Τρυφεροί ψυχισμοί σε φαντασιώσεις σκληρότητας
Η πισίνα των καταδύσεων αποτελεί τον μόνο χώρο όπου η αφηγήτρια μπορεί να ξεφεύγει από την άχαρη ζωή της και να θαυμάζει τον Τζουν, έναν οικότροφο του ορφανοτροφείου Χικάρι που διευθύνουν οι γονείς της. Είναι το παρατηρητήριο που μοιάζει προορισμένο αποκλειστικά για εκείνη: εκεί μπορεί να απολαμβάνει τις βουτιές του, που σαν βέλη τρυπούν την επιφάνεια του νερού, ή την ψυχρή του χάρη, καθώς σαν μπρούντζινο άγαλμα υψώνει τα χέρια του και «τρυπάει την λεπτή κρούστα των συναισθημάτων της».
Από τότε που γεννήθηκα δεν θυμάμαι να έχει περάσει μέρα που να μην άκουσα κλάματα στο ίδρυμα Χικάρι. Ανάμεσα στα αμοιβαία πειράγματα, τους καβγάδες, τα γέλια ή τις οργισμένες φωνές πάντα υπήρχε κάποιος που έκλαιγε. Προσπάθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις να αγαπήσω αυτά τα κλάματα. Επειδή ήμουν ένα ορφανό που κανείς δεν ήθελε να το υιοθετήσει. Επειδή ήμουν η μόνη ανάμεσα στα ορφανά που δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το ίδρυμα Χικάρι. [σ. 47]
Καθώς η έφηβη τακτοποιεί το φιλμ των αναμνήσεών της δεν βρίσκει παρά λέξεις χωρίς περιεχόμενο, λέξεις που κυλάνε στα πόδια της ηχώντας σαν άδειες κονσέρβες. Το, πιο χειροπιαστό, άλμπουμ με τις φωτογραφίες είναι γεμάτο ομαδικές στάσεις χωρίς παραλλαγή, από τις γιορτές στο ίδρυμα. Ακόμα και σ’ αυτές τις συναθροίσεις η νεαρή αισθάνεται μόνη: θα προτιμούσε να ανήκει ως ορφανό σε μία από τις κατηγορίες των δυστυχιών του οικήματος παρά να βρίσκεται στο μεταίχμιο ως παιδί των ιδιοκτητών.
Η Ογκάουα σκιαγραφεί μια ακόμα βαθιά υπαρξιακή ιστορία, όπου η ηρωίδα της ζει βυθισμένη σε προσωπικές εμμονές, ανέκφραστες σκέψεις, α-νόητες πράξεις. Επίσης για άλλη μια φορά σχεδιάζει ένα επιβλητικό και ταυτόχρονα θλιβερό κτίσμα, με πυκνή εξωτερική βλάστηση και μέγιστη εσωτερική κατάρρευση, με λαβυρινθώδεις διαδρόμους και καταθλιπτικούς χώρους. Η μυρωδιά από την κουζίνα είναι μια μόνιμη πηγή αηδίας, οι φωνές στην τραπεζαρία μια ανυπόφορη κατάσταση, η φλυαρία της μητέρας της επώδυνη καθημερινότητα.
Μοναδική της διέξοδος η παρακολούθηση των καταδύσεων του Τζουν, με τον οποίο, εκτός της ιδιαίτερης έλξης αισθάνεται πως μοιράζεται κοινές δυστυχίες. Ο ίδιος κάποτε της εξομολογήθηκε: Οι συνθήκες της γέννησής μου είναι τόσο προβληματικές από μόνες τους ώστε απ’ τη στιγμή που βρίσκομαι στον βατήρα, το μόνο που θέλω είναι να βουτήξω κατευθείαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό [σ. 82]. Η ηρωίδα έχει όμως και μια άλλη ασχολία: συμπεριφέρεται με ιδιαίτερο σαδισμό στην μικρή Ρίε, τιμωρώντας αυτό που η ίδια αποκαλεί παιδιάστικη αλαζονεία. Της κρύβεται, την κατεβάζει σ’ ένα πηγάδι για λίγα λεπτά, φτάνει στο σημείο να την φιλέψει χαλασμένα γλυκά, ενώ στην φαντασία της την υποβάλλει σε ακόμα χειρότερες δοκιμασίες
Οι λυγμοί της, τόσο βίαιοι που ήταν, σαν κάτι να κινδύνευε να διαλυθεί στο εσωτερικό της, ικανοποίησαν μέσα μου το «αίσθημα σκληρότητας». […] Ενώ όταν μεγαλώσουμε ο καθένας μας ψάχνει και βρίσκει πάντα κάπου μια κρυψώνα για την αγωνία, τη μοναξιά, το φόβο ή τη θλίψη του, τα παιδιά δεν έχουν τρόπο να κουκουλώσουν αυτά που αισθάνονται και τα σκορπίζουν γύρω τους με τη μορφή δακρύων. Θα ήθελα να γλείψω αργά αυτά τα δάκρυα. Θα ήθελα, περνώντας τη γλώσσα μου πάνω από αυτό το εύθραυστο σημείο που πυορροεί, να ερεθίσω και να πληγώσω ακόμα πιο βαθιά την ανθρώπινη καρδιά. [σ. 44 – 45]
Ανάμεσα σε εγκεφαλικά κενά και βίαιες επιθυμίες, η μοναχική αφηγήτρια συλλέγει τις αναμνήσεις της από τον Τζουν και αναζητά φαντασιώδεις διεξόδους από την άχαρη ζωή της. Στον εμμονικό της εφηβικό κόσμο περίοπτη θέση έχουν οι πάσης φύσεως ήχοι, ακόμα και ως μεταφορές: αγκράφες αποσύνδεσης ψυχικών δεσμών, υπόκωφοι θόρυβοι που αντανακλούν τα αισθητήρια του χρόνου. Η συνάντηση με τον Τζουν είτε στους λουτήρες είτε στην συνενοχή της σκληρότητας θα παραμείνει μια διαρκώς ανοιχτή αδυναμία.
Ο κοιτώνας αποτελεί μια ακόμα βαθύτερη είσοδο στον κρυπτικό, αινιγματικό και ταυτόχρονα φυσιολογικότατο κόσμο που αναπαριστά η Ογκάουα. Για να εξυπηρετήσει τον εξάδελφό της που ψάχνει για δωμάτιο, η ηρωίδα τον συστήνει στη φοιτητική εστία όπου άλλοτε έμενε η ίδια. Και εδώ το κτίσμα μοιάζει να είναι ένα απλό περίγραμμα σε ένα ρευστό περιβάλλον, και εδώ οι ήχοι που την βασανίζουν μοιάζουν αντικαταστάτες ανείπωτων λέξεων ή σαν τον βόμβο της απόλυτης ησυχίας της νύχτας στο εσωτερικό της παλάμης του χεριού που κρατούσε το ακουστικό, μετά το τηλεφώνημα με τον εραστή. Hεπικοινωνία με τον εξάδελφό της και η επίσκεψη στο κοιτώνα μοιάζουν με επιστροφές σε ένα παρελθόν απαράλλακτο και συνάμα άγνωστο.
Αμέσως μετά την εγκατάσταση του νεαρού, η αφηγήτρια κυριεύεται από μια ανεξήγητη στενοχώρια. Όσες φορές πηγαίνει για να τον δει, εκείνος είναι απών και έτσι συντροφεύει τον αινιγματικό διευθυντή της εστίας. Το σώμα του στερείται τα δυο του χέρια και το αριστερό του πόδι, και αυτό ακριβώς το στοιχείο τον έχει ωθήσει, όπως της εξομολογείται, να καλλιεργήσει με διάφορους τρόπους το ενδιαφέρον του για το σώμα των άλλων.
Αίφνης, τα κενά που έπρεπε κανονικά να κατέχουν τα δυο του χέρια, και το ένα πόδι, αυτό που ήταν πάντα εκεί αλλά, συνήθως, δεν τραβούσαν την προσοχή μου, ξύπνησαν μέσα μου μια αβάσταχτη αίσθηση απώλειας. Όταν κοιτάζει κανείς εξακολουθητικά ένα πράγμα που δεν υπάρχει, ένας υπόκωφος πόνος απλώνεται στο βάθος των ματιών του. [σ. 147]
Οι επισκέψεις της στον θλιβερό κοιτώνα και το δωμάτιο του μοναχικού ιδιοκτήτη γίνονται όλο και πιο συχνές, βουτηγμένες πάντα σε μια ατμόσφαιρα ανησυχητική, ανάμεσα σε συζητήσεις για μια παλαιότερη εξαφάνιση φοιτητή από την εστία, υπεκφυγές για την απουσία του εξάδελφου, προσωπικές εξομολογήσεις και σιωπές.
Η νεαρή παρατηρεί εντυπωσιασμένη τις σχεδόν χορογραφικές κινήσεις του ακρωτηριασμένου άντρα, καθώς επιβιώνει με τον δικό του τρόπο στο μικροσκοπικό του δωμάτιο. Και για άλλη μια φορά, η ιστορία θα διχαστεί ανάμεσα στην απόλυτη προφάνεια, τις αυταπάτες της εμμονικής φαντασίας και τις υπαρκτές παρεκκλίσεις της ανθρώπινης σκοτεινότητας.
Στο Ημερολόγιο εγκυμοσύνης η αφηγήτρια καταγράφει κάθε αλλοίωση στο σώμα και την συμπεριφορά της αδελφής της – μέλλουσας μητέρας. Έλκεται και απωθείται από τα ιατρικά διαγράμματα με τις σπαστές γραμμές και τα γωνιώδη σχήματα, απορεί με την ιδιαίτερη σχέση σωματικής οικειότητας με τον γιατρό της, παρακολουθεί την παράξενη σχέση του ζευγαριού. Εδώ το μελαγχολικό κτίσμα είναι η κλινική Μ. με την μισοσβησμένη επιγραφή και τα θολά τζάμια. Η αφηγήτρια περιτριγυρίζει από μια ανεξήγητη περιέργεια για το κτίριο, παρακολουθεί από το παράθυρο την έρημη αίθουσα τον εξετάσεων με τα παράξενα μπουκάλια και τα μυστηριώδη όργανα και απορεί για την επιλογή της αδελφής της.
Εκείνη με τη σειρά της αποκτά ολοένα καιπιο εριστική συμπεριφορά στο σπίτι, αδυνατώντας να γευτεί ή να μυρίσει οτιδήποτε. Η μυρωδιά του καμένου τηγανιού, τα πορσελάνινα πιάτα, το σαπούνι στο νεροχύτη, οι κουρτίνες στο υπνοδωμάτιο, όλα μυρίζουν τρομερά. Κάθε μυρωδιά ξαπλώνεται σαν αμοιβάδα, μετά έρχεται μια άλλη, την αφομοιώνει μέσα της και μαζί διογκώνονται, ύστερα φτάνει ακόμα μια και διαλύεται κι αυτή μέσα τους…και πάει λέγοντας επ’ άπειρον. Εδώ οι εφιαλτικές νησίδες που εισχωρούν στην καθημερινότητα ενυπάρχουν μέσα στο ίδιο το οικιακό περιβάλλον. Η εγκυμονούσα ονειρεύεται αποστειρωμένους χώρους απόλυτης έλλειψης οσμών όπου θα αδειάσει τα εντόσθιά της να τα ξεπλύνει με καθαρό νερό μέχρι να λάμψουν.
Η αφηγήτρια φτάνει στο σημείο να περνάει πολλές ώρες της ημέρας έξω στον μικρό κήπο, περιορισμένη σε βουβό θεατή της φορτισμένης ενέργειας του σπιτιού. Και όταν η αδελφή της αποκτά αδηφάγο όρεξη, βρίσκει την ευκαιρία να της ετοιμάζει μεγάλες ποσότητες μαρμελάδας από γκρέιπφρουτ, έχοντας τυχαία διαβάσει πως τα εισαγόμενα φρούτα έχουν κριθεί επικίνδυνα για την υγεία. Για άλλη μια φορά η φαντασίωση της σκληρότητας, που ελάχιστα απέχει από την ίδια την πραγματοποίησή της αποτελεί το νοσηρό αντιστάθμισμα ενός ιδιάζοντος ψυχισμού.
Εκδ. Άγρα, μτφ. από τα ιαπωνικά Παναγιώτης Ευαγγελίδης, σελ. 252. Περιλαμβάνεται βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως [Yôko Ogawa – Daibingu Puru / Domitori / Ninshin Karenda, 1990 – 1991].
Ο παράμεσος της Γιόκο Ογκάουα εδώ.