Ανύπαρκτη ήπειρος, ψευδής πατρίδα
Αυτή είναι μια Ελλάδα που πεθαίνει. Βγάλε τις φωτογραφίες σου· την επόμενη φορά που θα έρθεις εδώ όλα αυτά θα έχουν πεθάνει.
Ο αφηγητής εναποθέτει στην φωτογραφική του τέχνη κάθε ελπίδα κατανόησης του νεοελληνικού αστικού τοπίου και βίου· άλλωστε η επιστροφή του στην προγονική Ελλάδα γίνεται με αφορμή μια έκθεση έργων του. Η περιπλάνησή του όμως σε Αθήνα και επαρχία θρυμματίζει κάθε προσδοκία καλλιεργημένη και καλλωπισμένη στους μεταναστευτικούς κόλπους της Μελβούρνης. Μπορεί να θεαθεί η ψυχή της πόλης μέσα από τον ευρυγώνιο φακό, να αποκαλυφθούν οι ημίφωτες γωνίες με την ρύθμιση ενός διαφράγματος, να αιχμαλωτιστεί ο χρόνος της με την ταχύτητα του κλείστρου; Πού βρίσκεται το αληθινό της πρόσωπο; Στα κλειστοφοβικά δωμάτια ή στους αγοραφοβικούς δρόμους, στα μελαγχολικά μπαλκόνια ή τις δύσοσμες διαδρομές; Και μέσα από το σκόπευτρο ποιος θα κοιτάζει;
Ο 35χρονος φωτογράφος πασχίζει να δει μέσα απ’ τα μάτια ντόπιων και ξένων. Διαπιστώνοντας πως κάθε ένδειξη ελληνικότητας πάνω του έχει επισκιαστεί από την προφορά και τους τρόπους του, αντιμετωπίζοντας τον φθόνο και το παράπονο των γηγενών (χαρακτηριστική η στιχομυθία μ’ έναν γέροντα χωριανό, αν οι μετανάστες ξέχασαν εκείνους ή το αντίστροφο) ο «αδαής ταξιδιώτης από τους αντίποδες» αναρωτιέται σε ποιο δελτίο εθνικής, πολιτισμικής ή φαντασιακής ταυτότητας είναι καταχωρημένος. Σε μια Οδύσσειά τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική αναζητά τη συνάντηση με το κληρονομημένο οικογενειακό παρελθόν στην Ελλάδα σκοτεινότερων εποχών που «έδιωξε» τους γονείς του – η Αυστραλία υπήρξε επιλογή πολιτικής διαφυγής και απόδραση από την επαρχιακή ασφυξία για πατέρα και μητέρα αντίστοιχα – και με το ευρύτερο φαντασιακό κέλυφός της, την Ευρώπη.
Απέναντι στις ματαιωμένες προσδοκίες στέκεται ο αντίλογος του αυτόχθονος κατά της μαζοχιστικής εμμονής με το παρελθόν, που αναρωτιέται γιατί να στερηθεί το εισαγόμενο καταναλωτικό λούστρο της νέας τους ζωής (δεδομένο για τον χορτασμένο ξένο) μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί στις νοσταλγίες των παιδικών φωτογραφιών και τις προσδοκίες των τουριστικών καρτ ποστάλ. Σε αντίθεση με τον γκρίζο κι ενίοτε βρόμικο ρεαλισμό της παροντικής αφήγησης, που εκφράζει ιδανικότερα και τις ομοερωτικές αναζητήσεις του ήρωα, ο συγγραφέας (Μελβούρνη, 1965) επιλέγει τις φωτοσκιάσεις μιας μαγικότερης και ηθογραφικοποιημένης εκδοχής του στα εναλλασσόμενα κεφάλαια του σκληρού παρελθόντος, όπου η ελληνική περιφέρεια ζούσε υπό την ολοκληρωτική ισχύ ενστίκτων και προκαταλήψεων.
Αν η σύγχρονη Ελλάδα άλλαξε εξωτερική μάσκα διατηρώντας ρατσιστικά κατάλοιπα, τότε η Ευρώπη που περιδιαβαίνει στην συνέχεια ο ήρωας (σταθμεύοντας σε εμβληματικές της πόλεις) μοιάζει ένας μετα-ιδεολογικός, ναρκωτικός και πορνογραφικός κοπρώνας. Οι ιστορίες για τους «κακομαθημένους αριστοκράτες των σαλονιών της», που έμαθε να ονειρεύεται από τους Τζόυς, Φλωμπέρ και Σταντάλ, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ούτε καν με τις ερωτικές του επιθυμίες. Αποστερημένη από τις τελευταίες ιδεολογίες και με «πολίτες» στα όρια της ανυπαρξίας, η μόνη σχέση της είναι η διαιώνιση της δουλείας, σε μοντέρνες πλέον μορφές (εργασία, πορνεία, διακίνηση μεταναστών).
Η μεγαλύτερη αρετή του μυθιστορήματος είναι ακριβώς η συνδυασμένη αλλά όχι παραφορτωμένη εμπλοκή περισσότερων παραμέτρων της νεοευρωπαϊκής ταυτότητας σε ρέουσα, πειστική και βαθιά αληθινή αφήγηση: από την σύγχρονη ναρκομανία (ιδίως στις αστραπιαίες καταπόσεις χαπιών από τον περίγυρο) μέχρι την έντρομη στάση της ηπείρου απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, που, ακριβώς όπως και οι κλειστές κοινωνίες του παρελθόντος, «ό, τι δεν το ξέρει, το φοβάται». Αλήθειες που ο ήρωας, πιθανώς και ο συγγραφέας, διακρίνει καθαρότερα όλων ακριβώς επειδή είναι ταυτόχρονα (για να θυμηθούμε τον Εμπειρίκο) «Ταξιδευτής και Επιστροφεύς».
Εκδ. Printa, 2010, μτφ. Νίκη Προδρομίδου, σελ. 445 (Christos Tsiolkas, Dead Europe, 2010)
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 656, -21.5.2011 (και εδώ).