα «σοκ» που θα δημιουργήσει τις κατάλληλες ιδεολογικές συνθήκες για περαιτέρω φιλελεύθερη θεραπεία; Μερικές από τις πιο κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που τείναμε να θεωρούμε σαδιστικές ενέργειες αντιδημοκρατικών καθεστώτων, στην πραγματικότητα είτε διαπράχθηκαν με την πρόθεση να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός είτε χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να προλειανθεί το έδαφος για την εισαγωγή ριζικών «μεταρρυθμίσεων» υπέρ της ελεύθερης αγοράς μας θυμίζει η Ναόμι Κλάιν (Το δόγμα του σοκ)

Έτσι κι αλλιώς άλλοι φταίνε

Πιθανώς το κύριο καθήκον της κυρίαρχης ιδεολογίας (με παλιομοδίτικους μαρξιστικούς όρους) είναι ακριβώς να επιβάλει μιαν αφήγηση η οποία θα επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση όχι στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καθεαυτό, αλά σε δευτερεύουσες και συγκυριακές παρεκκλίσεις (π.χ. διαφθορά των μεγάλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, φορολογικά συστήματα και φοροδιαφυγές). Ομοίως στην εποχή του Υπαρκτού Σοσιαλισμού οι αμύντορες της σοσιαλιστικής ιδεολογίας υποστήριξαν ότι η αποτυχία των «λαϊκών δημοκρατιών» ήταν η αποτυχία μιας μη αυθεντικής εκδοχής σοσιαλισμού, όχι της ιδέας καθαυτήν, καταλήγοντας ότι τα καθεστώτα τους έχρηζαν ριζικών μεταρρυθμίσεων παρά ανατροπής και κατάλυσης. Η απατηλή, επικίνδυνη μοιρολατρική πεποίθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, ακόμα και αν δεν είναι ο καλύτερος δυνατός, είναι ο λιγότερο κακός, οπότε οποιαδήποτε ριζική αλλαγή θα κάνει τα πράγματα απλώς χειρότερα.

Αυτοπαραμύθιασμα

Οι Ευμενίδες του Τζόναθαν Λίτελ παρουσιάζουν με έξοχο τρόπο μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ολοκαυτώματος από την οπτική γωνία ενός άμεσα αναμεμειγμένου Γερμανού, προτείνοντας μια μυθιστοριοποιημένη ναζιστική εκδοχή του Πρίμο Λέβι και προσφέροντας ένα καίριο φροϋδικό δίδαγμα: πρέπει να απορρίψουμε την ιδέα ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να καταπολεμούμε την δαιμονοποίηση του Άλλου είναι να τον θεωρήσουμε ολόπλευρα ως πρόσωπο με υποκειμενικό βάθος και να ακούσουμε την ιστορία του. Μπορούμε να δεχτούμε ότι οι λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής αντισταθμίζουν τις φρικαλεότητες της κυριαρχίας κάποιου; Ο πλούτος του εσωτερικού βίου εδώ είναι μια απάτη:  Οι ιστορίες που αφηγούμαστε στον εαυτό μας για τον εαυτό μας προκειμένου να αιτιολογήσουμε ό,τι κάνουμε είναι ένα ψεύδος και χρησιμοποιούνται για να συγκαλύψουν την αληθινή ηθική διάσταση των πράξεών μας – η αλήθεια βρίσκεται μάλλον έξω, σε αυτά που πράττουμε. (σ. 66). Το αφόρητο στην περίπτωση των ναζί εκτελεστών δεν είναι οι τερατωδίες που διέπραξαν, όσο το πόσο «πολύ ανθρώπινοι» παρέμεναν ενόσω τις διέπρατταν.

Η ίδια στρατηγική ιδεολογικού «εξανθρωπισμού» αποτελεί κομβικό συστατικό της αυτοπαρουσίασης των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων: καθώς οι στρατιώτες παρουσιάζονται ως συνηθισμένοι άνθρωποι, καλλιεργείται η ψευδής ιδέα ότι παρά τις πολιτικές μας διαφορές είμαστε όλοι κατά βάση ανθρώπινα πλάσματα με τις ίδιες αγάπες και έγνοιες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ Tsahal του Κλοντ Λαντσμάν, με στρατιώτες να υποδύονται τον «συνηθισμένο, ανθρώπινο εαυτό τους», για να δώσουν ανθρώπινο πρόσωπο στις πράξεις τους και με ειρωνικό αποκορύφωμα την εμφάνιση του Αριέλ Σαρόν ως φιλειρηνικού αγρότη (!). Παρόμοια διαδικασία «εξανθρωπισμού» παρατηρείται βέβαια και στις μπλοκμπάστερ ταινίες όπου οι αρχικά μονοδιάστατοι ήρωες παρουσιάζουν καταλεπτώς τις αβεβαιότητες, τις αδυναμίες, τους φόβους τους (όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ούλρικε Μάινχοφ στο Der Baader Meinhof Komplex).

Ζήσε την εμπειρία, ζήσε την εμπειρία, ζήσε την εμπειρία, ζήσε την….

Το «νέο πνεύμα» του καπιταλισμού περιλαμβάνει και την περίπτωση του «πολιτιστικού καπιταλισμού»: ο κύριος λόγος για τον οποίο αγοράζουμε εμπορεύματα δεν είναι ούτε η ωφελιμότητά τους ούτε πλέον  έκφραση κοινωνικού κύρους αλλά για να αποκομίσουμε την εμπειρία που παρέχουν, να προσδώσουμε νόημα στη ζωή μας. Αν εκείνο που πραγματικά μετράει είναι η εμπειρία, γιατί να μην επιδιώκουμε μόνο αυτήν παρακάμπτοντας τη χονδροειδή οδό της πραγματικότητας, όπως ακριβώς στη δυστοπική Ολική επαναφορά μπορούσε κανείς να αγοράσει τις αναμνήσεις ενός ταξιδιού;

Η επιχείρηση Στάρμπακς γνωρίζει καλά το παιχνίδι όταν παρουσιάζει τις καφετέριές της ως υποκατάστατα κοινότητας, το δε πρόγραμμά της Ethos Water («κάθε φορά που αγοράζεις το νερό μας υποστηρίζεις ανθρωπιστικά προγράμματα στην Αφρική, την Λατινική Αμερική» κ.λπ.), το οποίο βέβαια παραλείπει να αναφέρει ότι το νερό που πουλάνε κοστίζει ακριβότερα από οπουδήποτε αλλού, είναι ενδεικτικό της ενσωμάτωσης της κληρονομιάς του ’68: αυτό που μετράει είναι η «αυθεντική εμπειρία». Κάπως έτσι και ο Τσε Γκεβάρα έχει καταστεί «το κατεξοχήν μεταμοντέρνο ίνδαλμα» εκφράζοντας συγχρόνως τα πάντα και τίποτα, κοινώς οτιδήποτε θέλουμε να εκφράσει. Ως συνήθως η ακίνδυνη οσιοποίηση συνδυάζεται με το αντίθετό της, με την αισχρή εμπορευματοποίηση: μια αυστραλιανή εταιρεία λάνσαρε πρόσφατα το παγωτό «Cherry Guevara» εστιάζοντας – που αλλού; – στη «γευστική εμπειρία».

Επιτρέπεται;

Ο Ζαν-Κλοντ Μιλνέρ αντιλαμβάνεται με μεγάλη οξυδέρκεια πώς το κατεστημένο κατόρθωσε να εξουδετερώσει όλες τις απειλητικές συνέπειες του ’68 ικανοποιώντας τις διεκδικήσεις νέων δικαιωμάτων υπό τύπον απλώς «αδειών»: η «επιτρεπτική κοινωνία» [permissive society] απλώς διευρύνει τα όρια αυτού που επιτρέπεται να κάνουν τα υποκείμενα, χωρίς να τους δίνει καμιά επιπλέον εξουσία. Όπως γράφει ο Μιλνέρ ένα δικαίωμα δίνει πρόσβαση στην άσκηση μιας εξουσίας εις βάρος μιας άλλης εξουσίας, ενώ μια άδεια δεν μειώνει την εξουσία εκείνου που την παραχωρεί. Κάπως έτσι συμβαίνει με τα δικαιώματα του διαζυγίου, της άμβλωσης, του γάμου των ομοφυλοφίλων. Εδώ κρύβεται το «μυστικό της γαλήνης που επικράτησε στη Γαλλία την τελευταία τεσσαρακονταετία». Ενώ ο Μάης στόχευε σε μια συνολική πολιτικοποιημένη δράση, το πνεύμα του μεταλλάχθηκε στην κατεξοχήν μορφή κοινωνικής παθητικότητας: την αποπολιτικοποιημένη ψευδοδραστηριότητα.

Ζητούνται επαναστάτες, πληροφορίες εντός

Για ποιο λόγο όμως η εργατική τάξη δεν ολοκληρώνει το πέρασμα από το καθ’ εαυτήν στο δι’ εαυτήν και δεν συγκροτείται ως επαναστατικός δρων; Το πρόβλημα αυτό στάθηκε το βασικό κίνητρο για τη στροφή στην ψυχανάλυση, που επιστρατεύτηκε ακριβώς για να εξηγήσει τους ασύνειδους λιμπιντικούς μηχανισμούς που εμποδίζει την άνοδο μιας ταξικής συνείδησης, μηχανισμού που είναι εγγεγραμμένοι στο ίδιο το Είναι/Κοινωνική Κατάσταση της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό τον λόγο, ο δυτικός μαρξισμός αποδύθηκε σε μια διαρκής αναζήτηση άλλων κοινωνικών δρώντων – επαναστατικών υποκειμένων – αναπληρωτών της απρόθυμης εργατικής τάξης: χωρικών του Τρίτου Κόσμου, φοιτητών, διανοούμενων κλπ κλπ. Εδώ κάθε φορά αναζητείται το «δυναμικό οργής» των απογοητευμένων και όλες οι επιτυχημένες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ακολούθησαν το ίδιο πρότυπο: εκμεταλλευόμενες μια τοπική ευκαιρία σε μια ακραία και κρίσιμη κατάσταση.

Διακρίνονται από Αριστερά: Losers και Μαχητές

Ο Ζίζεκ θυμάται την σκωπτική φράση του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο προς τους φρανκιστές στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα το 1936: Θα νικήσετε, αλλά δεν θα πείσετε. Και αναρωτιέται: Είναι η Αριστερά καταδικασμένη να συνεχίσει να παίζει το ρόλο εκείνων που πείθουν αλλά εξακολουθούν μολαταύτα να ηττώνται (και που είναι ιδιαίτερα πειστικοί στο να εξηγούν εκ των υστέρων τους λόγους της αποτυχίας τους); Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να πει η σημερινή Αριστερά στον θριαμβεύοντα παγκόσμιο καπιταλισμό; Αν έχει μέχρι σήμερα σπιλώσει εκείνους που κατέχουν την εξουσία μήπως θα έπρεπε πλέον να τους ευνουχίσει;

O Ζίζεκ εδώ είναι απόλυτος. Διαφωνεί με το «Έπειτα από την τραγωδία του ολοκληρωτισμού του εικοστού αιώνα κάθε συζήτηση περί επιστροφής στον κομμουνισμό δεν μπορεί παρά να είναι αστεία» και υποστηρίζει πως αν ο κομμουνισμός είναι μια «αιώνια» ιδέα, τότε πρέπει να επανεφευρίσκεται σε κάθε νέα ιστορική κατάσταση. Στην ερώτηση – τίτλο πρόσφατης επιφυλλίδας του Έρικ Χόμπσμπαουμ: «Ο σοσιαλισμός απέτυχε, ο καπιταλισμός χρεοκόπησε. Τι ακολουθεί;» απαντάει «Ο κομμουνισμός» και πασχίζει να βρει ένα νέο τρόπο ύπαρξης αυτής της Ιδέας. Άλλωστε εξαρχής έχει παραδεχτεί πως οι αναλύσεις του είναι στρατευμένες και «μεροληπτικές», γιατί η αλήθεια γίνεται προσπελάσιμη μόνο όταν κανείς συντάσσεται με τη μια πλευρά.

Η ισότητα μεταξύ λευκών και μαύρων που προβάλλεται ως μέρος του Αμερικανικού Ονείρου και αντιμετωπίζεται ως αυτονόητο πολιτικοηθικό αξίωμα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 υποστηριζόταν μόνο από τους κομμουνιστές των ΗΠΑ, ενώ η προτίμηση της Εκκλησίας στους μοναρχικούς θεσμούς είναι αδιαμφισβήτητη. Όλα τα στοιχεία που σήμερα ταυτίζουμε με την ελευθερία και τη φιλελεύθερη δημοκρατία κατακτήθηκαν μέσα από έναν μακρύ και δύσκολο αγώνα από πλευράς των κατώτερων τάξεων και κάθε άλλο παρά «φυσική» συνέπεια των καπιταλιστικών σχέσεων.

Εκδ. Scripta, 2011, μτφ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, 226 σελ. [First as tragedy, then as farce, 2011].

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr