Συλλέγοντας απορημένα βλέμματα
Αναρωτιέμαι κάποτε τι να είναι η πατρίδα. Και βρίσκω πως είναι τα παλιά μου παιχνίδια, οι φίλοι του δημοτικού που σκορπίσανε στους πέντε ανέμους, η βρύση που πρωτοήπια νερό με τη χούφτα μου, το μουλάρι που χάιδεψα παιδί το λαιμό του… Κι άμα πηγαίνει ο νους στην Αμμόχωστο ή την Κερύνεια, πατρίδα είναι τα ρουχαλάκια του μωρού, αφημένα να κρέμονται στη βιάση της φυγής σε μια ταράτσα, για να τα πλένει χρόνια τώρα η βροχή και να τα σιδερώνει ο άνεμος γράφει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, σ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που εκφωνήθηκε στην Πύλη Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, το 1985 και δημοσιεύτηκε αργότερα στο περιοδικό Εντός των Τειχών (εδώ σ. 269).
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος ανθολόγος ήδη μας καθοδηγεί από την εισαγωγή: Η Λευκωσία σ’ εξωθεί να μάθεις γραφή και ανάγνωση της ιστορίας, ενεργοποιώντας αδήλωτες περιοχές του ιδιαίτερου κόσμου σου. Αυτά που δεν προσέχουμε και προσπερνάμε, γράφει, αυτά ακριβώς κρατούν ουσιώδη στοιχεία του εσωτερικού ιστού και ρυθμού μιας πόλης. Το μάτι δεν πρέπει μόνο να βλέπει αλλά και να διαβλέπει· την ώρα που παρατηρούμε χρειαζόμαστε και το οφθαλμό της αναπόλησης. Η πόλη μαζί με όλες τις διακλαδώσεις των γενετικών της στοιχείων, δεν αρκεί να ιδωθεί μόνο οπτικά αλλά επιβάλλεται και να νοηθεί απτικά, να την ανασάνεις σαν ρεύμα της ζωής και σαν «γνώση που δεκαπλασιάζει τη θλίψη» και να επωμιστείς «την συνείδηση του μεγάλου πόνου».
Στα διάχυτα αμφιθυμίας Πικρολέμονα ο Λόρενς Ντάρρελ αναφέρεται στην εποχή που εργάστηκε ως καθηγητής αγγλικών στο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, «το τέλειο εργαστήριο μελέτης του εθνικού αισθήματος στην εμβρυώδη του κατάσταση» όπου «άνθιζε ο δονκιχωτικός και παράλογος έρωτας προς την Αγγλία σε μακάρια συνύπαρξη με το στοιχειωμένο όνειρο της Ενώσεως». Ο Ντάρρελ περιγράφει την διπολικότητα και την διαδοχή των αισθήσεων, μια κατάσταση «παράδοξη και αντιφατική» καθώς η αντιβρετανική αναρχία εναλλασσόταν με την απαγγελία Μπάϋρον με δάκρυα στα μάτια. Σε άλλες εποχές και περιστάσεις, οι πλάνητες του Γιώργου Χρ. Κυθραιώτη «νοσταλγούν συνεχώς κάποια μέρα που παράπεσε, λεν, κάπου ανάμεσα Δευτέρα και Τρίτη. (…) γυρνάν εδώ και εκεί απαρηγόρητοι μαζεύοντας θραύσματα και κομμάτια και όλοι παιδεύονται να συνταιριάξουν ξανά ένα παλιό ψηφιδωτό που μόλις θυμούνται· (…) όλο προσπαθούν να οργανώσουν πορείες επιστροφής – επιστροφής στο χαμένο χρόνο – κι αναζητούν μιάν αιθρία στο κέντρο της πόλης, έναν κήπο αναμονής μέσα στην έρημο του μπετόν κι ύστερα μια καμαρόπορτα που, ακόμα κι αν δεν βγάζει στον παράδεισο, τουλάχιστον να τους βγάλει απ’ την κόλαση που ζήσανε ως εδώ (σ. 303).
Στο αυτοβιογραφικό «Nicossiensis» της Νίκη Μαραγκού η διεισδυτική ματιά του λογοτέχνη συναντά την τρυφερή μνήμη του αυτόχθονα: από τη μία το τρέξιμό της με το ποδήλατο στον ατέλειωτο μακρύ διάδρομο της κλινικής του πατέρα της και τα πρώτα ραντεβού πάνω στους τρούλους της Αγίας Σοφίας, στις σαν πέτρινη σαιζ λονγκ κοιλότητες ανάμεσά τους· από την άλλη η κλειστή κοινωνία των δημοσίων υπαλλήλων και της αποικιοκρατίας και η διαχωριστική γραμμή που θα κόψει την πόλη στη μέση και θα ερημώσει την περιοχή: στο καφενείο Spitfire μόλις που διάβαζες πια την επιγραφή, μια παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα… Κι αν η συγγραφέας, αργότερα, στην βορειοευρωπαϊκή θλίψη έχασε τα μολύβια της, τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας και το βραδινό δυτικό αεράκι που σπάει την κάψα της κίτρινης πεδιάδας γύρω από την Μεσαορία τής τα «ξαναφανέρωσαν», ακόμα και τώρα που «εκτός των τειχών τα σπίτια μοιάζουν να βγήκαν μέσα από τα τηλεοπτικά σενάρια».
Ιδιαίτερες σελίδες κοσμούν το άρθρο του Αλμπέρ Καμύ στην εφημερίδα L’ Express (1955) μετά την θανατική καταδίκη του Μιχαλάκη Καραολή, ένα κομμάτι από Το πουκάμισο του Κενταύρου του Χριστόφορου Μηλιώνη (που εργάστηκε για λίγα χρόνια ως φιλόλογος στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου), το συναρπαστικό διήγημα του Νέαρχου Γεωργιάδη «Αναστήσου σήμερα, πέθανε αύριο» από το βιβλίο του Ο αναλγητήρ και άλλα διηγήματα (μια ανασκευή της ζωής από το μέλλον προς το παρελθόν, σαν μια πορτοκαλόφλουδα που ξαναγίνεται καρπός) και το προσφάτως φλέγον και φλεγόμενο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη, με τους σπαρασσόμενους ή ψυχραιμότερους ελλαδίτες βετεράνους και τα μετατραυματικά σύνδρομα σε μια Κύπρο όπου οι νεκροί πλέον ενηλικιώνονται και οι ζώντες αναρωτιούνται: Πού όμως βρίσκονται στ’ αλήθεια οι νεκροί; Στα κενοτάφια του τύμβου, στα αποστειρωμένα δοχεία του ινστιτούτου, στις μνήμες φίλων και εχθρών, στην ιστορία ή στη γεωγραφία; Όποιος βρει πού φωλιάζει ο άνεμος θα λύσει και τούτο το μυστήριο.
Ανθολογούνται, μεταξύ άλλων, οι Λεύκιος Ζαφειρίου, Ντίνα Κατσούρη, Ήβη Μελεάγρου, Νίκος Ορφανίδης, Μιχάλης Πιερής αλλά και πλείστα κείμενα από διαλέξεις, λευκώματα, εφημερίδες και περιοδικά (από τα παλαιότερα, όπως ο Κύκλος, στα σύγχρονα Ακτή, Άνευ, Εντός των τειχών, Μαθητική Εστία, Νέα Εποχή κ.ά.) – ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που σπανίζει σε σχετικά ανθολογήματα. Όπως και στις άλλες ανθολογίες της σχετικής σειράς, παλαιότερες και σύγχρονες φωτογραφίες πλαισιώνουν τα κείμενα· στην ουσία ένα «συνεχές» κείμενο, που δικαιώνει την δεδηλωμένη πρόθεση του ανθολόγου (την προσθήκη του δικού του απορημένου βλέμματος στο βλέμμα του αναγνώστη – περιδιαβαστή) και την πίστη του πως «το μυθικό πρόσωπο της πόλης, μορφοποιείται πληρέστερα εάν αναγνώσουμε την ιστορία ωσάν μυθιστόρημα – άλλωστε η τέχνη του μυθιστορήματος ανοίγει παράθυρα σε πολυπρισματικές αναγνώσεις».
Αθήνα Μεταίχμιο 2010, 424 σελ.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 94 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011). Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία η Λευκωσιανή Πλατεία Ελευθερίας εν έτει 1955.