Αρχείο για 22 Μαΐου 2013

22
Μάι.
13

Ζωρζ Σιμενόν – Η φυγή του κυρίου Μοντ

TELIKO FYGH

Η επιθυμία της απόδρασης, της νέας  – ακόμα και κατώτερης της τρέχουσας – ζωής και της ανωνυμίας δεν θα μπορούσε να λείπει από τις πλείστες φαντασιώσεις του μέσου αστοανθρώπου που έχει περιγράψει η τρικυμιώδης πένα του Βέλγου Μαιτρ. Μιλάμε για έναν πόθο ευσεβή, ευσεβέστατο, που δεν γνωρίζει όρους και όρια, μα κάνει τα γλυκά μάτια ακόμα και στους «ευτυχείς»· ή στους φαινομενικά ευτυχείς. Έτσι και ο 48χρονος Νορμπέρ Μοντ, με την «ολοκληρωμένη» οικογένεια και την επιτυχημένη επιχείρηση σε μια έκλαμψη της στιγμής κάνει την κίνηση που όσο δύσκολη φαίνεται, τόσο εύκολα πραγματοποιείται. Κι εμείς στην αρχή διαβάζουμε τις δυο εκδοχές της εξαφάνισής του, την καταγγελία της γυναίκας του στην αστυνομία (γεμάτη με αλήθεια, που όμως «συμβαίνει να είναι το μεγαλύτερο ψέμα») και την τριτοπρόσωπη διήγηση του συγγραφέα.

Georges-SimenonΚανένας εσωτερικός διάλογος δεν τον ταλανίζει, καμιά σκέψη δεν παρεισφρύει στην ημέρα της εξαφάνισης. Μόνο ο ήλιος παίζει τον ρόλο του. Η μεταμόρφωσή του ξεκινάει από το κουρείο και συνεχίζεται με περιπλάνηση σε άγνωστες γειτονιές. Νωρίτερα είχε δει την αναχώρησή τους σε όνειρο, μαζί με αληθινές εικόνες σαν κι αυτή: Ξαφνικά πέρασε μια γυναίκα. Δεν είδε παρά μια μαύρη σιλουέτα και μία ομπρέλα. Περπατούσε γρήγορα στο γυαλιστερό απ’ τη βροχή πεζοδρόμιο, συγκρατώντας το φόρεμά της με το ένα χέρι, θα χανόταν στρίβοντας στη γωνία του δρόμου, χάθηκε, και τότε του ήρθε η επιθυμία να τρέξει, να ξεφύγει απ’ το σπίτι· του φάνηκε ότι μπορούσε ακόμη να το κάνει, ότι θα αρκούσε μια μεγάλη προσπάθεια, και ότι μόλις θα βρισκόταν έξω θα σωζόταν. [σ. 38]

couloirΑυτός ο άνθρωπος που πάντα φοβόταν μην προκαλεί, μην τυχόν και δεν βρίσκεται στη σωστή του θέση, μήπως γίνεται ενοχλητικός, τώρα δεν έχει καμία θέση πουθενά. Σηκώνει τα απαραίτητα χρήματα, αγοράζει πρόχειρα ρούχα κρύβοντας το καλό του κουστούμι, αφήνεται να παρασυρθεί από το πλήθος, μπαίνει στο τρένο, αλλάζει σταθμούς, καταλήγει στο λιμάνι της Μασσαλίας και παρατηρεί τον κόσμο, «έκπληκτος που η ζωή συνεχιζόταν». Στο ξενοδοχείο όπου καταλύει γίνεται αυτήκοος μάρτυρας του τσακωμού ενός ζευγαριού από το διπλανό δωμάτιο· η βίαιη συμπεριφορά του άντρα και η αποχώρησή του σηματοδοτούν την δική του είσοδο στη ζωή της Ζυλί. Μόνο που εδώ δεν ακολουθεί κανένας αναμενόμενος θυελλώδης έρωτας αλλά μια περιπλάνηση σε ταβερνεία και μπαρ, μια συνύπαρξη στον πραγματικό έξω κόσμο, στις έρημες αίθουσες αναψυχής και στους νυχτερινούς δρόμους, στα ξενοδοχεία και στα τραίνα.

Άλλη μια εικόνα που είχε πολλές φορές εντυπωσιάσει τον κύριο Μοντ, μια εικόνα που την αντικρύζεις στους δρόμους του Παρισιού όταν ρίχνεις το βλέμμα σου στις τζαμαρίες των εστιατορίων: Αντικρυστά, έχοντας ανάμεσά τους ένα τραπέζι απ’ όπου έχουν σηκώσει τα πιάτα, με λερωμένο τραπεζομάντηλο, φλιτζανάκια του καφέ, ποτήρια του κονιάκ ή του λικέρ, ένας άντρας κάποιας ηλικίας, καλοζωισμένος, ξανανιωμένος, με ευτυχισμένο και κάπως ανήσυχο βλέμμα, και μια νεαρή γυναίκα με την τσάντα της στο ύψος του προσώπου και ένα καθρεφτάκι στο χέρι να ξαναβάφει το πάνω τόξο των χειλιών της. [σ. 90]

Τώρα οedward hopper 2 Μοντ δεν είναι ο Άνθρωπος που έβλεπε τα Τραίνα να περνούν (παρά το γεγονός ότι διατηρεί κοινά στοιχεία με τον έτερο εμβληματικό σιμενονικό χαρακτήρα) αλλά ο Άνθρωπος που βρίσκεται ο ίδιος μέσα στα Τραίνα. Τώρα αΑναγνωρίζει πως όταν αποφάσισε να φύγει δεν ένιωσε καμία έκπληξη ή ταραχή με την απόφαση: ήξερε πως ήταν μοιραίο να συμβεί, σαν μια νομοτέλεια του βαθύτερου εαυτού. Είναι ευτυχισμένος κάθε φορά που κοιτάζει τον κόσμο από το παράθυρο, που κινείται σ’ ένα κόσμο άλλων διαστάσεων. Η σποραδική ερωτική του επαφή με την Ζυλί είναι απλώς αυτονόητη. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να σηκωθούν και οι δυο και να πουν αντίο, να φύγει ο καθένας απ’ τη μεριά του και να μην ξαναϊδωθούν ποτέ. Θα νόμιζε κανείς ότι δεν ήξεραν πώς έπρεπε να το κάνουν και γι’ αυτό έμειναν εκεί. [σ. 94]

Image 043Η ησυχία βάραινε τους ώμους, η αίθουσα έμοιαζε έρημη, ο αέρας ήταν σαν να είχε μείνει μετέωρος, ανάμεσα στους αραιούς πελάτες, και κάθε θόρυβος ακουγόταν μεμονωμένος, έπαιρνε σημαντικές διαστάσεις, κάποιο επιφώνημα από κάποιον που έπαιζε χαρτιά, το χτύπημα απ’ τις μπίλιες του μπιλιάρδου, ο ξερός γδούπος απ το συρτάρι με τις πετσέτες που το ανοιγόκλεινε το γκαρσόν. Οι λάμπες άναψαν, και υπήρξε κάποια ανακούφιση, αλλά τότε, μες στο σούρουπο, το γκρίζο θέαμα του δρόμου έγινε θλιβερό, μια περίεργη ακολουθεί από άντρες, γυναίκες, παιδιά που προχωρούσαν βιαστικά ή αργά, διασταυρώνονταν, προσπερνούσαν, χωρίς να γνωρίζονται, πηγαίνοντας ο καθένας ένας Θεός ξέρει προς ποια κατεύθυνση ή πουθενά  συγκεκριμένα, ενώ τα τεράστια λεωφορεία μετέφεραν στριμωγμένα ανθρώπινα φορτία. [σ. 95]

M.67.25.18Ακόμα κι όταν του κλέβουν τα χρήματα, αισθάνεται ακόμα πιο ελεύθερος· η Ζυλί κάποτε σχολιάζει: «Δείχνεις πάντα ευχαριστημένος…Θα μπορούσε να σε βάλει κανείς σε οποιαδήποτε κατάσταση». Είναι θέμα χρόνου για τον κύριο Μοντ να βυθιστεί σε ακόμα πιο διαφορετική ζωή. Θα εργαστούν μαζί σε νυχτερινό κέντρο, εκείνη ως κονσοματρίς, εκείνος ως οικονόμος, θα βιώσουν τον κόσμο της νύχτας, θα ξαναβρεί την πρώτη του σύζυγο – που κάποτε συνέλαβε με άσεμνα σκίτσα στο συρτάρι της -, θα την βοηθήσει στον κατήφορο της ζωής της, αλλά για άλλη μια φορά δεν θα πράξει το αναμενόμενο, κοινώς δεν θα συνεχίσει τον ημιτελή τους έρωτα.

Υπάκουσε σαν μικρό κοριτσάκι. Και, έτσι όπως ήταν αυτή τη στιγμή, έδειχνε ακόμα πιο παιδούλα και ταυτόχρονα πιο γερασμένη απ’ ό,τι ήταν όταν τη συνάντησε το πρωί στην πόλη. Και εκείνος, όταν στεκόταν ένα τέταρτο μπροστά στον καθρέφτη για να ξυριστεί, έδινε την εντύπωση ενός γερασμένου παιδιού. Άραγε ένας άντρας είναι ποτέ κάτι άλλο; Μιλάς για το χρόνο σαν κάτι υπαρκτό. Μετά αντιλαμβάνεσαι ότι μεταξύ της στιγμής που πήγαινες σχολείο, και μεταξύ της στιγμής, ακόμη και εκείνης που μια μητέρα σε νανούριζε στο κρεβάτι ή αυτής που ζεις… [σ. 178]

…και εδώ κόβεται ο συλλογισGeorges Simenon Original Art by Ronald Searleμός του κυρίου Μοντ ή του συγγραφέα, γνωρίζουμε τι υπάρχει ανάμεσα στις αναφερόμενες στιγμές, ένας χρόνος απόλυτα σχετικός και αναμφίβολα απερίγραπτος. Προς τα πού φεύγει τελικά ο κύριος Μοντ; Προς τη νεότητά του, προς μια εναλλακτική ζωή, προς το πρώτο περαστικό ρεύμα; Ή απλά δεν έχει σημασία πού πηγαίνει αλλά το ότι πηγαίνει; Προσοχή, στο τέλος θα είναι απρόβλεπτος για πολλοστή φορά. Ένα είναι βέβαιο: ποτέ δεν θα θεωρήσει ξανά τη ζωή μονότονη.

Ζωρζ Σιμενόν: αυτός ο αστείρευτος κατασκευαστής ιστοριών, αυτή η αδιανόητη μηχανή (εκατοντάδων…) μυθιστορημάτων που έζησε στις δυο αμφι-ατλαντικές ηπείρους και ολοκλήρωσε την δαιμονιώδη του γραφή με εξίσου ογκώδη απομνημονεύματα δεν υπήρξε απλώς πολυαγαπημένος των αναγνωστών αλλά και τιμημένος των ομότεχνών του – ένα δείγμα επιστολικών φιλοφρονήσεων από τους Αντρέ Ζιντ, Μαξ Ζακόμπ, Χένρυ Μίλλερ, Φρανσουά Μωριάκ, Πιέρ Μακ Ορλάν κ.ά. περιλαμβάνονται στο επίμετρο της έκδοσης.

Εκδ. Άγρα, 2012, μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, σελ. 205 [George Simenon, La fuit de monsieur Monde, 1945].




Μαΐου 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Blog Stats

  • 1.138.676 hits

Αρχείο