Διαβάζω, τεύχος 517 (Απρίλιος 2011)

Αφιέρωμα: Βασίλης Βασιλικός – Πληθωρικός και παιγνιώδης

Ο Βασίλης Βασιλικός ξεχωρίζει δικαιωματικά, εντασσόμενος στους «σύγχρονους κλασικούς» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και στους λίγους Έλληνες συγγραφείς που ξεπέρασαν τα στενά γεωγραφικά και γλωσσικά όρια. Το χορταστικότατο αφιέρωμα 47 σελίδων επιμελούνται οι Κώστας Θ. Καλφόπουλος και Αλέξανδρος Σαΐνης.

Η συζήτηση με τον Γιάννη Μπασκόζο αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ο Βασιλικός μας «αποκαλύπτει» πως δεν έχει γράψει βιβλίο χωρίς να υπάρχει το ανάλογο ξένο που τον ενέπνευσε. Ακόμα και το doc fiction του Ζ χρειαζόταν αυτή την άλλη ώθηση. Το ανακριτικό υλικό που είχε στα χέρια του δεν του «αρκούσε» αλλά ήταν το Εν Ψυχρώ του Καπότε που τον οδήγησε στην πρώτη φράση! Η διήγηση του Ιάσονα εμπνέεται από τον Θησέα του Ζιντ, τα Θύματα ειρήνης από την Πανούκλα του Καμύ, η τριλογία ήταν αποτέλεσμα κατ’ αντιστοιχία επιρροής των Κάφκα, Ιονέσκο και μπητ. Σε σχέση με την ταχύτητα και την ποσότητα γραφής εξομολογείται: Ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που δεν περιμένουν να ωριμάσει μέσα τους ένα θέμα. Θέλω να το γράψω την ώρα που είναι ακόμα ζεστό και αμέσως μετά να απαλλαγώ από αυτό. Έτσι έχω γράψει πολλά βιβλία με ελαττώματα. Βέβαια, γι’ αυτό και τα ξαναδιαβάζω και τα επανεκδίδω. Αλλά καταλήγω πάλι στην πρώτη γραφή. 

Ο Άρης Μαραγκόπουλος διαφωνεί με τον ορισμό της Τριλογίας (σημ.: αποτέλεσε μια άρτια έκδοση των εκδ. Τόπος) ως του μόνου αριστουργήματος του Β.Β. και των υπόλοιπων έργω του ως ελασσόνων. Το εύρος της δουλειάς του δεν μειώνει την δοκιμασμένη ποιότητά του και στο πέλαγος των εκατοντάδων σελίδων του ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με το απόκοσμο κροτάλισμα μιας καθ’ όλα αυθεντικής γραφής. Η γραφή του περιέχει την ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων πενήντα χρόνων σαν ένα εν προόδω χρονικό σατιρικού συγγραφέα του Βυζαντίου.

Η Νατάσα Χατζιδάκι προσπαθεί να θυμηθεί πού διάβασε την Τριλογία: σ’ ένα «σκοτεινό» δωμάτιο, στο δρόμο, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου; Θυμάται όμως σίγουρα την άφωνη, παγωμένη, γεμάτη ερωτηματικά αίσθηση. Με την απόσταση του σήμερα βλέπει τις ομοιότητες με Φώκνερ, Ντος Πάσος και Μπάροους και γράφει: Υπάρχουν κάποια κείμενα που παραμένουν για πάντα νέα (…). Μας κρατούν όρθιους (αν και κάποτε γονατισμένους) και νέους για πάντα μέσα στην ανθηρή τους νεότητα. Και όσο κι αν αποφεύγουμε την κατά μέτωπο επανασύνδεσή μας μαζί του. Για να μην συγκρίνουμε τον εαυτό μας του παρελθόντος με αυτόν του παρόντος. Η επανασύνδεση είναι συχνά αναπόφευκτη. 

Ο Κοσμάς Ι. Χαρπαντίδης, ομότεχνος και ομόλογος στην διαρκώς ανθοφορούσα «σχολή της Καβάλας», είναι πεπεισμένος: η αφλογιστία εμπρός στην άδεια σελίδα σημαίνει τεμπελιά και μόνο. Ο Βασιλικός ποτέ δεν φοβήθηκε την αδειοσύνη της, αλλά ούτε και μυθοποίησε τη γραφή, προσηλωμένος στην αλχημεία των λέξεων. Αυτός ο συγγραφέας – πολίτης του κόσμου και εξωστρεφής συλλέκτης εμπειριών πριν τους άλλους αμφισβητεί ο ίδιος τη γραφή του και γίνεται αρνητής του εαυτού του. Και ξαναθυμάμαι τα λόγια του ίδιου του Βασιλικού: Αν υπάρχει μια αξία στα βιβλία μου είναι όσο καταφέρνω το προσωπικό μου βίωμα να το μεταπλάσω σε κάτι καθολικό. 

Γράφουν ακόμη, «βασιλικά», οι: Αλέκος Φασιανός, Μένης Κουμανταρέας, Χριστόφορος Λιοντάκης, Δημήτρης Τζιόβας, Θανάσης Αγάθος, Δημήτρης Ροζάκης, Ελένη Τορόση, Τάκης Παπαγιαννίδης, Γεσθημανή Καρατζαφέρη, Γεωργία Μ. Πανσεληνά – Μιχάλης Σόβολος, Χρήστος Α. Χωμενίδης. Το αφιέρωμα διανθίζεται από μαυροασπρισμένες φωτογραφίες: με τον Κορτάσαρ στο Παρίσι κρατώντας ένα τεράστιο Ζήτα, με τον Γκρας κάπου στη Γερμανία και τον Λούκατς στη Βουδαπέστη,  με την Καρντινάλε σ’ ένα ξύλινο πάγκο για την ταινία του Μ. Μπολονίνι Libera, amore mio. Κι έψαχνα την κατάλληλη μουσική για την ανάγνωση. Μα έπρεπε να το έχω προσκεφτεί: το εξαιρετικό σάουντρακ του Μορρικόνε! [σ. 128]

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Διαβάζω, τεύχος 517 (Απρίλιος 2011)

Σχολιάστε