[6] Πόσο απρόσμενη η εξέγερση κατά του δυνάστη ως κορύφωση μιας τέτοιας κωμικοτραγικής αφήγησης; Πώς σχετίζεται ένα «επαναστατικό» σημαινόμενο με έναν συγγραφέα ο οποίος υπήρξε υπέρ του δέοντος συντηρητικός στις πολιτικές του απόψεις; Πέρα από τα σχετικά κείμενα – την σχετική νουβέλα, το σενάριο, αλλά και το μυθιστόρημα του Giovanni Verga I. Malavoglia, στοιχεία του οποίου ενσωματώθηκαν στο σχετικό επεισόδιο – συνηθίζουμε να αναζητούμε απαντήσεις σε κριτικές αναλύσεις, στα γραπτά των σκηνοθετών, σε κείμενα περί αυτών, στις απόψεις των θεατών που πλημμυρίζουν το διαδίκτυο – σε όλα αυτά τα μετακείμενα του κινηματογράφου, που μοιάζουν με μια σειρά, θαρρείς, από πολλαπλά κάτοπτρα μιας ταινίας.

Κάποτε η κύρια πηγή τους ήταν οι λιγοστές ειδικές εκδόσεις και τα κινηματογραφικά περιοδικά. Θυμάμαι την σειρά «Κινηματογραφικό Αρχείο» των εκδόσεων Αιγόκερως, μ’ ένα τευχίδιο ανά σκηνοθέτη. Αγόρασα πρώτα τους Ιταλούς (Παζολίνι, Φελίνι, Βισκόντι, Αντονιόνι) και διάβαζα από ένα σε κάθε ταξίδι Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Είχα ήδη μαγευτεί από το Χάος και το Λιβάδι και σκέφτηκα την ιδανικότητα της αναγνωστικής περίστασης: ένα μεγάλο σιδηροδρομικό ταξίδι μέσα από την φύση. Με αφορμή ετούτο το σημείωμα ανέσυρα το σχετικό βιβλίο [Τάσος Γουδέλης – Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι. Ουτοπία και χάος, 1986] από τον σκοτεινό του θάλαμο, την πίσω σειρά ενός ισόγειου ραφιού μιας βιβλιοθήκης, και διαβάζω τις υπογραμμισμένες φράσεις:
«…κάτω από το βλέμμα της σελήνης στην αυλή του αγροκτήματος, χορογραφείται μια παράξενη επίκληση των φτωχών στα στοιχεία της φύσης εναντίον της αδικίας, με μια λυτρωτική – ανατρεπτική έξοδο του χορού». «Ο παγανιστικός χορός του τέλους ανατρέπει τα ρεαλιστικά δεδομένα και δημιουργεί μια παράδοξη όσο και υποβλητική ατμόσφαιρα, με τον τρόπο που επενέβαινε στα καθέκαστα το μαρς του Μορρικόνε στο Αλλοζανφάν και έτρεπε τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις σε δικούς του δρόμους». «Ο Πιραντελλικός λόγος βρίσκει μέσα από τη φιλμική εικόνα την συμπαντική του διάσταση, εμβαπτισμένος στο Σικελικό φως που το εκτινάσσει συμβολικά πέρα από την χρονική διάσταση, ανάγοντας τα χοϊκά στοιχεία σε μαγικά σημεία». [σ. 83-84]

Διαπιστώνω ότι τις ίδιες φράσεις θα σημείωνα και σήμερα· έμεινα άραγε δραματικά ανάλλακτος όλα αυτά τα χρόνια ή η προσωπικότητά μου διατήρησε παροιμιώδη σταθερότητα; Οι Ταβιάνι με έκαναν να διαβάσω τον Πιραντέλλο διατηρώντας πάντα την επίγνωση πως οι κινηματογραφικές γραφές αποτελούν ανεξάρτητες και αυτόνομες εγγραφές πάνω στο έργο του λογοτέχνη.Τι είδους βιβλία θα έφτιαχναν άραγε οι συλλογές όλων των σχετικών υποκειμενικοτήτων;
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 199-200 (Ιούλιος 2014)
Συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο μνημονικών συνειρμών, από εδώ, εδώ, εδώ και εδώ και εδώ και μόλις ολοκληρώθηκε.
Στα χαοϊκά καρέ, η έξοδος από το φεουδαρχικό υποστατικό, ένα από τα αξέχαστα χωριά της ταινίας, η εσωτερική αυλή της πρώτης ιστορίας, το παλιό μου ταβιανικό αντίτυπο και η δεύτερη λογοτεχνική έμπνευση των σκηνοθετών.



σημαίνει «στα ξένα». Σε πόσα ξένα βρέθηκε αυτός ο συγγραφέας και για πόσους διαφορετικούς λόγους; Η Βιέννη του 1980 είναι για τον Ζέμπαλντ η αλλαγή τόπου ως ελπίδα ξεπερασμού μιας κακής περιόδου. Η «ανικανότητά του να υπερβεί κάποια αόρατα όρια» τον ωθεί σε διαρκή περιπλάνηση στη Βιέννη, σε ατέρμονο περπάτημα· ανταλλάσσει κουβέντες μόνο με τα γκαρσόνια και τις σερβιτόρες, κάπου νομίζει ότι αναγνώρισε τον ποιητή Δάντη, εξόριστο από την πόλη του. Αυτές οι ξεθεωτικές περιπλανήσεις μέσα στη νύχτα είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει το αίσθημα δυσφορίας η ιλίγγου. Της μνήμης άραγε; Γιατί δεν τολμάει να το γράψει; Μα ούτε σε αυτή μπορεί να σταθεί: η μνήμη δεν σε διαβεβαιώνει για τίποτα, συχνά σε κοροϊδεύει, σε παραπλανεί. Σου μιλάει με τη φωνή μιας δασκάλας, με μια σερβιτόρα που μοιάζει να μεταφέρει μυστικά μηνύματα μεταξύ των πελατών, με την εικόνα των ασθενών ενός γηροκομείου καθώς στηρίζονται στο μπράτσο του νοσηλευτεί…έτσι είναι όταν γέρνεις πάνω στο ρεύμα του χρόνου.



Όσο εξουθενωτικές είναι αυτές οι ιστορίες του, άλλο τόσο επιθυμείς την εξουθένωσή τους, να σε σύρουν ταυτόχρονα σε παρόν και παρελθόν, ακολουθώντας τις περιπλανήσεις δικές του και άλλων. Ο συγγραφέας επιζητά τον χώρο γιατί δεν αντέχει τον χώρο, γράφει σε ένα είδος που περικλείει πολλά είδη γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να τακτοποιεί όλα όσα θυμάται και βλέπει, ή, τουλάχιστο να έχει την αυταπάτη ότι το κάνει. Ο Ζέμπαλντ ξεκίνησε να γράφει στα 47 και έχασε την ζωή του στον δρόμο, εκεί δηλαδή που έβρισκε την ζωή του, μια ζωή περιπλανώμενος, οδικός αναζητητής εκείνου που με τεράστια υπομονή μας περιμένει να ταξιδέψουμε για να μας συναντήσει.