Εντουάρντο Γκαλεάνο – Το βιβλίο των εναγκαλισμών [Α΄]
Πίτερ Γκρίναγουεϊ Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της
Δεν μας χαρίζει γέλιο ο έρωτας, γράφει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο Βιβλίο των Εναγκαλισμών [εκδ. Κέδρος, 1989, μτφ. Μελίνα Παναγιωτίδου, σ. 95]· μας αποσπά βογκητά και στεναγμούς, φωνές πόνους, ακόμη κι αν είναι πόνος χαρούμενος, και, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο, γιατί η γέννηση είναι χαρά που πονάει. Μικρό θάνατο, λοιπόν, μας θυμίζει ο ουρουγουανός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, αποκαλούν στη Γαλλία την κορύφωση του αγκαλιάσματος, που μας ενώνει θραύοντάς μας και μας σμίγει χάνοντάς μας και μάς αρχίζει τελειώνοντάς μας. Κάθε φορά που διαβάζω ανάλογες αφηγηματικές συνόψεις ερωτικών εναγκαλισμών, σαρκικών ή αφηρημένων, εφαρμόζω ένα από τα δεκάδες μνημονικά μου παίγνια: προσπαθώ να εντοπίσω μια κινηματογραφική σκηνή που – έστω, κάπως – ζευγαρώνει με την εκάστοτε ανεικονική γραφή. Ποιος εναγκαλισμός άραγε θα πλησίαζε τον θάνατο; Αφήνοντας στην άκρη διάφορες ποιητικές υπερβολές ρομαντικού ή πάσης φύσεως μελοδραματικού ύφους, διατηρώ πάντα ζωηρή την εικόνα ενός δραματικού αγκαλιάσματος που δεν είχε τίποτε το λιβιδικό αλλά ζευγάρωνε τον έρωτα με την απελπισία ή τον τρόμο.
Είναι η σκηνή από το φιλμικό μνημείο του Πίτερ Γκρίναγουεϊ Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της [1985], κατά την οποία το παράνομο ζεύγος μόλις καταφέρει να διαφύγει από τον μαινόμενο σύζυγο και ιδιοκτήτη εκείνου του αδιανόητου εστιατορίου. Μοναδική διαθέσιμη κρυψώνα προς απόδραση, ένα κλειστό φορτηγό γεμάτο σάπια κρέατα, προφανώς προς τροφοδοσία των τρομοκρατημένων πελατών του κυρίου Spica. Οι εραστές αγκαλιάζονται σφιχτά, τρομαγμένοι και αηδιασμένοι, κλυδωνιζόμενοι από τις στροφές του μαινόμενου οχήματος και υπό το βουητό των μυγών που ευτυχούν ανάμεσα στις μισοφαγωμένες κεφαλές και τα δυο γυμνά σώματα που ήδη χάνουν την λευκότητά τους. Ίσως αυτή να είναι μια πρόγευση θανάτου, τόσο ως προς την σαρκική σήψη, όσο και ως προς το απώτατο άκρο του πάθους τους. Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί πιο θερμό σφίξιμο, παράκληση σωτηρίας και ψευδαίσθηση αμόλυντου έρωτα;
Ξεφυλλίζω τις τυπογραφικά πλαισιωμένες βινιέτες του Γκαλεάνο, εις αναζήτηση ενός παρήγορου αφορισμού περί έρωτος, για να αναπνεύσω πάλι καθαρό αέρα (ή για να ειρωνευτώ την αποδεκτή κυκλικότητα ζωής και θανάτου, άρα να καταλήξω εκεί απ’ όπου άρχισα) αλλά εις μάτην. Εντοπίζω όμως, τουλάχιστον, το φυσικό τέκνο του έρωτα: τον γάμο. Ο τίτλος ομιλεί για «Το πανηγύρι των γάμων νου και καρδιάς» και η πρώτη φράση ρητορεύοντας ερωτά: Για ποιο λόγο γράφει κανείς, αν όχι για να μαζέψει τα κομμάτια του; Πρόκειται, μας εξηγείται, για τα κομμάτια που απομένουν από τον τεμαχισμό ψυχής και σώματος που μας διδάσκει το σχολείο, η εκκλησία και η εκπαίδευση εν γένει. Ακριβώς εκείνο το διαζύγιο νου και καρδιάς σκίζεται με την γραφή. Σε κάποια άκρη του κόσμου, πάντως, οι ψαράδες της κολομβιανής ακτής επινόησαν τη λέξη «αισθησκεπτόμενος» για να ορίσουν τη γλώσσα που λέει την αλήθεια, καταλήγει ο συγγραφέας, αφοσιωμένος γνώστης κάθε τοπικότητας που έμεινε άγραφη ενώ μας αφορά όλους.
Σημ.: Η αναφερόμενη ερωτική σκηνή, ανεύρετη σε φωτογραφίες, αντικαθιστάται εδώ από σκηνή ανάλογη κρυπτεία στην κουζίνα του εστιατορίου.
Εντουάρντο Γκαλεάνο – Το βιβλίο των εναγκαλισμών [Β΄] στην επόμενη ανάρτηση.
Πρώτη δημοσίευση: Το Δέντρο, τεύχος 197-198 (Μάιος 2014).