Γύμνωμα μέχρι ξεκαρδίσματος
Παρ’ όλα αυτά αισθάνθηκα αυτό το κάτι μεταξύ μας, όχι απλώς πόθο, αλλά ένα είδος στιγμιαίου έρωτα, κάτι που μπορεί, σαν τα στιγμιαία δημητριακά, να φτιαχτεί σε μερικά λεπτά και είναι εξίσου θρεπτικό με το πρωτότυπο. Θα φιληθούμε….τώρα, σκεφτόμουν διαρκώς. Και μετά, Εντάξει…τώρα. Και η κατάσταση συνεχιζόταν έτσι… [σ. 152]
To απραγματοποίητο ειδύλλιο που δεν λαμβάνει χώρα αφορά τον αιωνίως αυτοσαρκαζόμενο αφηγητή και τον Μπασίρ, σιδηροδρομική γνωριμία στο ταξίδι Ρώμη Μπρίντιζι κάποτε στα 80’ς – αλλά προφανώς κάτι θυμίζει σε όλους μας. Τώρα το ξαναφέρνει στο νου του αφηγούμενος μια άλλη αποτυχημένη μικροσχέση στο τρένο από το Ράλεϊ για το Σικάγο. «Ένας άντρας μπαίνει στο μπαρ ενός τρένου», όπως αναφέρεται και στον τίτλο του σπαρταριστού διηγήματος, λοιπόν· στο μπαρ όπου αρχικά οι φωνές φαίνονται εύθυμες, με τον ζεστό τόνο μεταξύ των ξένων που γίνονται φίλοι. Προοδευτικά βέβαια οι πότες χάνουν τις λέξεις τους για να καταλήξουν τελικά με αλλήθωρα μάτια στον ακατάληπτο μονόλογο που περνιέται για μεθυσμένη ειλικρίνεια.
Αλλά ο εξομολόγος μας πάντοτε ένιωθε μια έλξη για ανθρώπους που μοιάζουν κατεστραμμένοι ακόμα κι αν τα πράγματα που έχουν κοινά είναι όλα καταθλιπτικά. Έτσι η γνωριμία με τον Τζόνι: συζητούν αν η μητέρα του τού κάνει έκπτωση στα ναρκωτικά, στριφογυρίζουν το πλαστικό ποτήρι με τη βότκα σαν να είναι κάποιο εκλεκτό κονιάκ και αναζητούν μια αξιοπρεπή τουαλέτα να τα πιουν και να τα πουν με την ησυχία τους, ενώ στα ενδιάμεσα ένας μαύρος θαμώνας εκτοξεύει στην ομήγυρη μερικά θανατηφόρα ανέκδοτα. Κι όταν οι ευκαιρίες χάνονται, δεν μένει παρά να φιλοσοφήσεις τα γλυκόπικρα και τα ελεεινά:
Όταν είσαι νέος, εύκολα πιστεύεις ότι μια τέτοια ευκαιρία θα εμφανιστεί ανά. Αντί για ένα Λιβανέζο στην Ιταλία, ίσως συναντήσεις έναν Νιγηριανό στο Βέλγιο ή έναν Πολωνό στην Τουρκία. Πείθεις τον εαυτό σου ότι αφού ταξίδεψες μόνος στην Ευρώπη φέτος το καλοκαίρι, θα μπορούσες σίγουρα να το κάνεις πάλι του χρόνου και του παραχρόνου. Φυσικά δεν γίνεται έτσι και, προτού το καταλάβεις, είσαι πλέον ένα όχι και τόσο νεαρό, άνεργο ξωτικό, τόσο απελπισμένος για αγάπη, που περνάς την βραδιά σου ποθώντας έναν στρέιτ αλκοολικό. [σ. 153]
Ο Σεντάρις είναι ένας ανεξάντλητος χιουμορίστας· θαρρείς και ο σάκος με τις ιστορίες του δεν τελειώνει ποτέ. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για ιστορίες που αν δεν είναι, σε πείθουν πως είναι προσωπικές οικογενειακές, επαγγελματικές, ερωτικές, κοινωνικές, και που όπως σωστά μαντεύετε καταλήγουν σε ματαιώσεις, αποτυχίες, ήττες μεγαλειώδεις – ή έτσι ισχυρίζεται. Μόνο που στα ενδιάμεσα ο αυτοσαρκασμός φτάνει σε θεαματικά υψίπεδα, προκαλώντας το γέλιο – ομολογώ πως τα τελευταία χρόνια είναι ο μόνος που με κάνει σταθερά να γελάω σχεδόν σε κάθε του διήγημα – ενώ οι περιγραφές καταστάσεων και συμπεριφορών μετατρέπονται σε ευφυή ανέκδοτα.
Είναι, άραγε, όντως αυτοβιογραφικές οι σπαρταριστές διηγήσεις του; Αν είναι έτσι, τότε είναι απορίας άξιον πώς επιβίωσε στον κωμικοτραγελαφικό κόσμο που περιγράφει. Ο πατέρας του αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή αυτού του κόσμου. Στους «Τόπους ευτυχίας» επιμένει μέχρι εμμονής στην κολονοσκόπηση που οφείλει να κάνει ο γιος του, κατορθώνοντας να την εντάξει σε κάθε είδους συζήτηση, αλλά είναι στους «Κύκλους της μνήμης» που τα παιδικά τραύματα μπορούν σήμερα να γράφονται και διαβάζονται απολαυστικά, χωρίς ίχνος θλίψης. Εδώ ο συγγραφέας επιστρέφει στην ηλικία των έντεκα, στο μίζερο κάντρι κλαμπ του Σαββατοκύριακου, με την πισίνα («λάκκοι με χλώριο, χημικά μπάνια»), τα γελοία μετάλλια, τους μισομεθυσμένους γονείς που φωνάζουν ενθαρρυντικά και τον τυπικό πατέρα που εκθειάζει τον καλύτερο αθλητή εις βάρος του γιου του. Η συμπεριφορά του δεν αλλάζει ούτε τα επόμενα χρόνια: όταν ο συγγραφέας τον ενημερώνει για την πρωτιά του βιβλίου του στους Times, ο πατέρας του αντιτείνει πως δεν είναι πρώτο στη λίστα του Wall Street Journal. Αιώνιοι ανθρωποφάγοι και τεκνοφάγοι γονείς! Μέχρι και ήρωες ωραίων διηγημάτων γίνεστε! Κι ας περιπλέκονται τα πράγματα όταν μεγάλο μέρος του βιβλίου εκείνου έχει να κάνει μ’ εσένα και με το πόσο γελοίος μπορείς να είσαι.
Στο διήγημα «Μια φιλενάδα από το γκέτο» ο ήρωας είναι τηλεφωνητής σε γραμμή αλληλοβοήθειας, που όπως σωστά ίσως μαντέψατε, επιχειρεί να χρησιμοποιήσει ο ίδιος για την δική του βοήθεια, και κυρίως για να ακούσει όσο πιο μίζερες καταστάσεις γίνεται ώστε να αισθανθεί καλύτερα. Η ίδια νοοτροπία των ωθεί να συνάψει σχέση με την Ντελίσια, την ευτραφή μαυρούλα της γειτονιάς του, με μερικές ενδιαφέρουσες συνέπειες. Το Καναδικό Σύστημα υγείας μοιάζει με γενοκτονία, αλλά τα ευρωπαϊκά συστήματα είναι ακόμα χειρότερα, μας προετοιμάζει ο αφηγητής στους «Οδοντίατρους χωρίς σύνορα». Ας τον φέρουμε και κατά δω, θα γράψει ολόκληρη συλλογή μόνο στα νοσοκομεία μας. Εδώ ο ασθενής, εθισμένος στην ελεεινή ιατρική συμπεριφορά, ανησυχεί όταν του φέρονται ευγενικά και όλα πάνε καλά. Αναζητά κάποιο πτυχίο κρεμασμένο στον τοίχο, απορεί μήπως το Γιατρός είναι απλά το μικρό τους όνομα και επιθυμεί τις γνωστές ακατανόητες και εντυπωσιακές λέξεις που χρησιμοποιούν οι γιατροί ώστε να νοιώσει σημαντικός και τραγικός.
«Ο συγγραφέας» περιγράφει τις περιοδείες προώθησης ενός βιβλίου, όπου ο καθένας πλέον χρησιμοποιεί την φωτογραφική μηχανή του κινητού – εφόσον υπάρχει, κάπου πρέπει να την στρέψουν. Πρώτη έκπληξη για τον τιμώμενο αποτελούν οι παρόντες έφηβοι, που αντί να καπνίζουν μπάφους μέσα σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο ή να μένουν έγκυες στο παράσπιτο του γείτονα, προτιμούν να ακούσουν έναν μεσήλικα άντρα να διαβάζει δυνατά. Μπροστά δε στην αναγνώστρια που τον ενημερώνει πως εργάζεται με παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, εκείνος ρωτάει: Δεν είναι όμως πολλοί από τους μαθητές σου απλώς μαλάκες; Είναι εμφανές πως ο Σεντάρις έχει γράψει τις θεωρίες περί πολιτικής σωστότητας στα παλιά του τα μολύβια.
Μαρκ Τουέιν, Μπορίς Βιαν, Γούντι Άλλεν, Ντόροθι Πάρκερ, αλλά και ολόκληρη η σειρά των φλεγματικών βρετανών κωμικογράφων, όπως και η εκλεκτή ομήγυρη των αμερικανών κωμικών της σκηνής, όλοι έχουν επηρεάσει τον Σεντάρις που έχει όμως εξαρχής κατασκευάσει μια δική του χιουμοριστική γραφή που σε εκπλήσσει σε κάθε γύρισμα της παραγράφου. Ο ελληνοαμερικανός κάτοικος της Αγγλίας χειρίζεται περίτεχνα την ειρωνεία, βγάζει διαρκώς ατάκες από την τσέπη του και τις πετάει σαν σαΐτες, καυτηριάζει καλόπιστα και τρυφερά, απομυθοποιεί ολοκληρωτικά, ξεγυμνώνεται ελεύθερα – Γυμνός άλλωστε είναι και ο τίτλος παλαιότερης συλλογής του.
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, 151 υπό τον τίτλο Laughing clowns.
Εκδ. Μελάνι, 2014, μτφ. Μυρσίνη Γκανά, σελ. 209 [Let’s explore diabetes with owls, 2013]