Lykke Li – Wounded rhymes (LL Recordings, 2011)

Λύκκε Λύκκε είσαι εδώ;

Girl, you’ll be a woman, soon… Τι; Έγινε κιόλας; Μα βέβαια: όταν η Σουηδή Li Lykke Timotej Zachrissonhas άρχισε να ηχογραφεί το παρθενικό της Youth Novels (κυκλοφ. 2008) ήταν 20 χρονών, τώρα έφτασε στα 25. Κι όχι ότι έκοψε τα θηλυκά θρηνάκια, αλλά αυτή τη φορά οι (στιχουργημένες) «εμπειρίες» είναι περισσότερες και τραυματικότερες, εμπνέοντας συνθέσεις περισσότερο οξείες. Ζώντας πλέον στο Los Angeles και κινούμενη ως την άλλη άκρη της Νέας Υόρκης μέσω ερήμων, έγραψε τα τραγούδια μαζί με τον παραγωγό της Bjorn Yttling (τον μεσαίο των Peter Bjorn and John), ο οποίος, γνώστης της πλούσιας ποπ παραγωγής, δεν τσιγκουνεύτηκε σε προϋπολογισμό πιατινιών, ξυλόφωνων, κρουστών, κρυστάλλινων κιθαρών και άλλων καμπανιστών.

Η Lykke ακούγεται ευχάριστα, αλλά μοιάζει πολύ μπλεγμένη. Σχεδόν πηδάει απ’ το ένα είδος στο άλλο κι από μια προσπάθεια προσωπικού ήχου στον εμπορικό πολτό. Το εναρκτήριο Youth Knows No Pain αμέσως χαιρετάει τα girl group των 60s αλλά γλιστράει στο χειρότερη μετεξέλιξή τους στο 70s (Runaways) και τα 80s (Bangles). Ξέρω πόσο ξενερωτικό και απομυθοποιητικό είναι να θυμίζει κανείς δυσάρεστες συνδέσεις σε υποτιθέμενα φρέσκα ονόματα αλλά οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι. Ομοίως και το δεύτερο. Το Love Out Of Lust μας προσφέρει το πρώτο όμορφο αξιάκουστο πεντάλεπτο. Απηχεί ωραία την θηλυκή απόκοσμη ποπ των 50/60s (June June είσαι εδώ;) αλλά και [σ’ εμάς τους γαλουχημένους στα 80s την ποπ που παίχτηκε κατά κόρον από] τις Tallulah Gosh και τα δεκάδες άλλα ποπ γυναικεία σχήματα από τις ανεξάρτητες εταιρείες της εποχής.

Το Unrequited Love πάει προς τη μεριά που στοιχημάτιζα και στοιχηματίζω (με λιγότερα αυτή τη φορά) πως θα κινηθεί η LL.: μια δική της εκδοχή altamericanas, με «σκονισμένη» ακουστική κιθάρα και ‘shoo wop’ backing vocals. Πάνω που λες πως εδώ θα βολοδέρνει ψάχνοντας τον εαυτό της, έρχεται το Get Some, η επιλογή του οποίου ως σινγκλ επιβεβαιώνει τον αιώνιο κανόνα (: στο μεγαλύτερο ποσοστό επιλέγεται το εμπορικότερο κομμάτι του δίσκου, δηλαδή το χειρότερο). Μου φάνηκε πως ακούω Belle Stars, για να μην πω Bananarama…

Μιας και περιδιαβαίνονται όλα τα είδη που περπάτησαν γυναικείες φωνές, κρίμα είναι να μείνει απ’ έξω το garage. Ή τουλάχιστο έτσι μας μοιάζει με τις πρώτες νότες απ’ το οργανάκι του Rich Kids Blues. Στην συνέχεια το πράγμα κάπως λειαίνεται και παραμένει οριακά μόνο πίσω από την γκαραζόπορτα. Το Sadness Is A Blessing αποτελεί την δεύτερη αδιαφιλονίκητη συνθεσάρα, που σε ωθεί να βεβαιωθείς πως δεν πρόκειται για Σπεκτορική διασκευή των Ronettes, των Shangri-Las, των Shirelles (των οποίων άλλωστε συχνά διασκευάζει το Will You Still Love Me Tomorrow?). To συμπαθητικούλι Jerome καλύπτει το είδος της female σουηδοπόπ (που ελλείψει άλλων φάρων, συνηθίσαμε να παραπέμπουμε στις … Camera Obscura).

Το Wounded Rhymes αποτελείται σχεδόν ολοκληρωτικά από ιστορίες χαμένου ή καμένου έρωτα. Στο Sadness Is A Blessing η Λυκκία υποτάσσεται εθελοντικά, φιλοσοφικά και αναγεννητικά στην Θλίψη, γενόμενη το boyfriend και το girl της, ενώ στο Silent My Song τραγουδά πως δεν μπορεί να πει αν ζει ή αν απλά συνεχίζει (θυμίζοντάς μου μια σοφή κουβέντα που κάποτε μου δίδαξαν, μερικές φορές δεν χρειάζεται να χτυπιέσαι διαρκώς, αρκεί απλώς να επιβιώνεις). Αλλά οι φιλοδοξίες της φιλόδοξης δεσποσύνης μοιάζουν πολύ περισσότερες απ’ το να φτιάξει έναν απλό λυπημένο δίσκο ποπ αισθητικής ή έναν πλήρη ποπ δίσκο της αισθητικής της λύπης. Τη μία λάμπει στο βόρειο σέλας στις περιοχές των Royksopp (των οποίων τραγούδησε το Miss It So Much), την άλλη θέλει να ταιριάξει σε νεανικά ταινιάκια σαν το Twilight (στο οποίο περιλαμβανόταν κομμάτι της). Αν έμενε στην Σουηδία θα ήταν ένα μικρό αστράκι στον αχανή γαλαξία της σουηδικής indie-pop. Τώρα στην Δυτική Ακτή μέχρι και ποπ ειδωλάκι μπορεί να γίνει, με λίγη βοήθεια απ’ το μοντελάτο λουκ. Που με τη σειρά της προκαταλαμβάνει (αρνητικά) άλλους. Εύκολοι και δύσκολοι καιροί για δεσποινάρια σαν την Λ.Λ. [6.5/10]

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Εντουάρντο Γκαλεάνο – Καθρέφτες. Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία

 Υπέρ Αδυνάτων

Αν η Μνήμη της Φωτιάς αποτελούσε την Άγραφη Ιστορία της αληθινής Αμερικής, οι Καθρέφτες αντανακλούν τις σκηνές που τέθηκαν στο περιθώριο της Επίσημης Ιστορίας (από τις απαρχές του κόσμου ως σήμερα)· τα γεγονότα και τις εκδοχές που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ο Γκαλεάνο γράφει με τον γνωστό του τρόπο: τα αφηγήματά του είναι σύντομα αλλά περιεκτικότατα, η γλώσσα του απλή αλλά όχι χωρίς ποίηση, τα ιστοριογραφικά του σχόλια βασίζονται στη λογική αλλά εκφράζονται με πεντακάθαρη, σχεδόν παιδική ματιά – σα να προσκαλεί στη θέση του αφηγητή οποιονδήποτε «απλό» άνθρωπο. Ειρωνεία, ευφυείς παραλληλισμοί, αναλογίες και αντιστροφές συνδέουν περιπτώσεις που μπορεί να τις χωρίζουν αιώνες. Αυτή τη φορά η τεράστια σε όγκο βιβλιογραφία των πηγών αναπόφευκτα παραλείπεται.

Πολιτική, θρησκεία, τέχνη, ήθη, νομική, όλα τέθηκαν με κάθε δυνατό τρόπο στην υπηρεσία της εκάστοτε εξουσίας. Οι αρχαίες γιορτές των κύκλων της φύσης άλλαξαν όνομα, στις πλατείες που ηχούσαν τα ξεκαρδιστικά γέλια του κόσμου τώρα ακούγονται εδάφια από την Αγία Γραφή όπου κανείς ποτέ δεν γελά. Κανείς δεν αναρωτιέται γιατί οι σημερινοί Θεοί είναι ζηλιάρηδες και ανησυχούν για τον συναγωνισμό, εφόσον Εκείνοι είναι οι μόνοι αληθινοί. Μένουν οι επινοήσεις της Χριστιανικής Εκκλησίας (Καθαρτήρια, υποχρεωτικές εξομολογήσεις, άμμωμες συλλήψεις και η αιώνια ψησταριά της κόλασης – η απειλή της οποίας υπήρξε πάντα αποτελεσματικότερη των παραδείσων), μένουν οι εξακόσιες χιλιάδες φράσεις που αποδίδονται στον Μωάμεθ, από τις οποίες όσες καταριούνται τις γυναίκες μετατρέπονται σε αδιαμφισβήτητες ουράνιες αλήθειες.

Οι εθνικοί ύμνοι διακηρύσσουν την ταυτότητα του έθνους μέσα από απειλές, ύβρεις, αυτοπροβολή, δοξολογίες στον πόλεμο και το ιερό καθήκον να σκοτώσεις και να σκοτωθείς. Ο Διάβολος είναι κατά περίσταση μουσουλμάνος, Εβραίος, μαύρος, γυναίκα, ξένος, ομοφυλόφιλος, Τσιγγάνος, Ινδιάνος. Όταν ο Δαίμονας εμφανίστηκε με τη μορφή μιας υποτρόφου στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Κλίντον δεν ανέτρεξε στην απαρχαιωμένες μεθόδους της Εκκλησίας αλλά επί τρεις μήνες χτυπούσε το Κακό βομβαρδίζοντας ανηλεώς τη Γιουγκοσλαβία.

Η γραφειοκρατία του πόνου βασανίζει στο όνομα της εξουσίας, έτσι ώστε η εξουσία να κρατιέται στη θέση της. Η ομολογία του βασανισμένου δεν αξίζει πολλά ή δεν αξίζει τίποτα. Αντίθετα η εξουσία ξεσκεπάζει το πρόσωπό της στις αίθουσες βασανισμούς. Όταν η εξουσία βασανίζει, ομολογεί πως τρέφεται από φόβο. (σ. 96). Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, βασισμένη σε ομολογίες αιχμαλώτων πως εκπαιδεύτηκαν εκεί για τη χρήση χημικών και βιοχημικών όπλων το επιβεβαιώνουν. Ο Τομά Σανκάρα που άλλαξε το όνομα της Άνω Βόλτα σε Μπουρκίνα Φάσο, γη των ενάρετων ανθρώπων, είπε: «Η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μας αρνούνται τους πόρους γα να βρούμε νερό στα εκατό μέτρα, αλλά διατίθενται να σκάψουν πηγάδια τριών χιλιάδων μέτρων για την εξαγωγή πετρελαίου». Η Παραγουάη αφανίστηκε μέσω εξολόθρευσης δασκάλων και μαθητών, εξαφάνισης του εθνικού της αρχείου και υπέρογκου δανεισμού.

Ιστορίες που δεν θα μάθουμε ποτέ, που μας αφορούν ακόμα και σήμερα όσο ποτέ. Όταν γύρω στο 1890 ένας ταξιδιώτης επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Ουρουγουάης μίλησε κολακευτικά για «την πόλη όπου υπερισχύουν τα ζωηρά χρώματα». Τα σπίτια διέθεταν ακόμα προσόψεις κόκκινες, κίτρινες, γαλάζιες… Οι ειδήμονες εξήγησαν ότι παρόμοια βάρβαρη συνήθεια δεν ήταν αντάξια ευρωπαϊκής χώρας. Για να είσαι Ευρωπαίος έπρεπε να είσαι πολιτισμένος, δηλαδή σοβαρός, συνοφρυωμένος. Έκτοτε η πόλη ενδύθηκε με νόμο το γκρι χρώμα, το χρώμα που έχουν όλες οι μεγάλες πόλεις που μας απαγορεύουν να αναπνέουμε, να περπατάμε και να συνευρισκόμαστε. Ο συχνά αφηρημένος Πολ Γκογκέν έβαλε την υπογραφή του σ’ ένα δυο γλυπτά από το Κονγκό, ένα λάθος μεταδοτικό που επανέλαβαν οι Πικάσο, Μοντιλιάνι, Κλέε, Τζακομέτι, Ερνστ, και μάλιστα αρκετά συχνά, «γεννώντας» την μοντέρνα τέχνη. Η Ωδή στην Ελευθερία του Μπετόβεν λογοκρίθηκε κι έγινε Ωδή στη Χαρά, η Κόκα Κόλα έβαψε κόκκινο τον Άη Βασίλη.

Ηττημένοι και αδύναμοι υπήρξαν εσαεί απόντες από κάθε Ιστορία. Αμέτρητες γυναίκες υπέφεραν, εξ’ ορισμού εξόριστες από αυτήν, τα πάνδεινα. Η Έμιλυ Ντίκινσον, τέκνο μιας εποχής όπου οι άνδρες ασχολούνταν με την πολιτική και το εμπόριο και οι γυναίκες διαιώνιζαν το είδος και αρρώσταιναν, γόνος μιας τάξης που απαγόρευε να μιλήσει για τον εαυτό της, κλεισμένη στο δωμάτιό της επινοούσε ποιήματα που παραβίαζαν τους νόμους, τους κανόνες της γραμματικής και της έγκλειστης ζωής. Όλοι οι πρώτοι ρώσοι επαναστάτες αφανίστηκαν, η μορφή τους σβήστηκε από τις ιστορικές φωτογραφίες, το όνομά τους από τα βιβλία ιστορίας. Ο απαγορευμένος συγγραφέας Ισαάκ Μπάμπελ που κάποτε είπε: «επινόησα ένα νέο [λογοτεχνικό] είδος: τη σιωπή» δικάστηκε μέσα σε είκοσι λεπτά, αλλά η γυναίκα του πληροφορήθηκε την εκτέλεσή του δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Οι ολυμπιονίκες Σμιθ και Κάρλος (Μεξικό 1968) που ύψωσαν τη σφιγμένη γροθιά με μαύρα γάντια, Μαύροι Πάνθηρες που καταγγέλλουν τον ρατσισμό στις ΗΠΑ, διώχθηκαν από τους αγώνες, αποκλείστηκαν από κάθε διοργάνωση, έμειναν άνεργοι, ο δεύτερος έπλενε αυτοκίνητα για ένα φιλοδώρημα.

Τόσες λανθασμένες ονομασίες («φυσικές» καταστροφές, λες και η φύση είναι ο θύτης κι όχι το θύμα, Ισπανικός «εμφύλιος»…), τόσες ειρωνείες: ο γιος του ποιητή Λουγκόνες επινόησε τα βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ και σαράντα χρόνια αργότερα, η εγγονή του ποιητή, Πιρί Λουγκόνες, υπέφερε από βασανιστήρια από τις ανακαλύψεις του πατέρα της στις αίθουσες μιας άλλης δικτατορίας που εξαφάνισε χιλιάδες Αργεντινούς. Καθώς ηγέτες ακούνε φωνές από το υπερπέραν και σπεύδουν να απελευθερώσουν χώρες και λαούς ακόμα και στην άλλη άκρη της γης, ο Αμβρόσιος Μπιρς διαπίστωνε: Ο πόλεμος είναι ο δρόμος που επέλεξε ο Θεός για να μας μάθει γεωγραφία.

Σ’ έναν κόσμο όπου οι κατακτητές έχουν το άσυλο που τους παρέχει η ιστορία και την ατιμωρησία που τους εγγυάται η εξουσία υπάρχει χώρος για ομορφιά και δικαιοσύνη. Ένας τυφλός ταξιδιώτης έβλεπε με τα πόδια, ο Τζάνγκο Ράινχαρντ έκανε μυστική συμφωνία με την κιθάρα του (κάθε φορά που παίζει να του χαρίζονται τα δάχτυλα που του έφαγε η φωτιά στο τροχόσπιτο), ο Δον Κιχώτης, άλλη μια περιπέτεια της ελευθερίας που γεννήθηκε στις φυλακές (όπου βρισκόταν για χρέη ο Θερβάντες) περιφέρεται ακόμα στον κόσμο και στο τελευταίο γράμμα του στους γονείς του: Νοιώθω και πάλι στις φτέρνες μου τα πλευρά του Ροσινάντη. Ξαναπαίρνω τους δρόμους με την ασπίδα στο χέρι. Κι όπως είπε ο Λουμούμπα, κατηγορώντας την αυτοκρατορία της σιωπής: κάποια μέρα η Ιστορία θα πάρει το λόγο.

Εμείς είμαστε τα ανθρωπάκια: οι εξολοθρευτές των πάντων, οι διώκτες του πλησίον μας, τα μόνα ζώα που εφευρίσκουν τις μηχανές που επινοούν, τα μόνα που δηλητηριάζουν το νερό που πίνουν και τη γη που τα θρέφει, τα μόνα που βασανίζουν αλλά και τα μόνα που δημιουργούν λέξεις, για να μη χαθεί η πραγματικότητα και η μνήμη της, γράφει ο συγγραφέας. Και παρά την αφάνταστη σκληρότητα ζωής και θανάτου των αδυνάτων, μένει το ύστατο μάθημα ζωής από τον Ομάρ Καγιάμ (που προτιμούσε την ταβέρνα απ’ το τζαμί): για μας τους εφήμερους θνητούς, η μόνη αιωνιότητα είναι η στιγμή, και είναι προτιμότερο να την πιείς παρά να την κλάψεις.

Εκδ. Πάπυρος, 2009, μτφ. Ισμήνη Κανσή, σ. 373, με ευρετήριο (Eduardo Galeano, Espejos, 2008)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 25 (άνοιξη 2011), Αφιέρωμα Literatura Latinoamericana [Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία]. Στις φωτογραφίες: μια αυλή κάπου στην Αγκόλα, μια σχολική αίθουσα στην Καμπούλ.