«Ξέρεις, ο έρωτας, η εγκατάλειψη, η σαρκική επαφή…αλλιώς παρουσιάζονται στον κινηματογράφο κι αλλιώς είναι στη ζωή. Στο σινεμά τα ρίσκα των ηρώων έχουν πάντα διέξοδο. Ενώ στη ζωή όλα μπορούν να μεταβληθούν σε μια στιγμή, τα πάντα έχουν σημασία και κόστος, ακόμα και οι μικρότερες λεπτομέρειες. Μια μυρουδιά, μια κακή σύμπτωση, οι υπερβάσεις που δεν τολμούμε να κάνουμε, τα κόμπλεξ μας…»
… εξομολογείται στην συνομιλήτριά του ο επιβάτης στο φέρι μπόουτ της μισοάγονης γραμμής, με την οικειότητα των συνταξιδιωτών που γνωρίζουν πως θα περάσουν τις επόμενες ώρες μαζί. Λίγο νωρίτερα, η εικόνα ενός ζευγαριού έχει ενεργοποιήσει το μνημονικό των σχέσεών του, μια σειρά γυναικών που κυρίως πρόδωσε, τιμώντας την ιδιότητα του κυνηγού και κατακτητή. Μια νοητή γραμμή χωρίζει τα συν και τα πλην: από την μία η ικανοποίηση του εγωισμού, από την άλλη η αθεράπευτη ψυχή. Στο απέναντι περαστικό πλοίο, σκέφτεται, άλλοι ταξιδιώτες ίσως κάνουν τον δικό τους απολογισμό ζωής, βέβαιος για την κυριαρχία κι εκεί των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Μπροστά στην κλιμακούμενη οικειότητά του, η συνομιλήτρια παλεύει ανάμεσα σε δυο ποτάμια, «το ένα ορμητικό, της ερωτικής επιθυμίας, και το άλλο ήρεμο μα με πολύ νερό, αυτό των αναστολών της». Ποιο τρίτο νερό, άραγε, θα υπερισχύσει; [«Το ρίσκο»].
Το – σχεδόν – δεκασέλιδο «Συναξάρι» αποτελεί έναν διαφορετικό κατάλογο: εδώ καταγράφονται όλοι όσοι έζησαν σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι, ένα φτωχικό δυάρι του δευτέρου ορόφου μιας τετρακατοικίας, αλλά και όλα τα δράματα που ταλαιπώρησαν τον καθένα: δραματικές μεταναστεύσεις, ψυχροπολεμικές σχέσεις, ασθένειες. Ο αφηγητής, ο τελευταίος που του έλαχε να κλείσει για τελευταία φορά την εξώπορτα, επιστρέφει για να εγκρίνει την αντιπαροχή του οικοπέδου αλλά το νοικιάζει σ’ έναν μετανάστη κι έτσι ο βασανισμένο σπίτι αποκτάει την ζωή που του αξίζει: Δέκα το βράδυ, και το σαλόνι απέναντι φεγγοβολάει, θαρρείς κι είναι πρωτοχρονιά. Μια μουσική από χώρα μακρινή, με λόγια ακατάληπτα, σκορπίζεται στη νύχτα. Και πίσω απ’ τα θεοσκότεινα παράθυρα των άλλων διαμερισμάτων βλέπω κάτι φλογίτσες, τη μία δίπλα στην άλλη, που λαμπυρίζουν σαν δακρυσμένα μάτια. Αδιαφορώντας για το συμφέρον του και για την αντίδραση των άλλων, έχει πάρει ήδη την απόφασή του, καθώς η νέα ζωή του κτιρίου του προκαλεί μια παράξενη χαρμολύπη, γιατί είναι πάλι ζωντανό, σαν σώμα που του μεταμόσχευσαν καινούργια καρδιά ή σαν παλιό σκαρί που μπορεί ακόμα να σαλπάρει. [σ. 83 – 84]
Όσο ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους «άσημους» και «ανώνυμους» κατοίκους στις γκρίζες αστικές ιστορίες, άλλο τόσο συνεχίζει να προσκαλεί και καθημερινές φιγούρες της ελληνικής περιφέρειας – μια ανθρωπογεωγραφία που διατρέχει σε ολόκληρη την πεζογραφία του. Άλλοτε επιλέγει την ατόφια συγκινησιακή μνημοσύνη, όπως η συλλογική «φωτογραφία» της οικογένειας που πηγαίνει στο κυριακάτικο γήπεδο με την ελπίδα να δει την Δόξα να κερδίζει τον Ολυμπιακό ή τον ΠΑΟ, επιστρέφοντας στο σπίτι «πάντα απογοητευμένοι γιατί τίποτε σ’ αυτή τη χώρα δεν θ’ αλλάξει», και άλλοτε την σκωπτική περιγραφή του σήμερα, όπως το άλμα μιας τουρίστριας από τα ύψη προς το ποτάμι, διάβημα καθόλου απονενοημένο αλλά πειραματικό της νέας της ορθόδοξης πίστης, που καδράρεται υπό τις αντιδράσεις των παρευρισκομένων στο Εξοχικό εστιατόριο «ο Πλάτανος» [«Φωτογραφία» και «Σάλτο μορτάλε» αντίστοιχα].
Μόνο που το αληθινό θανατηφόρο σάλτο δεν γίνεται στα ειδυλλιακά δάση της επαρχίας αλλά στον θλιβερό ακάλυπτο της πολυκατοικίας· εδώ η αυτοχειρία της νεαρής κοπέλας επανασυγκολλείται ψηφίδα ψηφίδα με συγγραφικές υποθέσεις και τις αντιδράσεις των κατοίκων της περίκλειστης κοινότητας [«Σκηνές για ταινία»]. Όμως ακόμα και στις πιο σκοτεινές ζωές υπάρχουν χαραμάδες με φως. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει τόση σημασία αν βρει τελικά ο μεσήλικας Αλβανός ζωγράφος την στοά με το άλλοτε αγαπημένο στέκι Lido και τον εκεί έρωτά του, που έζησε στο προπολεμικό (άρα και σε ακόμα προσωπικής και συλλογικής «ελευθερίας» της δικής του πατρίδας του) Παρίσι, εφόσον αυτή η μνήμη τον κράτησε ζωντανό και στον αγώνα της επιβίωσης στις κρατικές φυλακές. [«Lido»].
Στην πέμπτη του συλλογή και στα δεκαέξι κείμενα ο συγγραφέας συνεχίζει να σκιτσάρει, όπως σε όλο του το διηγηματογραφικό, και όχι μόνο, έργο, τις καθημερινές του ρεαλιστικές ιστορίες πάντα με την ίδια υποδόρια πικρογλυκύτητα, πάντα με την ίδια τρυφερή και συνάμα πειραχτική ματιά του συγγραφέα ο οποίος έχει δεσμευτεί απέναντι στους ήρωές του: θα διηγηθεί με τον πιο ευθύ τρόπο και το πιο αδρό σκίτσο την ιστορία τους, χωρίς να αποκρύψει αλλά και χωρίς να εξωραΐσει.
Εκδ. Μεταίχμιο, 2011, σελ. 284.
Στις εικόνες: Η Δόξα Δράμας το 1958 και η Αγία Σοφία Δράμας εμφανώς σήμερα.