«Ξεκινάς από το Μελισσοχώρι του Δήμου Μυγδονίας, και με το λεωφορείο μεταβαίνεις στη γενέτειρά σου πόλη της Θεσσαλονίκης». Είναι οι πρώτες στιγμές της διαδρομής και οι πρώτες λέξεις του βιβλίου, η αφετηρία και το κέντρο μιας περιπλάνησης στον έξω και τον μέσα κόσμο του εξομολογούμενου συγγραφέα. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς το περίκεντρο ενός βίου αλλά και εκείνη που του δανείζει τους δικούς της «οφθαλμούς του κόσμου», τα μνημεία της, αυτά τα μονοπάτια για την πραγματική μας υπόσταση, με τα βλέμματα προς την λιγότερο προφανή ζωή.
Η περιδιάβασή τους ανοίγει κάθε φορά και νέες διηγήσεις από το παρελθόν, τις σκέψεις του παρόντος, τα αποτυπώματα της ιστορίας, την άλλη όψη των πραγμάτων. Από τους Αγίους Αποστόλους, πίσω από τον Βαρδάρι με τα χαμένα πια χάνια, όπου ο μακρύλαιμος Χριστός κατεβαίνει στον Άδη μπροστά στους υπνοβάτες ενώ πίσω του η Εύα καταυγάζει τα σκότη, μέχρι την Πλατεία Δικαστηρίων, όπου ο Γιώργος Ιωάννου τοποθετεί την μέλλουσα Κρίση και από τις υπόγειες στοές της Καταφυγής στον λάκκο της Παναγίας των Χαλκέων απ’ όπου ξεκινούσε η πομπή του Μεγαλομάρτυρα ως τον Όσιο Δαβίδ και τον Προφήτη Ηλία, ο συγγραφέας αγωνίζεται να χωρέσει το χρόνο άλλων ηρώων και άλλων καταστάσεων για να μη νιώθει ορφανεμένος και γυμνός.
«Μπορεί να συμπίπτουμε χρονικά, αλλά πόσοι ζουν πραγματικά στο παρόν;» αναρωτιέται, καθώς περιδιαβαίνει στοχαζόμενος τους ναούς και τα αγιάσματα της πόλης, τα σπίτια όπου έζησε κι εκείνα των φίλων που επισκεπτόταν, ξεφυλλίζει τους βίους των νεομαρτύρων που θεωρεί μνημεία λόγου και σκέφτεται πως «υπομένοντας θα δεις μέσα σου να ορθώνεται ολόκληρος Άθωνας». Στο τέλος επιστρέφει ξανά και ξανά στις εκκλησίες, για να ανάψει δυο κεριά, «ένα για τους κεκοιμημένους, να φωτίζονται στα σκοτάδια του Άδη και ένα για να φωτίζεται ο νους και η καρδιά των ζωντανών». Ίσως πάλι επειδή … μνημονεύοντας τους νεκρούς, υπερβαίνουμε τα όρια της ιστορίας. Μεταφερόμαστε νοερώς στα βάθη των αιώνων, ή ατενίζουμε την απαρχή της οδού απ’ όπου μυριάδες ψυχών εν αγωνία αναχωρούν εκ του κόσμου. [σ. 125]
Να ξεκλειδώνεις, να λύνεις τον εαυτό σου ώσπου να χυθεί ολάκερος στο χαρτί. Δεν ενδιαφέρεσαι τι θα γράφεις, αν αυτά που γράφεις θα αρέσουν, αν θα θεωρηθούν πρωτότυπα. Το γράψιμο το αισθάνεσαι σαν να σμιλεύεις το σκαρί με το οποίο θα ταξιδέψεις στον άλλο κόσμο. Δεν σ’ ενδιαφέρει η πρωτοτυπία, οι σύγχρονες ιδέες, η πρωτοπορία με οποιαδήποτε μορφή. Δεν θέλεις να υπάρχει τίποτε επάνω σου που να ξεχωρίζει, να θέλγει, να γοητεύει. Απεχθάνεσαι την ευκολία, τα λόγια που προκαλούν την εύκολη εντύπωση, τον συρμό κάθε είδους. [σ. 53 – 54]
Στον Πιο Σύντομο Δρόμο η ατομική ιστορία συνυπάρχει με την Ιστορία της πόλης, η Θεολογία με τους προσωπικούς στοχασμούς, οι μνήμες της πρότερης ζωής με τους προβληματισμούς του παρόντος, το δοκίμιο με το αφήγημα, το ημερολόγιο με την «πραγματικότητα». Ολόκληρες σελίδες αφιερώνονται στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη – τι ζωντανή μνήμη η συγκίνηση του κυρ Νίκου ένα απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής κατά την ανάγνωση των «Δύο Φορεμάτων» του Α.Κ. -, στη Ζωή Καρέλλη και το ποιητικό της έργο, στο Άγιον Όρος και τις συνομιλίες με τους μοναχούς. Ο συγγραφέας γράφει σε δεύτερο πρόσωπο, απευθυνόμενος στον εαυτό του, διαλεγόμενος και διαλογιζόμενος μαζί, αλλά συχνά με τόσο βαθιές φράσεις ώστε να αισθάνεσαι πως όλα απευθύνονται και αφορούν εσένα και κάθε αναγνώστη.
Με την «ιχνογραφία των λογισμών» του αναρωτιέται ποιοι είναι οι τόποι της καρδιάς του, αν είναι περισσότερο το σπίτι όπου γεννήθηκε, το γαλακτοπωλείο που έζησε με τις παρέες του, τα σχολεία ή οι εκκλησίες, και αναζητά την αποκατάσταση της ενότητας ενός κόσμου, όπου το δέντρο στην αυλή του σπιτιού μαραινόταν όταν πέθαινε ο αδερφός στην ξενιτιά, και θόλωνε το δαχτυλίδι του γάμου όταν η γυναίκα απατούσε τον ξενιτεμένο. Δεν είναι βέβαιος αν ο γραπτός λόγος μπορεί να προσφέρει παρηγοριά, αλλά σίγουρος πως ακόμα και σήμερα μπορεί να προσφέρει αγρυπνία.
Είναι σκληρές οι λέξεις που αποσπάς απ’ την καρδιά σου. Αντιστέκονται και σε απωθούν. Τα κείμενα έχουν τη δική τους ζωή, πιο μοναχική από κάθε άλλη, πρέπει κι αυτά να περάσουν τις δικές τους περιπέτειες, τις δοκιμασίες και τους λιθοβολισμούς μέχρι να πάρουν θέση. Πάψε να βαρυγκομάς και να σεκλετίζεσαι, ότι το γράψιμο είναι μαρτύριο χωρίς ανταπόκριση που σε βυθίζει ολοένα πιο βαθειά στη ματαιότητα. Η ανταπόκριση δεν έχει σημασία. Είναι ένα δώρο μέσα στην πνιγηρότητα του κόσμου, τη στέγνια του, να εκφράζεσαι γράφοντας, να αποκαθαίρεσαι. Κόσμος που δεν έχει πλέον κανένα τρόπο, να εκφραστεί και όλα ανακατώνονται μέσα του, όλα αγωνιούν συγχυσμένα, και προσπαθεί να εκφράσει τα συναισθήματά του μέσα από τραγούδια που δεν είναι τραγούδια. […] Σκέψου τι είναι να μπορείς να ομιλείς, να αποτυπώνεις μια χειρονομία. [σ. 54]
Μεταξύ των σιωπηλών επισκεπτών της σκέψης του ο επιληπτικός Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις που συνέγραψε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα με την θαυμάσια αρχή: Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχή. Τι ώθησε άραγε τον ταπεινό άρχοντα να συλλέξει από όλες τα υπάρχουσες πηγές, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, την Εκκλησιαστική Υμνογραφία και τα πατερικά κείμενα αλλά και τα ομηρικά έπη τα ονόματα του Θεού, προσθέτοντας και πολλά δικά του; Ίσως ο κόσμος ολόκληρος έχει φύγει πια από τα χέρια του, κι ας φαίνεται ότι αγωνίζεται και πασχίζει να τον κατακτήσει. Δεν κρατά απλώς κάποια απόσταση αλλά έχει παραιτηθεί από τα του κόσμου. Απ’ εκεί ξεκινά και η αντιφατική του συμπεριφορά. Άρχων και Δεσπότης, και ταυτόχρονα ικέτης και ελεούμενος. [σ. 145].
Μέχρι τις τελευταίες σελίδες ο Κοσματόπουλος αφήνεται να τον διαποτίσουν κείμενα όπως ο ακατάληπτος βίος του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού, που φαίνεται να ζει συνάμα στον Άδη και στον Παράδεισο, στον κόσμο και στις προσωπικές του εκστάσεις, αφήνοντας εν γρηγόρσει το μυαλό του χωρίς να προσπαθεί να κατανοήσει όλα τα λεγόμενα, αισθανόμενος έστω τι μπορεί να σημαίνει η χαροποιός αλλοίωση των αισθήσεων. Μήπως κι αυτό δεν είναι, σκέφτομαι, μια απαραίτητη όψη της ζωής;
Γράφεις για τον εαυτό σου. Το αν ωφεληθούν άλλοι δεν σε αφορά. Κάθε πραγματικός αναγνώστης έχει την ιδιαιτερότητά του. Διαβάζοντας θέλει να αναγνώσει τον εαυτό του, να ανακαλύψει στα βιβλία τους φακούς μέσω των οποίων θα διακρίνει πράγματα που δύσκολα θα μπορούσε να ξεχωρίσει και να αντιληφθεί από μόνος του. Τότε το βιβλίο μπορεί να αποκαλύψει αλήθειες πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα του, επιβεβαιώνοντας την πολυπλοκότητα της λειτουργίας που ονομάζουμε γραφή, στην οποία συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος. [σ. 54 – 55]
Εκδ. Ιανός [Σειρά: Εν Θεσσαλονίκη], 1999, σελ. 157. Στην ίδια σειρά έχουν εκδοθεί και οι αυτοβιογραφικές και θεσσαλονίκειες διηγήσεις από τους κεκοιμημένους συγγραφείς Κωστή Μοσκώφ, Νίκο Μπακόλα, Τηλέμαχο Αλαβέρα αλλά και τους Κώστα Λαχά, Πάνο Θεοδωρίδη, Ντίνο Χριστιανόπουλο και Νίνα Κοκκαλίδου – Ναχμία.
Φωτογραφία του συγγραφέα: Γιάννης Δ. Βανίδης.