Τσιαμπούσης Βασίλης – Σάλτο μορτάλε

ΣάλτοΨυχογραφίες των ανωνύμων

«Ξέρεις, ο έρωτας, η εγκατάλειψη, η σαρκική επαφή…αλλιώς παρουσιάζονται στον κινηματογράφο κι αλλιώς είναι στη ζωή. Στο σινεμά τα ρίσκα των ηρώων έχουν πάντα διέξοδο. Ενώ στη ζωή όλα μπορούν να μεταβληθούν σε μια στιγμή, τα πάντα έχουν σημασία και κόστος, ακόμα και οι μικρότερες λεπτομέρειες. Μια μυρουδιά, μια κακή σύμπτωση, οι υπερβάσεις που δεν τολμούμε να κάνουμε, τα κόμπλεξ μας…»

… εξομολογείται στην συνομιλήτριά του ο επιβάτης στο φέρι μπόουτ της μισοάγονης γραμμής, με την οικειότητα των συνταξιδιωτών που γνωρίζουν πως θα περάσουν τις επόμενες ώρες μαζί. Λίγο νωρίτερα, η εικόνα ενός ζευγαριού έχει ενεργοποιήσει το μνημονικό των σχέσεών του, μια σειρά γυναικών που κυρίως πρόδωσε, τιμώντας την ιδιότητα του κυνηγού και κατακτητή. Μια νοητή γραμμή χωρίζει τα συν και τα πλην: από την μία η ικανοποίηση του εγωισμού, από την άλλη η αθεράπευτη ψυχή. Στο απέναντι περαστικό πλοίο, σκέφτεται, άλλοι ταξιδιώτες ίσως κάνουν τον δικό τους απολογισμό ζωής, βέβαιος για την κυριαρχία κι εκεί των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Μπροστά στην κλιμακούμενη οικειότητά του, η συνομιλήτρια παλεύει ανάμεσα σε δυο ποτάμια, «το ένα ορμητικό, της ερωτικής επιθυμίας, και το άλλο ήρεμο μα με πολύ νερό, αυτό των αναστολών της». Ποιο τρίτο νερό, άραγε, θα υπερισχύσει; [«Το ρίσκο»].

Β.Τ.Το – σχεδόν – δεκασέλιδο «Συναξάρι» αποτελεί έναν διαφορετικό κατάλογο: εδώ καταγράφονται όλοι όσοι έζησαν σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι, ένα φτωχικό δυάρι του δευτέρου ορόφου μιας τετρακατοικίας, αλλά και όλα τα δράματα που ταλαιπώρησαν τον καθένα: δραματικές μεταναστεύσεις, ψυχροπολεμικές σχέσεις, ασθένειες. Ο αφηγητής, ο τελευταίος που του έλαχε να κλείσει για τελευταία φορά την εξώπορτα, επιστρέφει για να εγκρίνει την αντιπαροχή του οικοπέδου αλλά το νοικιάζει σ’ έναν μετανάστη κι έτσι ο βασανισμένο σπίτι αποκτάει την ζωή που του αξίζει: Δέκα το βράδυ, και το σαλόνι απέναντι φεγγοβολάει, θαρρείς κι είναι πρωτοχρονιά. Μια μουσική από χώρα μακρινή, με λόγια ακατάληπτα, σκορπίζεται στη νύχτα. Και πίσω απ’ τα θεοσκότεινα παράθυρα των άλλων διαμερισμάτων βλέπω κάτι φλογίτσες, τη μία δίπλα στην άλλη, που λαμπυρίζουν σαν δακρυσμένα μάτια. Αδιαφορώντας για το συμφέρον του και για την αντίδραση των άλλων, έχει πάρει ήδη την απόφασή του, καθώς η νέα ζωή του κτιρίου του προκαλεί μια παράξενη χαρμολύπη, γιατί είναι πάλι ζωντανό, σαν σώμα που του μεταμόσχευσαν καινούργια καρδιά ή σαν παλιό σκαρί που μπορεί ακόμα να σαλπάρει. [σ. 83 – 84]

Δόξα Δράμας 1958Όσο ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους «άσημους» και «ανώνυμους» κατοίκους στις γκρίζες αστικές ιστορίες, άλλο τόσο συνεχίζει να προσκαλεί και καθημερινές φιγούρες της ελληνικής περιφέρειας – μια ανθρωπογεωγραφία που διατρέχει σε ολόκληρη την πεζογραφία του. Άλλοτε επιλέγει την ατόφια συγκινησιακή μνημοσύνη, όπως η συλλογική «φωτογραφία» της οικογένειας που πηγαίνει στο κυριακάτικο γήπεδο με την ελπίδα να δει την Δόξα να κερδίζει τον Ολυμπιακό ή τον ΠΑΟ, επιστρέφοντας στο σπίτι «πάντα απογοητευμένοι γιατί τίποτε σ’ αυτή τη χώρα δεν θ’ αλλάξει», και άλλοτε την σκωπτική περιγραφή του σήμερα, όπως το άλμα μιας τουρίστριας από τα ύψη προς το ποτάμι, διάβημα καθόλου απονενοημένο αλλά πειραματικό της νέας της ορθόδοξης πίστης, που καδράρεται υπό τις αντιδράσεις των παρευρισκομένων  στο Εξοχικό εστιατόριο «ο Πλάτανος» [«Φωτογραφία» και «Σάλτο μορτάλε» αντίστοιχα].

Αγ. Σοφία ΔράμαΜόνο που το αληθινό θανατηφόρο σάλτο δεν γίνεται στα ειδυλλιακά δάση της επαρχίας αλλά στον θλιβερό ακάλυπτο της πολυκατοικίας· εδώ η αυτοχειρία της νεαρής κοπέλας επανασυγκολλείται ψηφίδα ψηφίδα με συγγραφικές υποθέσεις και τις αντιδράσεις των κατοίκων της περίκλειστης κοινότητας [«Σκηνές για ταινία»]. Όμως ακόμα και στις πιο σκοτεινές ζωές υπάρχουν χαραμάδες με φως. Ίσως γι’ αυτό δεν έχει τόση σημασία αν βρει τελικά ο μεσήλικας Αλβανός ζωγράφος την στοά με το άλλοτε αγαπημένο στέκι Lido και τον εκεί έρωτά του, που έζησε στο προπολεμικό (άρα και σε ακόμα προσωπικής και συλλογικής «ελευθερίας» της δικής του πατρίδας του) Παρίσι, εφόσον αυτή η μνήμη τον κράτησε ζωντανό και στον αγώνα της επιβίωσης στις κρατικές φυλακές. [«Lido»].

Στην πέμπτη του συλλογή και στα δεκαέξι κείμενα ο συγγραφέας συνεχίζει να σκιτσάρει, όπως σε όλο του το διηγηματογραφικό, και όχι μόνο, έργο, τις καθημερινές του ρεαλιστικές ιστορίες πάντα με την ίδια υποδόρια πικρογλυκύτητα, πάντα με την ίδια τρυφερή και συνάμα πειραχτική ματιά του συγγραφέα ο οποίος έχει δεσμευτεί απέναντι στους ήρωές του: θα διηγηθεί με τον πιο ευθύ τρόπο και το πιο αδρό σκίτσο την ιστορία τους, χωρίς να αποκρύψει αλλά και χωρίς να εξωραΐσει.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2011, σελ. 284.

Στις εικόνες: Η Δόξα Δράμας το 1958 και η Αγία Σοφία Δράμας εμφανώς σήμερα.

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος – Ο πιο σύντομος δρόμος

1«Ξεκινάς από το Μελισσοχώρι του Δήμου Μυγδονίας, και με το λεωφορείο μεταβαίνεις στη γενέτειρά σου πόλη της Θεσσαλονίκης». Είναι οι πρώτες στιγμές της διαδρομής και οι πρώτες λέξεις του βιβλίου, η αφετηρία και το κέντρο μιας περιπλάνησης στον έξω και τον μέσα κόσμο του εξομολογούμενου συγγραφέα. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς το περίκεντρο ενός βίου αλλά και εκείνη που του δανείζει τους δικούς της «οφθαλμούς του κόσμου», τα μνημεία της, αυτά τα μονοπάτια για την πραγματική μας υπόσταση, με τα βλέμματα προς την λιγότερο προφανή ζωή.

Η περιδιάβασή τους ανοίγει κάθε φορά και νέες διηγήσεις από το παρελθόν, τις σκέψεις του παρόντος, τα αποτυπώματα της ιστορίας, την άλλη όψη των πραγμάτων. Από τους Αγίους Αποστόλους, πίσω από τον Βαρδάρι με τα χαμένα πια χάνια, όπου ο μακρύλαιμος Χριστός κατεβαίνει στον Άδη μπροστά στους υπνοβάτες ενώ πίσω του η Εύα καταυγάζει τα σκότη, μέχρι την Πλατεία Δικαστηρίων, όπου ο Γιώργος Ιωάννου τοποθετεί την μέλλουσα Κρίση και από τις υπόγειες στοές της Καταφυγής στον λάκκο της Παναγίας των Χαλκέων απ’ όπου ξεκινούσε η πομπή του Μεγαλομάρτυρα ως τον Όσιο Δαβίδ και τον Προφήτη Ηλία, ο συγγραφέας αγωνίζεται να χωρέσει το χρόνο άλλων ηρώων και άλλων καταστάσεων για να μη νιώθει ορφανεμένος και γυμνός.

2 - Παναγία Χαλκέων«Μπορεί να συμπίπτουμε χρονικά, αλλά πόσοι ζουν πραγματικά στο παρόν;» αναρωτιέται, καθώς περιδιαβαίνει στοχαζόμενος τους ναούς και τα αγιάσματα της πόλης, τα σπίτια όπου έζησε κι εκείνα των φίλων που επισκεπτόταν, ξεφυλλίζει τους βίους των νεομαρτύρων που θεωρεί μνημεία λόγου και σκέφτεται πως «υπομένοντας θα δεις μέσα σου να ορθώνεται ολόκληρος Άθωνας». Στο τέλος επιστρέφει ξανά και ξανά στις εκκλησίες, για να ανάψει δυο κεριά, «ένα για τους κεκοιμημένους, να φωτίζονται στα σκοτάδια του Άδη και ένα για να φωτίζεται ο νους και η καρδιά των ζωντανών». Ίσως πάλι επειδή … μνημονεύοντας τους νεκρούς, υπερβαίνουμε τα όρια της ιστορίας. Μεταφερόμαστε νοερώς στα βάθη των αιώνων, ή ατενίζουμε την απαρχή της οδού απ’ όπου μυριάδες ψυχών εν αγωνία αναχωρούν εκ του κόσμου.  [σ. 125]

4Να ξεκλειδώνεις, να λύνεις τον εαυτό σου ώσπου να χυθεί ολάκερος στο χαρτί. Δεν ενδιαφέρεσαι τι θα γράφεις, αν αυτά που γράφεις θα αρέσουν, αν θα θεωρηθούν πρωτότυπα. Το γράψιμο το αισθάνεσαι σαν να σμιλεύεις το σκαρί με το οποίο θα ταξιδέψεις στον άλλο κόσμο. Δεν σ’ ενδιαφέρει η πρωτοτυπία, οι σύγχρονες ιδέες, η πρωτοπορία με οποιαδήποτε μορφή. Δεν θέλεις να υπάρχει τίποτε επάνω σου που να ξεχωρίζει, να θέλγει, να γοητεύει. Απεχθάνεσαι την ευκολία, τα λόγια που προκαλούν την εύκολη εντύπωση, τον συρμό κάθε είδους. [σ. 53 – 54]

Στον Πιο Σύντομο Δρόμο η ατομική ιστορία συνυπάρχει με την Ιστορία της πόλης, η Θεολογία με τους προσωπικούς στοχασμούς, οι μνήμες της πρότερης ζωής με τους προβληματισμούς του παρόντος, το δοκίμιο με το αφήγημα, το ημερολόγιο με την «πραγματικότητα». Ολόκληρες σελίδες αφιερώνονται στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη – τι ζωντανή μνήμη η συγκίνηση του κυρ Νίκου ένα απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής κατά την ανάγνωση των «Δύο Φορεμάτων» του Α.Κ. -, στη Ζωή Καρέλλη και το ποιητικό της έργο, στο Άγιον Όρος και τις συνομιλίες με τους μοναχούς. Ο συγγραφέας γράφει σε δεύτερο πρόσωπο, απευθυνόμενος στον εαυτό του, διαλεγόμενος και διαλογιζόμενος μαζί, αλλά συχνά με τόσο βαθιές φράσεις ώστε να αισθάνεσαι πως όλα απευθύνονται και αφορούν εσένα και κάθε αναγνώστη. 

3Με την «ιχνογραφία των λογισμών» του αναρωτιέται ποιοι είναι οι τόποι της καρδιάς του, αν είναι περισσότερο το σπίτι όπου γεννήθηκε, το γαλακτοπωλείο που έζησε με τις παρέες του, τα σχολεία ή οι εκκλησίες, και αναζητά την αποκατάσταση της ενότητας ενός κόσμου, όπου το δέντρο στην αυλή του σπιτιού μαραινόταν όταν πέθαινε ο αδερφός στην ξενιτιά, και θόλωνε το δαχτυλίδι του γάμου όταν η γυναίκα απατούσε τον ξενιτεμένο. Δεν είναι βέβαιος αν ο γραπτός λόγος μπορεί να προσφέρει παρηγοριά, αλλά σίγουρος πως ακόμα και σήμερα μπορεί να προσφέρει αγρυπνία.

2 - ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ 1Είναι σκληρές οι λέξεις που αποσπάς απ’ την καρδιά σου. Αντιστέκονται και σε απωθούν. Τα κείμενα έχουν τη δική τους ζωή, πιο μοναχική από κάθε άλλη, πρέπει κι αυτά να περάσουν τις δικές τους περιπέτειες, τις δοκιμασίες και τους λιθοβολισμούς μέχρι να πάρουν θέση. Πάψε να βαρυγκομάς και να σεκλετίζεσαι, ότι το γράψιμο είναι μαρτύριο χωρίς ανταπόκριση που σε βυθίζει ολοένα πιο βαθειά στη ματαιότητα. Η ανταπόκριση δεν έχει σημασία. Είναι ένα δώρο μέσα στην πνιγηρότητα του κόσμου, τη στέγνια του, να εκφράζεσαι γράφοντας, να αποκαθαίρεσαι. Κόσμος που δεν έχει πλέον κανένα τρόπο, να εκφραστεί και όλα ανακατώνονται μέσα του, όλα αγωνιούν συγχυσμένα, και προσπαθεί να εκφράσει τα συναισθήματά του μέσα από τραγούδια που δεν είναι τραγούδια. […] Σκέψου τι είναι να μπορείς να ομιλείς, να αποτυπώνεις μια χειρονομία. [σ. 54]

Θεόδωρος Β΄ ΛάσκαριςΜεταξύ των σιωπηλών επισκεπτών της σκέψης του ο επιληπτικός Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις που συνέγραψε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα με την θαυμάσια αρχή: Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχή. Τι ώθησε άραγε τον ταπεινό άρχοντα να συλλέξει από όλες τα υπάρχουσες πηγές, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, την Εκκλησιαστική Υμνογραφία και τα πατερικά κείμενα αλλά και τα ομηρικά έπη τα ονόματα του Θεού, προσθέτοντας και πολλά δικά του; Ίσως ο κόσμος ολόκληρος έχει φύγει πια από τα χέρια του, κι ας φαίνεται ότι αγωνίζεται και πασχίζει να τον κατακτήσει. Δεν κρατά απλώς κάποια απόσταση αλλά έχει παραιτηθεί από τα του κόσμου. Απ’ εκεί ξεκινά και η αντιφατική του συμπεριφορά. Άρχων και Δεσπότης, και ταυτόχρονα ικέτης και ελεούμενος. [σ. 145].

Μέχρι τις τελευταίες σελίδες ο Κοσματόπουλος αφήνεται να τον διαποτίσουν κείμενα όπως ο ακατάληπτος βίος του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού, που φαίνεται να ζει συνάμα στον Άδη και στον Παράδεισο, στον κόσμο και στις προσωπικές του εκστάσεις, αφήνοντας εν γρηγόρσει το μυαλό του χωρίς να προσπαθεί να κατανοήσει όλα τα λεγόμενα, αισθανόμενος έστω τι μπορεί να σημαίνει η χαροποιός αλλοίωση των αισθήσεων. Μήπως κι αυτό δεν είναι, σκέφτομαι, μια απαραίτητη όψη της ζωής;

Α. ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ φωτ. Γιάννης Δ. ΒανίδηςΓράφεις για τον εαυτό σου. Το αν ωφεληθούν άλλοι δεν σε αφορά. Κάθε πραγματικός αναγνώστης έχει την ιδιαιτερότητά του. Διαβάζοντας θέλει να αναγνώσει τον εαυτό του, να ανακαλύψει στα βιβλία τους φακούς μέσω των οποίων θα διακρίνει πράγματα που δύσκολα θα μπορούσε να ξεχωρίσει και να αντιληφθεί από μόνος του. Τότε το βιβλίο μπορεί να αποκαλύψει αλήθειες πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα του, επιβεβαιώνοντας την πολυπλοκότητα της λειτουργίας που ονομάζουμε γραφή, στην οποία συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος. [σ. 54 – 55]

Εκδ. Ιανός [Σειρά: Εν Θεσσαλονίκη], 1999, σελ. 157. Στην ίδια σειρά έχουν εκδοθεί και οι αυτοβιογραφικές και θεσσαλονίκειες διηγήσεις από τους κεκοιμημένους συγγραφείς Κωστή Μοσκώφ, Νίκο Μπακόλα, Τηλέμαχο Αλαβέρα αλλά και τους Κώστα Λαχά, Πάνο Θεοδωρίδη, Ντίνο Χριστιανόπουλο και Νίνα Κοκκαλίδου – Ναχμία.

Φωτογραφία του συγγραφέα: Γιάννης Δ. Βανίδης.