Αν υπάρχει θεαματικότητα στην ακοή, τότε η δίδυμη κολλητή έναρξη του Πυρετικού Ονείρου [Goinswimmin, Wanna Let It Go], την εκφράζει πλήρως: πρώτα ένα επαναλαμβανόμενο φωνητικό sample πάνω σε μια κολλώδη trip hop επιφάνεια κι ύστερα ένα οινοπνευματικό συνθορίπ που τριπχοπίζει και νταμπίζει ακόμα περισσότερο. Πού βρισκόμαστε; Σε δοκιμαστικές ηχογραφήσεις των Burial ή των Flying Lotus; Η απατηλάδα διαρκεί ακόμα περισσότερο με την κολλητική μελωδία του Revi Is Divad που γλυτώνει το chillwave γλίστρημα και διασώζεται άκομψα με την ακαμψία του hip hop.
Υπάρχει αρκετό σκάψιμο των ηλεκτρονικών 90ς εδώ, αλλού κρυφό αλλού φανερό (π.χ. στο No Choice) κι αν υπάρχει ως έννοια ο υπνωτικός χορός, αυτόν σέρνει το Dahorses, με τις μαύρες του φωνολούπες ως τη μέση (συχνότατα τα τραγούδια έχουν δυο μέρη) και με τις ζαλιστικές του κλαγγές ως το τέλος. Τα θηλυκά μονοτονίζοντα φωνητικά του Lady Lambin’ μοιάζουν να βγαίνουν από τα παλιά παραμορφωτικά κουτιά των πρώιμων Cocteau Twins – σε σημείο δηλαδή να σπεύσω στα πιτς για να βεβαιωθώ πως η κυρία δεν λέγεται Lady Liz αλλά Lady Lamb.
Στο όνομα και πράμα Όνειρο σε Κατάσταση Πυρετού παρευρίσκονται τα προσκεκλημένα μέλη της Αδελφότητας των Αντικονιδών κ.κ. Dax Pierson των Subtle και οι Why?. Το Talk in Technicolor όπου τραγουδάει ο πρώτος Μαρβινγκεΐζει αυστηρώς ακατάλληλα, ενώ το Boom Boom Boom όπου «δειγματίζει» ο Yoni Wolf αντηχεί υπέροχα τα ηλεκτρονικά συναισθήματα αλλά θα μπορούσε ακόμα περισσότερο να αποτελέσει μέρος ενός συγκλονιστικού κομματιού – κι όχι όλον όπως τώρα. Το ίδιο συμβαίνει και αλλού: το Sugarpeeeee θα αποτελούσε κάλλιστα tune ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού και το μίνιμαλ παιχνίδισμα του Tagine εξαντλείται στον εαυτό του και δεν εξελίσσεται παραπέρα. Κάτι που μάλλον προλαβαίνουν τα έξοχα Feverdreamin και Wrap.
Κι ίσως εδώ ακριβώς είναι το δικό μας παράπονο αλλά και η διπλή παγίδα που μας στήνει ο δίσκος τρία χρόνια μετά το υπέροχο Resurgam. Από τη μία μάς δημιουργείται η εντύπωση πως όλα τα ευάκουστα εδώ παραμένουν ημιτελή παιχνίδια, αχρησιμοποίητες εισαγωγές, πανέτοιμα γεμίσματα μιας πλουσιότερης σύνθεσης που …που δεν καταφτάνει ποτέ! Από την άλλη οι ιδιότητες του Alias ως συνιδρυτή της Anticon και άρα ακουστή άπειρων νέων προτάσεων και πειραματίσεων πάνω σε κάθε σύγχρονο χιπ χοπ και σε κάθε σύγχρονη ρυθμική ηλεκτρόνικα – σε προδιαθέτουν ακριβώς για το νέο, τη ρήξη, το παραπέρα βήμα, ακόμα κι αν γίνει ενοχλητικό, αγριευτικό ή κολαστικό. Ίσως άδικο για τον ίδιο: έβγαλε έναν ακροατικώς απολαυστικότατο δίσκο που καλύτερα να είχε άλλη υπογραφή κι όχι τη δική του!
Δηλαδή ευάκουστο, αλλά με κρατημένες πισινές. Θεαματικότατο αλλά συμμαζεμένο, με πρωτοτυπίες λιγότερες αλλά μελωδίες πάντα ισχυρές, λιγότερο τολμηρό, αλλά χορταστικό και αβάρετο. Με θόρυβο απορρυπαντικό που δεν ξεφεύγει ποτέ σε ηχορρύπανση. Σαν απλή επίδειξη δυνάμεων, ο δίσκος αυτός μοιάζει να φτιάχτηκε εύκολα, πολύ εύκολα. Υπάρχει βέβαια και η ψυχολογική – κοινωνιολογική ερμηνεία: ο κατά κόσμον Brendon Whitney δήλωσε πως εμπνεύστηκε τον δίσκο από τη γέννηση της κόρης του. Αν είναι έτσι, χαλάλι για την μικρή. [8/10]
Πρώτη δημοσίευση: εδώ. Παρουσίαση παλαιότερου δίσκου του Alias, εδώ.