Διαβάζω, τεύχος 518 (Μάιος 2011)

Αφιέρωμα Ιάκωβος Καμπανέλης

Το θέατρο, όπως και οι άλλες τέχνες, δεν έβλαψαν ποτέ τον άνθρωπο. Αντίθετα με άλλες επινοήσεις του ανθρώπου, όπως λόγου χάρη είναι οι θρησκείες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, που ξέπεσαν σε αφορμές για ποταμούς αίματος. Από τις τέχνες που πρόσφεραν στον άνθρωπο πάρα πολλά χωρίς να του πάρουν τίποτα είναι το θέατρο, έλεγε σε συνομιλία του ο Ιάκωβος Καμπανέλης, μιλώντας για το Θέατρο που γνώριζε όσο τίποτα, που ανέκαθεν προσπαθούσε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τα φαινόμενα του περίγυρού του. Στην ίδια συζήτηση που αναδημοσιεύεται εδώ, με περισσή ειλικρίνεια ομολογεί, μεταξύ άλλων, τα δυο στοιχεία που υπάρχουν σ’ όλα τα έργα του: η εμπειρία του Μαουτχάουζεν και «μια υπόκρουση κωμωδίας», ενώ στην ερώτηση πόσα έργα έχει γράψει, θα απαντήσει: «προσπαθώ να γράψω «ένα». Εννοώντας πως τα πολλά δεν είναι παρά επεισόδια μόνον ενός ταξιδιού που δεν τελειώνει».

Ο Βάλτερ Πούχνερ (που πρόσφατε εξέδωσε μια ογκώδη, χιλιοσέλιδη μονογραφία για το θεατρικό του έργο) δίνει ένα σύντομο αλλά ουσιαστικό διάγραμμα του κύκλου των 41 έργων του, που υπηρέτησε όλες τις θεατρικές φόρμες, από το μονόλογο μονόπρακτο (Αυτός και το πανταλόνι του) ως την πολυπρόσωπη πολιτική και ιστορική επιθεώρηση (Το μεγάλο μας τσίρκο), από το πειραματικό σκετς (Ο διάλογος) ως το έργο μεγάλης ωριμότητας και βάθους (Μια συνάντηση κάπου αλλού…). Ο Καμπανέλλης έφερε πρώτος τις νεωτερικές γραφές, τον Ιονέσκο (Ο γορίλλας και η ορτανσία), τον Μπρεχτ (Παραμύθι δίχως όνομα). Καθιέρωσε τον τύπο της λαϊκής όπερας (Η γειτονιά των αγγέλων), καθιερώθηκε με την ρεαλιστική τριλογία Η αυλή των θαυμάτων, Η έβδομη μέρα της Δημιουργίας, Η ηλικία της νύχτας), δοκίμασε κάθε γραφή: ιψενική των χαμηλών τόνων (Άνθρωποι και ημέρες) ρομαντική συμβολιστική με επιδράσεις Λόρκα (Χορός πάνω στα στάχυα), εξπρεσσιονιστική (Κρυφός ήλιος, Σιλωάμ), σατιρική (Ο μπαμπάς ο πόλεμος, Οδυσσέα γύρισε σπίτι) – κι ο κατάλογος δεν τελειώνει, σ’ αυτή την σπουδαία κορύφωση της ελληνικής δραματικής λογοτεχνίας.

Κική Δημουλά, Θανάσης Παπαγεωργίου, Μάριος Ποντίκας, Γιώργος Π. Πεφάνης, Γιώργος Μιχαηλίδης, Κώστας Καζάκος και Γιώργος Γαλάντης συμπληρώνουν με σημειώματα προσωπικών μνημών, ενώ ο Αλέξης Ζήρας θυμάται τα χρόνια του Ι.Κ. στην ελληνική ραδιοφωνία, αν και προσωπικά δεν του συγχωρώ ποτέ (του Ι.Κ.) την πλήρη απομύζηση του ελληνικού ραδιοφώνου από την ξένη μουσική, αγνοώντας πως η αληθινή αντίσταση (που πάντα τίμησε με τη ζωή του) υπήρχε στο ροκ, και όχι στα νέο-λαϊκά, πανμίζερα ελληνικά δισκία της δεκαετίας του ’80, που συμπλήρωναν την υπερ-δόση της εγχώριας «ποιοτικής» δισκογραφίας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Μια διαφορετική άποψη για τον Κυνόδοντα εκφράζει ο Κώστας Λογαράς στη στήλη του, (εκφράζοντας  – προσθέτω – και όσους δεν τολμούν να εκφράσουν μια αντίθετη άποψη από εκείνη της γενικής κοινογνωμικής ευφορίας). Η ταινία, εγκεφαλική και ορθολογιστική, έχει το ύφος ενός δοκιμιακού λόγου, ρητορικού και άκαμπτου, είναι δε πιο κοντά στην αμερικανική κουλτούρα και στον πουριτανισμό της βόρειας Ευρώπης παρά στην ελληνική ζωή. Για τον συγγραφέα ο στόχος δεν είναι να κάνει κάποιος μιαν ελληνική ταινία προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις ενός ξένου κοινού αλλά να στρέψει το ενδιαφέρουν του διεθνούς κοινού στα δικά του θέματα. Από την άποψη αυτή, η Στρέλλα ήταν πολύ πιο επαρκής, τόσο στους αυθεντικούς χαρακτήρες όσο και τα ψυχικά τοπία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Εξίσου ενδιαφέρον το στηλιστικό κείμενο του Αλέξη Ζήρα («Ο οθωμανικός μεσαίων και η ανακατασκευή της ιστορίας») με αφορμή τη «φιλοσοφία» του τηλεοπτικού Σκαϊκού 1821 και απέναντι στον νεοσταλινισμό και την αντιπιεστημονικότητα πολλών θέσφατων που επιχειρεί να εγκαταστήσει στην τρέχουσα έρευνα η γενιά των αποδομιστών της Ιστορίας, προτείνοντας έναν πολιτικό χάρτη γεμάτο με κατακερματισμένες ταυτότητες ή συλλογικότητες (επιταγή μιας πολιτικής ορθότητας ή άλλο τι;). Ο Ζήρας διακρίνει ως γνώμονά τους την «ανακατασκευή μιας ιστορικής αφήγησης για την Τουρκοκρατία που να προσανατολίζεται, έστω και αναχρονιστικά, στο δόγμα της πολυπολιτισμικότητας, δηλαδή στο δόγμα των μοιρασμένων σε αναρίθμητα κομμάτια συλλογικοτήτων κάτω από μια ενιαία σκέψη εξουσίας». Πιο κάτω ο στηλοθέτης Ζενερίκ μας θυμίζει τα λόγια της Μαρίας Μήτσορα απ’ το Με λένε Λέξη: Όπως τις πόλεις, έτσι και τις ζωές μας τις φτιάχνουμε και τις χαλάμε. Είμαστε, σαν είδος, οι πιο μανιώδεις μαστροχαλαστές του Σύμπαντος.

Σημ. Η φωτογραφία από την αρχική παράσταση της Αυλής των Θαυμάτων (Θέατρο Τέχνης, 1957).