Χούλιο Κορτάσαρ – Το βιβλίο του Μανουέλ

Δε χορτάσαμε, Κορτάσαρ!

Μπορεί να περιγραφεί με λόγια η νέα/νεωτερική μουσική; Μπορεί να περιγραφεί με μουσικούς όρους η νέα/νεωτερική λογοτεχνία; Αδύνατον, ακούω και μονολογώ. Κι όμως, μόλις στο 33ο λεπτό του αγώνα (γιατί μόνο σαν παιχνίδι και γλωσσο-λογοτεχνικός αγώνας μπορεί να νοηθεί κάθε βιβλίο του Κορτάσαρ), έστω στην 33η σελίδα του βιβλιοπαίγνιού του ο υπέροχος Αργεντινός περιγράφει περίφημα και τα δύο: πρώτα τη μουσική του Στοκχάουζεν που τον είχε συγκλονίσει αλλά στο βάθος και τη δική του οπτική για μια νεότερη, νεότατη, νεωτερικότατη γραφή.

Έτσι είναι λοιπόν, αρκεί να επαναλάβεις ένα απόσπασμα του δίσκου για να το διαπιστώσεις· ανάμεσα στους ήχους, τους ηλεκτρονικούς ή παραδοσιακούς αλλά παραλλαγμένους με τη χρήση φίλτρων και μικροφώνων, όπως το συνηθίζει ο Στοκχάουζεν, ακούγεται πού και πού ξεκάθαρα, με τον δικό του ξεχωριστό ήχο, το πιάνο. Κι είναι τόσο απλό κατά βάθος: ο παλιός κι ο νέος άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο άνθρωπο τον στρατηγικά τοποθετημένο έτσι που να κλείνει το τρίγωνο της στερεοφωνίας, η ρήξη μιας υποτιθέμενης ενότητας που ξεγυμνώνει ένας Γερμανός μουσικός μεσάνυχτα σ’ ένα διαμέρισμα του Παρισιού. Έτσι είναι, παρά τα τόσα χρόνια ηλεκτρονικής ή τυχαίας μουσικής, free jazz (αντίο, αντίο μελωδία, αντίο και σ’ εσάς παλιοί καθορισμένοι ρυθμοί, κλειστές φόρμες, αντίο σονάτες, αντίο αρμονικές μουσικές, αντίο περούκες, ατμόσφαιρες των tone poems, αντίο στο προβλέψιμο, αντίο στο πιο αγαπημένο κομμάτι των ηθών), και έτσι ακόμα ο παλιός άνθρωπος εξακολουθεί να ζει και να θυμάται….

… ο ήχος του πιάνου συντήκει αυτές τις επιβιώσεις που ποτέ δεν ξεπεράστηκαν, καταμεσής ενός ηχητικού συμπλέγματος όπου όλα είναι ανακάλυψη ξεμυτίζουν σαν παλιές φωτογραφίες με το χρώμα και τον παλμό τους, από το πιάνο μπορεί να γεννηθεί η λιγότερο πιανιστική σειρά από νότες ή ακόρντα, αλλά το όργανο βρίσκεται εκεί, αναγνωρίσιμο, το πιάνο μιας άλλης μουσικής, μια παλιά Ανθρωπότητα, μια Ατλαντίδα του ήχου καταμεσής του νέου καινούργιου κόσμου.

Κι ιδού το πιάνο σε ρόλο γέφυρας μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος! Πόσο μακριά βρίσκεσαι, Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, μοντέρνε μουσικέ, που πας και βάζεις ένα ηλεκτρονικό πιάνο καταμεσής των ηλεκτρονικών ιριδισμών· δεν πρόκειται για επίκριση, σ’ το λέω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, απ’ τη θέση ενός συνοδοιπόρου. Το ’χεις κι εσύ το πρόβλημα της γέφυρας, πρέπει να βρεις τον τρόπο να μιλήσεις κατανοητά, τη ώρα που ίσως η τεχνική σου και η πιο σταθερή σου πραγματικότητα απαιτούν από σένα να κάψεις το πιάνο….Η γέφυρα λοιπόν. …Γιατί κάθε έργο είναι μια γέφυρα όσο οι άνθρωποι δεν τη διασχίζουν.

Την πρώτη φορά που ένας πιανίστας διέκοψε την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού για να περάσει τα δάχτυλά του απ’ τις χορδές σαν να επρόκειτο για άρπα, ή που χτύπησε το ξύλινο σώμα του οργάνου κρατώντας το ρυθμό ή υποδεικνύοντας μια προσωδιακή τομή, εκτοξεύτηκαν παπούτσια στη σκηνή· τώρα οι νέοι θα ξαφνιάζονταν αν οι ηχητικές χρήσεις ενός πιάνου περιορίζονταν στα πλήκτρα του. Άραγε το κομμάτι αυτό γράφτηκε σήμερα; Όχι, γράφτηκε το …1973! (όλα τα σπουδαία τούτα στις σελίδες 32 – 37). Ας σημειωθεί πως σ’ άλλο παράλληλο σύμπαν, η αυτοσχεδιαστική του γραφή ακολούθησε, ως έλεγε, τους αυτοσχεδιασμούς της τζαζ, μουσική που υπεραγαπούσε. Άλλωστε ένα από τα βιβλία του (Ο Κυνηγός/ El Perseguidor (1959)) αφορούσε τη ζωή του Charlie Parker.

Εδώ ο Κορτάσαρ αφήνει κατά μέρος διηγήματα και φαντασίες και μυθιστορεί. Ιδού πώς γράφεται λοιπόν το Βιβλίο του Μανουέλ: 15 πρόσωπα που βρίσκονται στο Παρίσι στις αρχές του ’70, αυτοεξόριστα κι επί το πλείστον ετεροεθνή, συνεργάζονται σε πράξεις αντίστασης κατά των δεινών της κοινωνίας, της πολιτικής, του καταναλωτισμού και πασών σχετικών διαφθορέων, σε α λα Γκι Ντεμπόρ σουρεάλ πρακτικές (και κάποια γιουρούσια π.χ. σε αποθήκες τροφίμων και μοίρασμά τους σε παραγκογειτονιές του Παρισιού), με τις απαραίτητες μεταξύ τους συζητήσεις, μονολογήσεις, συζεύξεις και συνευρέσεις.

Το βιβλίο γράφεται, μάλλον κατασκευάζεται συλλογικά, για τον Μανουέλ, το μωρό δυο εραστών της παρέας, σαν ένας οδηγός για έναν καλύτερο κόσμο, σαν μια κιβωτός που περιλαμβάνει τα πάντα της συγκεκριμένης συγκυρίας, εξ ου και η ενσωμάτωση μέσα στο κείμενο αυτούσιων αποσπασμάτων (φωτογραφημένων!) από τον Τύπο της εποχής, εφόσον άλλωστε οι ήρωες επιδίδονται σε καθημερινή ανάγνωση λατινοαμερικάνικων και γαλλικών εφημερίδων. Χαρακτήρες που ξέρουν πως «η ανυπομονησία είναι η μητέρα όλων εκείνων που σηκώνονται και πάνε και χτυπάνε μια πόρτα ή μια σελίδα», που λένε δεν ξέρω γιατί μας μισούν, υποθέτω πως μόνο και μόνο επειδή είμαστε διαφορετικοί κι επειδή μπορούμε να ’μαστε ευτυχισμένοι.

Ο Κορτάσαρ υπήρξε πάντα υποστηρικτής των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής (στην ουσία κάθε κίνησης ελευθερίας ενάντια σε δυνάστες και δικτάτορες), έχοντας το σπίτι του ανοιχτό για κάθε εξόριστο ή διωκόμενο Λατινοαμερικανό, ενώ τάχθηκε ανοιχτά υπέρ Κάστρο, Τσε, Αλιέντε, Σαντινίστας. Στη λογοτεχνία του όμως προτίμησε τον διαχωρισμό από κάθε εμφανή πολιτική στράτευση, σε μια ομολογουμένως σπάνια και πεντακάθαρη επιθυμία να αφήσει αμφότερα τα σύμπαντα της γραφής και της πολιτικής μόνα κι ανεπηρέαστα.

Έτσι κι εδώ, το ΒτΜ (τα δικαιώματα του οποίου άλλωστε ο συγγραφέας παραχώρησε για την αρωγή των πολιτικών κρατουμένων στην Αργεντινή) ντύνεται φαντασιακό ντοκιμαντέρ για την εποχή του, μια εποχή γεμάτη σκότος και μέλλον, ικανή για τα πάντα αλλά κι έτοιμη να πέσει στο γκρεμό. Και κάπου εδώ ο σινεγνώστης Γουδέλης μας θυμίζει πως και σε παλαιότερό του διήγημα του Κορτάσαρ (Η μωρολογία του διαβόλου/The devil’s drivel, από τη συλλογή Η μεγέθυνση και άλλες ιστορίες/The blow up and other stories) υπήρχε η ίδια προβληματική, στην οποία βασίστηκε το Αντονιόνιο Blow up.

portada-libro-manuel_grande

Χτύπησε το τηλέφωνο, ήμουν εγώ… (σ. 26)

Γι’ αυτό και η όποια «υπόθεση» δεν είναι στατική αλλά γίνεται κάθε φορά και άλλη (είναι γνωστή η καθολική άποψη πως οι ιστορίες του Κορτάσαρ δεν επιδέχονται περιγραφή ή περίληψη), γι’ αυτό και μπορεί κάποιες φορές να σε εξουθενώνει η παραληρηματική λεξοδιάρροια, το πέταγμα απ’ τόναθέμαστάλλο, το κυνήγι του καταλαβίσματος αλλά αν μπεις στο παιχνίδι μετά δε θες να βγεις, για να μην πω τους απαντάς κιόλας! Ιδού ενδεικτικό απόσπασμα, να δείτε την εναγώνια αναζήτηση εκφραστικών τρόπων (πόσο μάλλον για την έκφραση ερωτισμών και ερωτοτροπήσεων] αλλά και τον μεταφραστικό αγώνα/αγωνία της μεταφράστριας [σελ. 53]:

Μου τη σπασώνει αυτή η λαμπούρα, σκέψου ότι άμα είσαι τυχερός για αρχή πρέπει να εξαυτώσεις μια κοπελούτσα…όλο πούδρα, φατσούλα από γιαπωνέζικο πάρκο σαββατόβραδο, μόνο που στο μέρος του αναπνευστή έχει ένα ρέλι μαυρομπλέ και στην αυγουλιέρα μια ρίγα που συνεπώνει το διπλό εστιασμένο στο μαγούλι, κι εγώ πρέπει να της ξεκρεπάρω τα υπνοκάπακα, να κόψω ελαστικούς ιστούς και να κατεβάσω τους κολληματισμένους μέχρι να δω κάθε τσάκισμά της, κάθε σταθέρωμα…

.. ενώ ήδη εντάσσω οπωσδήποτε στο λεξικό λέξεις όπως μολυβοτσιρίγματα, λεκανοκιτάπι, μοιροβάτης, ιερώνω και τόσες άλλες, καθώς και την διόλου άσχετη έκφραση εκκενώνω τις σκέψεις μου. Γιατί αυτό θα πει homo faber, αλλά υπάρχουν τόσα faber, νούμερο ένα, δύο, τρία, μυτερά ή φαγωμένα, ολόκληρα ή κολοβά. Γιατί το παράλογο δεν είναι παρά η προϊστορία του ανθρώπου.

Εκδ. Κέδρος, 2008, μτφ. Βασιλική Κνήτου, 577 σελ. [Julio Cortázar, Libro de Manuel, 1973].

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr

Pieter Nooten – Here is why (Rocket Girl, 2010)

Το πνεύμα της 4AD βρίσκεται παντού εδώ, στον ήχο, στην ατμόσφαιρα, στη μουσική, στο εξώφυλλο. Αλλά και το σώμα της, ένα απ’ τα τόσα δηλαδή, καθώς ο Pieter Nooten είναι γραμμένος στον χρυσό μητρώο της εταιρείας στο δεύτερο μισό των 80s, τόσο ως φύλαρχο μέλος των Clan of Xymox, όσο και ως έτερο εταίρο του Sleep With The Fishes, αγαστής συνεργασίας με τον Michael Brook, την ίδια εποχή. Ο Nooten άφησε τους Xymox το 1991 μετά το τέταρτο δίσκο τους (Phoenix) διαφωνώντας με τις νέες τους ολισθηρές κατευθύνσεις. Οι ασυμβατότητες πάντως φαίνονταν εξαρχής, εφόσον ο Ronny Moorings εμφανιζόταν ως ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός της μπάντας τη στιγμή που ο Nooten είχε γράψει τα περισσότερα κομμάτια του πρώτου ομώνυμου και τα σημαντικότερα του αλησμόνητου δεύτερου Medusa, ορισμένα μάλιστα σε συνεντεύξεις τα οικειοποιούνταν ο R.M.

Είναι ο τρίτος προσωπικός του δίσκος (μετά το Our Space το 2006 στην δική του I-Rain, που έφτιαξε με την Anke Wolbert των Xymox αλλά δεν περπάτησε, και το Collected στην Twilight), αυτή τη φορά ψηφιασμένος εξ’ ολοκλήρου στο notebook του, σε αυτοπρόσωπη κι αποκλειστική σύνθεση, παραγωγή και μείξη. Στο μεγαλύτερο μέρος του κυλάει ο Nooten που γνωρίζουμε: ατμοσφαιρικός, πιστός στην αιθέρια, σκοτεινότροπη και τόσο ιδιαίτερη ambient που σχολούργησε η 4AD. Μοιράζει σε ινστρουμένταλ, φωνητικά δικά του και γυναικεία.

Στο Ease Away η φωνή του βγαίνει βαθιά μέσα από τις Xymox στοές. Στο The Form to Fall η λεπτεπίλεπτη Ενο-εική ερμηνεία πλέκει όμορφη αμπιεντική δαντέλα. Στο υπέροχο Fading μια υπερευαίσθητη, Συλβιανική φωνή έρχεται κατευθείαν από τις εποχές του Medusa. Αυτό και το Gone, gone, gone (με το εκλεκτικιστικό κύμβαλο 4ADίστικης υφής) αποτελούν τις φωτεινές πυγολαμπίδες του δίσκου. Σε δυο ινστρουμένταλ (Cold Water, Glow) εκτός του γνώριμου ηλεκτρονικού λεπτουργήματος διακρίνονται ελαφρές απωανατολίτικες πινελιές στο έγχορδο.

Νομίζω πως τόσο τα ηλεκτρονικά του όσο και η φωνή του φτάνουν και περισσεύουν, συνεπώς περιττεύουν τα συνηθισμένα γυναικεία φωνητικά που προσγειώνουν τις συνθέσεις σε κάτι πιο γήινο και πατημένο (Everywhere You Are, Darkened Haven). Δεν αρκούν τα θηλυκά χρωμοσώματα για να δικαιώσουν παρουσία εδώ, πόσο μάλλον όταν στο είδος χρημάτισαν και χρωμάτισαν σπουδαίες νεράιδες των φωνών. Κάπως έτσι στο πνευστωμένο Terror of Hearts σπαταλιέται ένα δυνάμει ατμοσφαιρικότατο κομμάτι σε ραδιοφωνικό lounge. Ο Nooten αναφέρει πως εντόπισε τις φωνές αυτές (Susan Bauszat και Renee Stahl – αδυνατώ να τις ξεχωρίσω) στο MySpace, άρα υποθέτω πως το έκανε το ψάξιμό του και προφανώς ήταν οι καλύτερες στο ξεδιάλεγμα. Άρα ίσως καιρός να ξεχάσω τις αλλοτινές μου ιέρειες.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr