Στο αίθριο του Πανδοχείου, 36. Διαμαντής Αξιώτης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Μακρύς ο κατάλογος, κοινός λίγο πολύ, φαντάζομαι, πολλών ομότεχνων. Αναφέρω τον Ηράκλειτο, τον Πλίνιο. Τον Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ για τη στιβαρότητα των γραπτών του, τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ για το ευφάνταστο των μύθων του, την Βιρζίνια Γουλφ για τα πολλά επίπεδα της γλώσσας της. Τον Τόμας Μαν, τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Μισέλ Ουελμπέκ, τον Άλαν Χόλινγκχερστ, τον Γκιγιέρμο Αριάγα.
Τον Κ. Π. Καβάφη από του οποίου τις επιρροές δύσκολα απαγκιστρώθηκα. Τον ταραγμένο λόγο του κήρυκα Χειμωνά· τη φαντασμαγορία του.
Όντως μακρύς και ατελείωτος ο κατάλογος.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Αδελφοί Καραμαζώφ και Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογέφσκυ, Μαντάμ Μποβαρύ του Φλομπέρ, Το κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ, Το τενεκεδένιο ταμπούρλο του Γκ. Γκας, Λολίτα του Ναμπόκοφ, Αδριανού απομνημονεύματα της Γιουρσενάρ, Μεταμόρφωση και Δίκη του Κάφκα, Η κυρία Νταλαγουέι και Ορλάντο της Γουλφ, Η σειρήνα του Λαμπεντούζα, Το ζώο που ξεψυχά του Ροθ. Και άλλα πολλά που, την περίοδο της ανάγνωσής τους, μου προσέφεραν προσωπικές απολαύσεις.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Άπαντα του Τσέχωφ, όλα του Πόε, του Τουρνιέρ, του Κάρβερ. Παπαδιαμάντης για πάντα. Γονατάς, Παπαδημητρακόπουλος.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Μάρω Δούκα, Ιωάννα Καρυστιάνη, Ρέα Γαλανάκη, η πρώτη Ζατέλη, Λένα Κιτσοπούλου, Έλενα Μαρούτσου.
Όλες γυναίκες· τυχαίο;

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Όταν γράφω, εγώ και οι ήρωές μου αγγίζουμε σημάδια, χαράγματα, ουλές. Το παιχνίδι αλήθεια – ψέματα παίζεται αενάως, με διαφορετικό, κάθε φορά, νόημα. Σβήνει και επιστρέφει σαν μαρμαρυγή ή υπόμνηση του χρέους. Όμως, εκείνο που πάντα διατηρούμε είναι το χαρακτηριστικό της ουλής. Ούτως ώστε, το κείμενο που θα προκύψει ούτε να κρύβει ούτε να φανερώνει, αλλά να σημαίνει. Ίσως γι αυτό έχω την αίσθηση ότι αιωρούμαστε επάνω σε κάποιο ρήγμα της γης. Εκεί όπου συνορεύουν η πραγματικότητα και ο ρεμβασμός. Κίνηση αθώα και συνάμα ένοχη, αγοραία και ακριβή, μοιάζει με ‘κείνη των άστρων. Των αντισωμάτων γύρω από το τραύμα, κατά τον συναγερμό της έμπνευσης.
Αυτή η σχέση με τους ήρωές μου, και μέχρι εδώ. Από κει και ύστερα τραβούν αυτοί το δρόμο τους κι εγώ τον δικό μου. Μας περιμένουν καινούργιοι έρωτες.

Αγαπημένος λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Το δωμάτιο όπου γράφω βρίσκεται στο πίσω μέρος του σπιτιού μου. Δεν βλέπει κήπο, βουνό ή θάλασσα. Είναι σώμα. Ο χώρος όπου κρύβομαι για να γράψω συμμετέχει στη σκηνοθεσία διάφορων σκηνών, όπου η αλήθεια και το ψέμα παίζεται αενάως, κάθε φορά με διαφορετικό νόημα. Υποχωρεί ώσπου να εξαχνωθεί ή εισβάλει σκιρτώντας με μιαν όψη πρωτότυπη, επειδή ήρθε η στιγμή ενός είδους βαθύτερης κατανόησης.
Στο σκοτάδι, λοιπόν, στο σκοτάδι. Πού αλλού θα βρω παρόμοιο κλίμα, παρόμοιες συνθήκες;

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Προσφιλέστερη όλων, η σιωπή. Μου είναι αδιανόητο να ακούγεται οτιδήποτε όταν διαβάζω, κυρίως όταν γράφω. Με αποσυντονίζει. Βέβαια, ανάλογα με την εποχή που κινούνται οι ήρωές μου, τον γεωγραφικό τόπο κ.λπ., φροντίζω να δημιουργώ ένα είδος μουσικού περίγυρου, στον οποίο εισχωρώ σε ώρες περισυλλογής ή σχόλης.
Όσον αφορά τις γενικότερες μουσικές προτιμήσεις μου, αυτές είναι αταξινόμητες: Της Ανατολής και παλιά ρεμπέτικα. Σοστακόβιτς και Σούμπερτ. Χατζιδάκις, η καταφυγή.

Έχετε γράψει ποίηση και πεζογραφία. H δεύτερη επικράτησε οριστικά της πρώτης;

Σε πρώτη ανάγνωση, ναι, εφόσον έχω να παρουσιάσω ποιητικά δείγματα εδώ και είκοσι, σχεδόν, χρόνια. Όμως, το σαράκι της ποίησης δεν με εγκατέλειψε, και δεν θα με εγκαταλείψει, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, ποτέ. Εφόσον στο υπόβαθρο των πεζών μου η ποίηση ζει και βασιλεύει. Εις βάρος πολλές φορές, φοβάμαι, της άρτιας πεζογραφικής επιδίωξης.

«Το ελάχιστον της ζωής του» ήταν ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα που διάβασα ποτέ. Ο όρος υπόδειγμα ιστορικού μυθιστορήματος φοβάμαι πως το περιορίζει, όμως ο συνδυασμός Ιστορίας και Μυθοπλασίας ήταν σπάνιος. Νωρίτερα (Το Μισό των Κενταύρων, Ξόβεργα με μέλι) και αργότερα (Πλωτές γυναίκες, Μοιρασμένα χιλιόμετρα) μας κοινωνήσατε διαρκώς διαφορετικές γραφές, και από μορφική άποψη. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια παρουσίασή όλων αυτών των έργων σας, γράφοντας π.χ. για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες, εμπνεύσεις και πόθους συνεγράφησαν;

Ευχαριστώ για τα τόσο επαινετικά, για το πρώτο μου τουλάχιστον μυθιστόρημα, «Το ελάχιστον της ζωής του». Του οποίου οι τετρακόσιες δέκα σελίδες προέκυψαν… ανεπαισθήτως, το 1999. Της μικρής φόρμας και κοφτής αναπνοής μέχρι τότε, [«Το Μισό των Κενταύρων», «Ξόβεργα με μέλι»], ούτε που το κατάλαβα πως κάτι δυνατό με τραβούσε από το μανίκι – ή από τη μύτη; – για να με οδηγήσει σε έναν συγγραφικό ποταμό. Αφορμή στάθηκε ένα δημοσίευμα στον τοπικό Τύπο που ο συντάκτης του ζητούσε από τις Αρχές, ούτε λίγο ούτε πολύ, να γκρεμιστεί το άγαλμα του Μωχάμετ Άλη, ώστε να μην υπάρχει στην πόλη κανένα ίχνος του αλλόθρησκου! Θύμωσα και άρχισα να ερευνώ. Παλιά δημοσιεύματα, γραπτά στην τουρκική και αιγυπτιακή που καλοπληρώθηκε η μετάφρασή τους, επιστολές Γάλλων υποπρόξενων και τίτλοι του Ιδρυτή της Αιγυπτιακής Δυναστείας στοιβάζονταν στο γραφείο μου, περιμένοντας την αξιοποίηση τους. Πέντε ετών προσπάθειες έφεραν το αποτέλεσμα που αναφέρετε στην εισήγησή σας. Για να μάθω, πρώτος εγώ, το τι σημαίνει η ζωή ενός Οθωμανού γεννημένου το 1769 στα παράλια της Μακεδονίας. Η χριστιανική γαλουχία που του προσφέρθηκε στο νησί της Θάσου. Η συναναστροφή με επιφανείς Γάλλους υποπρόξενους. Έλληνες καπνέμπορους και αξιωματικούς του τουρκικού στρατού. Με ποιο τρόπο θα τον καταδυναστεύει και θα τον σώζει, παράλληλα, αυτό το ελάχιστον της ζωής του κατά τη θριαμβευτική και οδυνηρή μετέπειτα πορεία του. Όταν θα εξορμά στις χώρες της ερήμου, θα κατακτά κίτρινα εδάφη και θα αφήνεται στις ηδονές των χαρεμιών. Όταν, στρατηλάτης του Νείλου, θα δοξαστεί και θα ονομαστεί Μέγας.
Το επόμενο μυθιστόρημα, «Πλωτές γυναίκες» το 2002, πολυσέλιδο κι αυτό, προέκυψε από την έντονη επιθυμία μου να αναφερθώ στο καπνικό ζήτημα, όχι μόνο της πόλης μου αλλά όλης της Ελλάδας. Παράλληλα, μεγαλωμένος εγώ σε έναν κόσμο γυναικών, ήθελα να μιλήσω για τις πλωτές γυναίκες που επιπλέουν στα νερά κάποιου ποταμού, χωρίς να βρουν ποτέ τη δύναμη να αντισταθούν, επιτρέποντας παράλληλα να λεηλατούν το σώμα και την ψυχή τους ανεπιθύμητες συνθήκες και βάρβαρες καταστάσεις. Οι γυναίκες μου, όμορφες, αγέρωχες, σχεδόν βασιλικές, σχεδιάζουν ένα κοσμοπολίτικο μέλλον με το βλέμμα στραμμένο προς το αμφιβόλου αίγλης παρελθόν τους. Παραμένουν ακίνητες ανάμεσα στην πικρή μυρωδιά της επεξεργασίας του καπνού που σκεπάζει τις βακχικές γιορτές ενός τόπου που ακμάζει πλωτός και φωτεινός. Σπαταλούν αλόγιστα τον χρόνο, μέχρις ότου η ζωή τους τμηθεί από το απρόοπτο· εκείνη τη στροφή που επιφυλάσσει η μοίρα ή σκηνοθετεί η απόγνωση.
Μετά από αυτά τα δύο ιστορικά μυθιστορήματα θέλησα να κάνω ένα… διάλειμμα χαράς. Έτσι, το 2004, προέκυψε το «Μοιρασμένα χιλιόμετρα». Το πλέον ερωτικό και άκρως προκλητικό, όπως το χαρακτήρισαν, βιβλίο μου. Ήρωές του δύο απεγνωσμένα πλάσματα, διαφορετικής ηλικίας, οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Εκείνη ώριμη, ευκατάστατη, πλάνης του έρωτα, επιφορτισμένη να εκπαιδεύει τους εκάστοτε εραστές της. Εκείνος νέος, λαϊκός τύπος, άνεργος, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Συναντιούνται σε μια ερημική παραλία και εισβάλουν ο ένας στον κόσμο του άλλου. Μοιράζουν για ένα καλοκαίρι, ανισομερώς, χιλιόμετρα, προσφορές και συναισθήματα. Στοιχειώνουν τις συναντήσεις τους με μικρά και μεγάλα ψέματα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στις μαγικές αποστάσεις που ξέρουν όλα τα μυστικά μας. Στη Σφίγγα που σκοτώνει όσους δε λύνουν το αίνιγμα.

Ναι, έχετε δίκαιο, διαφορετικές γραφές, άλλη μορφική άποψη. Επιδίωξή μου να αλλάζω θεματολογία, ύφος, αφηγηματικά ευρήματα· συγγραφικά τερτίπια.

Στο τέλος εκείνου του μυθιστορήματος [«Το ελάχιστον της ζωής του»] παραθέτετε τις λέξεις, τις φράσεις και τα αποσπάσματα που εντάξατε οργανικά στο κείμενο (πλην όμως ευδιάκριτα, με πλαγιογράμματη γραφή) σε ένα σπάνιο μοίρασμα ορισμένων εμπνευστικών σας αναγνώσεων αλλά κι ενός θαυμαστού ενιαίου της μυθοπλασίας εν γένει. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναδεί τέτοια κοινωνία με τον αναγνώστη (αλλά και έκτοτε, θυμάμαι ελάχιστες περιπτώσεις).

Από την έρευνα, στην οποία είχα επιδοθεί, γοητεύτηκα και ξιπάστηκα. Με αποτέλεσμα, η πρώτη γραφή εκείνου του μυθιστορήματος να φτάσει στις… χίλιες σελίδες. Τρόμαξα και άρχισα την ευλογημένη αφαίρεση. Εντάσσοντας οργανικά και με τον πρέποντα σεβασμό, στο κείμενο τα πολύτιμα ευρήματα. Πέντε χρόνια αυτή η εμμονή. Ευχαριστώ που την χαρακτηρίζετε επιτυχή.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Το τελευταίο μου μυθιστόρημα, λάθος λύκο, 2010, από τις εκδόσεις Κέδρος – όπως και τα τρία προηγούμενα – είναι το πιο «παράξενο» γραπτό μου. Με στοιχεία, απροόπτως, αστυνομικού μυθιστορήματος, μεταφυσικής ατμόσφαιρας, εμπεριέχει φόνους, παρανοϊκές καταστάσεις, συμπλέγματα. Αποτρόπαιες πράξεις διαταραγμένων ψυχικά ανθρώπων.
Και για να γίνω πιο σαφής: Χρόνια πολλά συνέλεγα από τον Τύπο δημοσιεύματα που αφορούσαν παρόμοια με αυτά του μυθιστορήματος συμβάντα. Μέχρι που το 2000 στην Τέριταουν της Νέας Ορλεάνης, με τη λήξη της χιλιετηρίδας και κατά την αλλαγή του αιώνα ακριβώς, κάποιος Έρικ Μπέιλ έσπασε την πόρτα ενός διαμερίσματος και με την καραμπίνα του σκότωσε έναν εβδομηντάχρονο, τη σύζυγο και την εγγονή τους, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι ήταν… ειδωλολάτρες. Πριν πυροβολήσει τους ρωτούσε αν πίστευαν στο Θεό! Δεκάδες παρόμοιων περιστατικών ανά την υφήλιο άρχισαν να στοιβάζονται στο γραφείο μου, διεκδικώντας την ιδιαίτερη προσοχή μου και κατά συνέπεια την συγγραφική από μένα προσέγγιση. Κάπως έτσι άρχισε η μυθοπλαστική ανάπτυξη του λύκου, μεταφέροντας τη δράση στην Καβάλα, την μυθοπλαστική Λυκομήδεια, δηλώνοντας πως, τα πρόσωπα και η ιστορία αυτού του μυθιστορήματος είναι φανταστικά, χωρίς να αποκλίνουν από παρόμοια συμβάντα ανά την Υφήλιο

Μας έχετε ξεναγήσει με πολλούς τρόπους στον τόπο όπου γεννηθήκατε και ζείτε, την Καβάλα. Τόσο με δικά σας κείμενα, όσο και με ανθολογήσεις σχετικών κειμένων. Ανεξάντλητος τόπος έμπνευσης, μήτρα της ζωής σας ή απλώς προσωπική πατρίδα;

Η Καβάλα είναι ο τόπος που γεννήθηκα, που τον κατοικώ και με κατοικεί. Η ιστορία και τα αλλεπάλληλα πολύχρωμα στρώματα των επιχωματώσεων που έχουν επικαθίσει επάνω στο σώμα της. Ο άλλος τρόπος φωτισμού που την φωτίζω, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μου, ώστε να την καταστήσω αλλιώτικη, κι ανάλογα με τις διαθέσεις μου αγαπητή, μισητή, μα πάντα φανταστική. Αυτός, ο ιδιαίτερος για μένα χώρος, είναι όλα αυτά μαζί και το κάθε ένα χωριστά που με βοηθά να συνομιλήσω μαζί του για γέννηση, έρωτα και θάνατο.
Έτσι, αδυνατώντας να πράξω διαφορετικά, καρφώνω τα κείμενά μου στον τόπο και στο χρόνο – για να παραφράσω τη δήλωση του συμπολίτη μου, Γιώργου Χειμωνά: Έχω την ψυχολογία της καρφωμένης σημαίας, και τα καρφιά με εμποδίζουν να κυματίσω. Ναι, αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία [η πόλη της Καβάλας, ορισμένες μορφές οικείες, γνώριμες] είναι ακριβώς τα καρφιά που καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στη γη. Αλλιώς είναι χαμένο.

Υπήρξατε υπεύθυνος δυο εξαιρετικών λογοτεχνικών περιοδικών (Υπόστεγο, Σκαπτή Ύλη). Θα μας ξεναγήσετε στην εν λόγω περιπέτεια; Τι πνευματικές τέρψεις και τι βάσανα προσφέρει η έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού;

Τέρψεις και βάσανα δίκαια μοιρασμένα. Η χαρά μιας διαφορετικής δημιουργίας, η επαφή και επικοινωνία με επιφανείς των γραμμάτων μας που γενναιόδωρα μας επιστέφτηκαν τα γραπτά τους. Η πανελλήνια απήχηση, τόσο που το Υπόστεγο χαρακτηρίστηκε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και ανατρεπτικά έντυπα της εποχής του.
Από την άλλη, διαρκές τρέξιμο, άγχος και αγωνία για την έγκαιρη εξασφάλιση κειμένων και χρημάτων. Δεν ανοίγονταν εύκολα οι οικονομικοί κρουνοί της περιφέρειας.

Πώς βιοπορίζεστε;

Μέχρι πρότινος έμπορος σιδηρικών και ειδών κιγκαλερίας. Αντικείμενο που έθετε σε… αμφισβήτηση τις πνευματικές ενασχολήσεις και συγγραφικές επιδιώξεις μου.
Τώρα, αξιοπρεπής συνταξιούχος.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Νεφελώδες το αποτέλεσμα και η μυθιστορηματική του εκμετάλλευση.
Στα κενά, Ρετόρνο 201 του Μεξικανού Γκιγιέρμο Αριάγα.

Τι γράφετε τώρα;

Δεν γράφω. Ερευνώ και σημειώνω.

Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 514 (Ιανουάριος 2011)

 

O άκριτος αναγνώστης, όπως ο καταναλωτής της μαζικής κουλτούρας, γενικότερα, είναι μνημείο ταύτισης. Αχειραγώγητος από την καλλιέργεια, περνά από την αθωότητα στον συναισθηματισμό. Οι χαρακτήρες που συναντά στο μετα-Άρλεκιν ανάγνωσμα είναι πάντα αυτός ο ίδιος, ή μοιάζουν εντυπωσιακά με τα πρόσωπα που ακούει και βλέπει. Ανάμεσα στο κείμενο και σ’ αυτόν είναι αδιανόητη οποιαδήποτε δημιουργική σχέση, η στροφή στα ενδότερα, η «διαστολή του εαυτού», που έλεγε ο Μπλουμ. Δεν επικοινωνεί με καμιά ετερότητα, αφού βρίσκεται απέναντι σε μια περίπου αυτοβιογραφική συνθήκη. Το κείμενο κι ο αναγνώστης του έχουν κοινό κέντρο, οι διάλογοι των προσώπων είναι και δική του πείρα, οι πράξεις τους είναι προβλέψιμοι καθημερινοί κώδικες. Εισπράττει από ένα ταμείο που εισφέρει ο ίδιος.

…ευστοχεί για άλλη μια φορά η πένα του Κώστα Μαυρουδή σχετικά με το δημοφιλές μυθιστόρημα της παραλογοτεχνίας (αποδιδόμενο με τον νεολογισμό «ευπώλητο»). Σύμφωνοι, τα αφιερώματα σε συγγραφείς, χώρες, ειδικές λογοτεχνίες και τα συναφή έχουν το αναμφισβήτητο και ακόρεστο ενδιαφέρον τους, όμως παραδίπλα υπάρχουν ορισμένα άλλα θέματα με τα οποία ακόμα καθημερινά συναπαντιόμαστε (πρακτικά ή θεωρητικά) αλλά ουδείς εστιάζει προς αυτά τον φακό του. Αυτή την εδώ και μήνες προσωπική σκέψη λες και διάβασε η συντακτική ομάδα του περιοδικού, προσφέροντας δυο εξ’ αυτών σε αφιερωματικό περιτύλιγμα. Στο προαναφερθέν πρώτο («Γιατί αρέσει η παραλογοτεχνία;») προσθέτουν σκέψεις κι ερμηνείες, εκτός του Μαυρουδή, οι Ρέα Γαλανάκη, Γιώργος Ξενάριος και Γιώργος Δαρδανός, προσπαθώντας να βρουν απαντήσεις μέσα στην άπνοια των ιδεών, την ανύπαρκτη λογοτεχνικότητα, την πρωτοβάθμια εν γένει αφήγηση, τι είναι αυτό που την καθιστά «γοητευτική» και τι αναζητά ο αναγνώστης εκεί μέσα.

Στην τακτική στήλη «Βιβλιοθήκες» ο Νάσος Χριστογιαννόπουλος μας μεταφέρει στο βιβλιοπωλείο «Δεύτερο χέρι» (Βρυξέλλες). Ευρηματική κατάταξη τίτλων, πολυγλωσσία, ιδέες και εξυπηρέτηση – σιγά τη διαφορά δηλαδή με τα εδώ βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων, της ανύπαρκτης οργάνωσης, της εγγυημένης βρωμιάς, των εξαφανισμένων τιμών (ώστε ο κλασικός εμποράκος να σε κόψει απ’ τη φάτσα και να στο κοστολογήσει την ιδανική στιγμή: καθώς βρίσκεσαι έτοιμος προ ταμείου). Όμως έστω και καθυστερημένα – φυλλομετρώ προς τα πίσω τις σελίδες του τεύχους – γνωρίζουμε τις «ζωντανές βιβλιοθήκες», όπου οι προσερχόμενοι αναγνώστες επιλέγουν ανθρώπους με διάθεση να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, καταπολεμώντας τις προκαταλήψεις κι ενισχύοντας την ποικιλομορφία.

Δεύτερο αξιοερεύνητο θέμα: τι διαβάζουν τα σημερινά μικρά παιδιά, των δωματίων με παράθυρο την τηλεόραση, των τεσσάρων τοίχων και πολλαπλάσιων περιορισμών; Ένας δάσκαλος και τρεις μαθητές της πέμπτης δημοτικού ανοίγουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που μας ανεβάζει και μας κατεβάζει, σίγουρα όμως δίνει μια εικόνα των αυριανών αναγνωστών ή μη αναγνωστών. Τα βιβλία δε θέλω να έχουν εικόνες, για να μπορώ εγώ να φαντάζομαι την περιπέτεια, να ταξιδεύω και να βρίσκομαι εκεί, που συμβαίνουν όλα αυτά που διαβάζω. Θέλω να φτιάχνω εγώ τις εικόνες με τη φαντασία μου. [Ιωάννης] / Όταν διαβάζω μια ιστορία μου φαίνεται πως βρίσκομαι κι εγώ εκεί αλλά οι άλλοι δε με βλέπουν, είμαι δηλαδή αόρατη. Θέλω όμως τα προβλήματά μου να τα έχουν και οι ήρωες, για να βλέπω πώς νιώθουν εκείνοι και τι κάνουν για να τα ξεπεράσουν. [Μαριαλένα]. Μη βιαστείτε να χαρείτε, κάποια στιγμή όλα συμφωνούν: τίποτα όμως δεν είναι όπως η τηλεόραση… Κι όπως ομολογεί η τρίτη συνομιλήτρια, Ιωάννα: Το μεσημέρι που οι γονείς μου πάνε να κοιμηθούν, μου ζητάνε να τους πω την ιστορία που διάβασα για να τους πάρει ο ύπνος… Να τους ευχηθούμε κι εμείς με τη σειρά μας καλό ύπνο.