Χούλιο Κορτάσαρ – Αξολότλ και άλλα διηγήματα

Δε χορτάσαμε Κορτάσαρ! (μέρος Β΄)

Μετά την πολιτική μυθιστορία του Βιβλίου του Μανουέλ, ξαναβρίσκουμε εδώ τον μαιτρ και μετρέσσο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, τον μοντερνιστή των επάκρων, τον Μπορχεσιανό και Αντι_Μπορχεσιανό εισαγωγέα του φανταστικού στην καθημερινότητα, τον βασανιστή και βασανισμένο της γλώσσας Χούλιο Κορτάσαρ στο κατεξοχήν δημιουργικό του πεδίο, των Κορτασάριων Φαντασιακών Διηγημάτων και Αινιγματικών Ιστοριών.

Οι 19 αυτές ιστορίες  γράφτηκαν μεταξύ 1951-1982, δηλαδή όλα τα χρόνια που ο Κορτάσαρ έζησε δισαυτοεξόριστος απ’ τους δυνάστες της χώρας του (Περόν, Βιντέλα), πρώτα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο Παρίσι, ελεύθερος μεταφραστής της Ουνέσκο και πιστός Παριζιάνος ως το τέλος, ύστερα στα μέσα του ’70 τρέχοντας μακριά απ’ την κόλαση του νέου δικτάτορα, με κάθε έργο του πλέον απαγορευμένο στη χώρα του. Κι όλες περιτριγυρίζουν ένα είδος που ονομάστηκε ΝεοΦανταστικό γιατί δεν υπήρχε άλλος όρος, αδιαφορούν για τον τρόμο ή το σοκ, αλλού στοχεύουν και αλλιώς πείθουν, καφκικές και ποεϊκές, αλλά μ’ έναν ολοδικό τους λατινοαμερικανικό τρόπο, πεπεισμένες πως «η πραγματικότητα που βρίσκεται στις εξαιρέσεις, όχι στους κανόνες», πως οι παράλογες εξελίξεις τους δεν είναι περισσότερο παράλογες από την ίδια τη λογική.

Όμως το πραγματικό δέος κρύβεται στην τελευταία της σειράς, το συγκλονιστικό Κείμενο σε σημειωματάριο. Για τις ανάγκες μιας τεχνικής μελέτης καταμετρούνται με ακρίβεια οι επιβάτες που χρησιμοποιούν καθημερινά τον υπόγειο επί μια βδομάδα. Η γραμμή Άνγκλο της δεκαετίας του σαράντα αποτελεί ιδανικό ερευνητικό πεδίο. Αλλά την Τετάρτη συμβαίνει το αναπάντεχο: από τα δεκάδες χιλιάδες εισερχόμενα άτομα επέστρεψαν στην επιφάνεια τέσσερις λιγότεροι. Τέσσερις άφαντοι επιβάτες. Το λάθος αποδίδεται στις μηχανές ή τους ελεγκτές.

Τους επόμενους μήνες ο αφηγητής παίρνει τακτικά τον υπόγειο και θυμάται εκείνο το «σφάλμα». Κοιτάζει μάλιστα ειρωνικά τους επιβάτες κρεμασμένους από τις δερμάτινες χειρολαβές σαν σφαχτάρια. Κάποιες φορές όμως αρχίζει να του φαίνεται πως κάποια άτομα δεν είναι απλοί επιβάτες όπως όλοι. Πως η μισοκοιμισμένη κοπέλα στο παγκάκι της αποβάθρας δεν βρίσκεται εκεί επειδή περιμένει το επόμενο τρένο. Και νοιώθει πως κάτι εδραιωνόταν στο παράλογο, στο φόβο σχεδόν. Ο υπόγειος του φαίνεται σαν κάτι άλλο, σαν μια αργή, διαφορετική αναπνοή, ένας παλμός που δεν χτυπά για την πόλη. Όσο κι αν ανάμεσα σε σταθμούς διακρίνεται ένα είδος Άδη που διακρίνεις μόνο για μερικά δευτερόλεπτα, αποκλείει την ιδέα για νεκρές ψυχές, εγκαταλελειμμένες στοές, παρατημένες γραμμές, διχαλωτές ράγες. Και φτάνει στην ολοφάνερη κι αποτρόπαιη αλήθεια του αναγκαίου απόβλητου. Εκείνους δεν τους εντοπίζεις κάπου συγκεκριμένα: ζουν στον υπόγειο, στα τρένα, σε διαρκή κίνηση. Ο τρόπος που ζουν και κυκλοφορούν ευνοεί την ανωνυμία που τους προστατεύει.

Κι έτσι σα να αποκαλύπτεται ένα τρομερό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο όσοι ζουν εκεί κάτω αλλάζουν συνεχώς βαγόνια και τρένα, έχουν μάθει να κοιμούνται στα καθίσματα για ένα τέταρτο της ώρας το πολύ (είκοσι τέτοια τους αρκούν για να ξεκουραστούν), αναγκάζονται να ταξιδεύουν μοναχικοί, γιατί η μνήμη συγκρατεί ευκολότερα τρία πρόσωπα μαζί την ίδια χρονική στιγμή από ένα μόνο του, σιτίζονται αποκλειστικά από τα προϊόντα των περιπτέρων των σταθμών (γι’ αυτό δείχνουν να απολαμβάνουν ένα κομματάκι σοκολάτα;) αλλάζουν στις τουαλέτες…

Μπορώ να φανταστώ ένα τελευταίο τρένο, άχρηστο πλέον, που διατρέχει τη γραμμή αναγκαστικά, αλλά στο οποίο κανείς δεν επιβιβάζεται…Οι αραιοί επιβάτες του ήταν αυτοί που συνέχιζαν τη νύχτα τους υπακούοντας απαράβατες οδηγίες. Ποτέ δεν μπόρεσα να εντοπίσω πού κατέφευγαν αναγκαστικά τις τρεις ώρες που ο υπόγειος ακινητοποιείται, από τις δυο έως τις πέντε τα ξημερώματα. Ή παραμένουν σε κάποιο βαγόνι που σταθμεύει σε μια νεκρή γραμμή (και σ’ αυτή την περίπτωση ο οδηγός πρέπει να είναι ένας απ’ αυτούς) ή ανακατεύονται σποραδικά με το νυχτερινό προσωπικό καθαριότητας.. προτιμώ να υποψιάζομαι την επιλογή του τούνελ, άγνωστο στους απλούς επιβάτες…Αυτοί εξακολουθούν κατά κάποιο τρόπο να ζουν χωρίς να βγαίνουν από τα τρένα ή από τις αποβάθρες των σταθμών. (σ. 298-299)

Ο υπόγειος άλλωστε αποτελεί και το ιδανικό και μόνο πεδίο για έναν μοναχικό άνθρωπο που αδυνατεί να επικοινωνήσει με το άλλο φύλο: μόνο εκεί ελπίζει να βρει μια αντίστοιχη, δίδυμη μοναχικότητα (Χειρόγραφο που βρέθηκε μέσα σε μια τσέπη). Φυσικά δεν θα μπορούσε από τον κατάλογο των Κορτασάριων Εφιαλτών να λείπει ο Δεύτερος Εαυτός, η πίσω μας όψη, ο Άλλος εμείς. Εδώ ανήκει και δεν ανήκει η γνωστή και από άλλα ευγενή λογοτεχνήματα αιφνιδιαστική αποκάλυψη πως αυτός που μας περιγράφει κάποια ζώα (στη συγκεκριμένη περίπτωση τους γυρίνους Αξολότλ) ίσως είναι κι ο ίδιος ένας εξ αυτών (Αξολότλ), εδώ και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μας βλέπουν οι άλλοι – κι εντέλει ποιος έχει δίκιο, αυτοί ή εμείς; (Η άλλη. Ημερολόγιο της Αλίνα Ρέγιες).

Εκδ. Πάπυρος, [σειρά Letras – Ισπανόφωνοι και πορτογαλόφωνοι συγγραφείς], 2009, μτφ. Ισμήνη Κανσή 313 σ., με 9 σημειώσεις της μεταφράστριας. Η αρχική προέλευση των διηγημάτων (συλλογή, χρονολογία κλπ.) αναγράφεται στην αρχή του βιβλίου.