Ακόμα και εξόριστος στα κακοκτράχαλα βουνά, ο άλλοτε κοσμικός ιεροκήρυκας μικρής επαρχιακής πόλης Στέργιος Σκανδάλης δεν ξεχνάει τις συνήθειές του: ελαφρό ρίμελ και σκιά στο κάτω μέρος των ματιών του και αραιό άρωμα στην άκρη του μαντιλιού του. Έτσι επιτηδευμένα ταλαιπωρημένος βγαίνει από τον ξύλινο οικίσκο του περιορισμού του Δασικό Χωριό Κέδρος μπροστά στην θέα, ενώ στα αθέατα μέρη πίσω από το βουνό πνέει τα λοίσθια ο εμφύλιος. Αλλά τα δάκρυά του διαλύουν κάθε καλλωπισμό και μετατρέπονται σε κόκκους δύσοσμους και ελεεινούς όπως οι κόκκοι της αμαρτίας του Αγίου Αντωνίου των Ερήμων ή ο λεροί βόστρυχοι του Αγίου Συμεών του Στυλίτη, ο οποίος έπασχε, ως γνωστόν, από έναν έντονο χριστοκίνητο μαζοχισμό ακραίας μορφής.
Μόνο η Αγία Γραφή και το Ιερό Κοράνι γαληνεύουν τον ιεροκήρυκα από τον εξοριακό πόνο. Όσο κι αν ξαποσταίνει όμως στους παρηγορητικούς τους λόγους, του λείπει το δεσποτικό του Αγίου Νικολάου, στη μέση του ναού, με το απέναντι παράθυρο να βλέπει το μπαλκόνι του σπιτιού της κυρίας Θέκλας, γηραιάς κυρίας αλλά ικανής συνομιλήτριάς του. Τα λόγια του τελευταίου κηρύγματος στον εσπερινό της Αγίας Άννας στις 8 Δεκεμβρίου 1949 έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό του. Όταν κατέβηκε από το δεσποτικό και βγήκε από τον ναό, τον περίμενε η πατρική αγκάλη του Μητροπολίτη Άρτης, που με το στρατιωτικό τζιπ τον οδήγησε στην εξορία για ίαση της ψυχής και καταλάγιασμα του πνεύματος.
Εκεί που βρίσκεται τώρα οι λέξεις περισσεύουν, καθώς δεν χρησιμοποιεί παρά ελάχιστες για τις ανάγκες του, ενώ οι σωματικές του ταραχές απαλύνονται στο σώμα της γης, ανοίγοντας οπές στο πετρωμένο χώμα ή το παγωμένο χιόνι. Ήχοι που τον συντροφεύουν: οι χτύποι του καλεμιού από τους Καλαρρύτες, οι τσελιγκάδες του Συρράκου, τα σφυρίγματα των ζωοκλεφτών, η ψαλμωδία ενός ιερέας από το Μυρόφυλλο των … Τρικάλων. Συχνοί επισκέπτες του οι αντάρτες που έρχονται να πιούν και να πλυθούν, ενώ οι αυτοσχέδιες λειτουργίες του στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού έχουν ως αντίφωνο τον βόμβο των εκρήξεων. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ένας διαφορετικός επισκέπτης, ο νεαρός Νικόλαος Κοντόπουλος που επιθυμεί να γίνει μοναχός και του υπόσχεται την επιστροφή…
Θα σε πάρω πρώτα πρώτα εσένα αποδώ και θα σε κατεβάσω στην πόλη, να βρεις τους άμβωνες που σου έλειψαν. Θα σε αφήσω εκεί να μείνεις στα κελιά του Αγίου Κωνσταντίνου και να γυρνάς τις νύχτες σα φάντασμα στις εκκλησιές που άφησες γύρω σου. Να εμφανίζεσαι ξαφνικά στις απογευματινές συγκεντρώσεις των γυναικών, στα τζάμια των καφενείων των αντρών τις νύχτες του χειμώνα. Να περπατάς υπό βροχή ως σύνολο οστών και δέρματος στον έρημο κεντρικό δρόμο και να τρομάζεις τους χωροφύλακες που περιπολούν.
Ο επιστροφέας κουρνιάζει σε εγκαταλειμμένο σπίτι, ξεχνιέται με τα απομεινάρια του αλλοτινού κατοίκου – ζωγραφισμένα σκηνικά θεάτρου και σχέδια ανάπλασης της πόλης – και επαναλαμβάνει τα σπαρακτικά του κηρύγματα στον άμβωνα ως άγνωστος και σαλός ή σε μια ολονυχτία απέναντι απ’ την κόγχη του ιερού του Αγίου Βασιλείου, της ταπεινής βυζαντινής βασιλικής της πόλης. Στην δεύτερη αυτή εξορία του, μέσα στον κόσμο αυτή τη φορά, ανακαλεί πλήθη οικογενειακών αναμνήσεων, βρίσκει μια ιδιότυπη προστασία από κάποιον μυστηριώδη πολίτη, ενοικεί υπό την σκέπη των τριών μονοθεϊσμών και οδηγείται στην πολυπόθητη συνάντηση με τον Ιβηρίτη πλέον μοναχό Ευσέβιο, πρώην Νικόλαο, που προσθέτει την δική του αδιανόητη ιστορία, με προσωπικές αποκαλύψεις στο σπειροειδές σχήμα του δαπέδου στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ιβήρων, φώτα άκτιστα και ειλητάρια μικροσκοπικά. Ένας πλαγιογράμματος σχολιαστής μπολιάζει με ειρωνεία την συγγραφική πένα, ενώ ένας άλλος πρωτοπρόσωπος παρατηρητής εμπλέκεται με τον δικό του τρόπο στην ιστορία.
Όπως και στον Κήπο των Νεκρών, την προηγούμενη, νουβέλα του συγγραφέα, έτσι κι εδώ ο αναγνώστης βρίσκεται εν μέσω διαφορετικών ειδών και αντικρουόμενων διαθέσεων. Η πίστη δανείζεται από την βλασφημία, η θρησκευτικότητα διασπάται από την αποκαθήλωσή της, η σοβαρότητα των καταστάσεων με την διακωμώδηση των συστατικών τους, η συγκινησιακή διήγηση από μια οξύτατη παρωδία. Ο πυρήνας όμως της αφήγησης είναι κατάφωτος αναζητήσεων που σκοπίμως μένουν ημιτελείς, όπως η ομίχλη της άλλοτε περίλαμπρης πόλης με την απωλεσθείσα (ή κρυμμένη) βυζαντινότητα, καθώς οι σύγχρονοι περιπλανώμενοι της παραδίδονται ή κατασκευάζουν ή διαφεύγουν από τις αμέτρητες προσωπικές εκδοχές του Θεού ή ενός Θεού, που, όπως εκείνος του Στέργιου, «είναι ρευστός, παίρνει το σχήμα του δοχείου όπου τον τοποθετεί».
Ο συγγραφέας (Άρτα, 1946) εργάστηκε ως δημοσιογράφος και τραπεζικός. Καθώς, όπως μαθαίνω, επικοινωνεί σπάνια με τον συγγραφικό και αναγνωστικό περίγυρο, ας γνωρίζει πως είναι προσκεκλημένος στο Αίθριο του Πανδοχείου.
Εκδ. Εστία, 2013, σελ. 114
.Στις εικόνες: ο Άγιος Βασίλειος στην Άρτα, μια ιδιαίτερη περίπτωση περικαλλούς ναού που επιτέλους βρίσκει τη θέση του στην λογοτεχνία και η περίφημη Παρηγορίτισσα με τιμητική φρουρά εις ανάμνησιν.