Γιώργος Χουλιάρας – Λεξικό αναμνήσεων

Τα λήμμLexiko_hiατα ως καταλύματα του βίου

«Τα γράφεις όπως τα θυμάσαι;» με ρώτησε. «Ναι», συμφώνησα, «τα θυμάμαι ακριβώς όπως τα γράφω». [σ. 50]

Αφού λοιπόν η μνήμη ακολουθεί την γραφή και όχι το αντίστροφο, τότε ο καθένας μας οφείλει να συντάξει το δικό του λεξικό, γεμάτο από λήμματα που θα τον βοηθούν να θυμάται. Αν βέβαια συντάξει αυτά τα λήμματα μνήμης από…μνήμης, τότε, υποθέτω, θα έχει διπλό το στρώμα της αυταπ…της μνήμης ήθελα να πω. Εδώ ο συγγραφέας γράφει ως λεξικογράφος και λημματογραφεί ως ποιητής, ως νοσταλγός συντάσσει σχεδίασμα αυτοβιογραφίας (που δεν μπορεί παρά να μείνει ως σχεδίασμα), ως εραστής θυμάται, ως ενήλικος επιστρέφει ως παιδί· εδώ ο σκεπτικιστής φιλοσοφεί, ο κυνικός αφορίζει, ο πειραματιστής δοκιμάζει του κόσμου τα είδη, ο υφολόγος τον μιμείται, ο συνομιλητής μονολογεί, ο μοναχικός ομιλητής αναζητεί τον διάλογο, ο ονειροκρίτης καταγράφει, ο επιστήμονας σμικρύνει τα πορίσματά του σε τρεις γραμμές, ο χιουμορίστας διαβρώνει τα πάντα, ο ειρωνευτής εγκλωβίζει τους πάντες εντός των εξωφύλλων.

Lexicon-of-novelty-Mark-Dylan-Sieber-07Το υπόδειγμα του βιογραφικού του, τύποις αλλά και ουσία υποδειγματικό, εφόσον φανερώνει τα απολύτως απαραίτητα: πως, μεταξύ άλλων, ταξίδεψε και αγάπησε αλλού και πως αν του περίσσευαν περιουσιακά στοιχεία θα τα μετέτρεπε σε μικρά ποσά μια επιτροπή, μοιράζοντάς τα σε άτομα που θέλουν να ξεχάσουν όσα γνωρίζουν για να μάθουν κάτι καινούργιο. Συνεπώς, σκέφτομαι, οι κάτοχοι ακλόνητων εθνικών, θεολογικών, ιδεολογικών και σεξουαλικών βεβαιοτήτων σαφώς και δεν θα είχαν θέση στην κοινότητα των δωρεοδόχων.

Όλοι γράφουν ξέροντας ότι δεν μπορούν να γράψουν. Μόνο οι συγγραφείς δεν γράφουν ξέροντας ότι μπορούν να γράψουν. / Για όλους θα είχε ο θεός, αν είχαν όλοι τον θεό τους. / Όσα χάνονται στη μετάφραση τα κερδίζει το πρωτότυπο;/ Στην εποχή μας το γελοίο δυστυχώς έχει χάσει τη σοβαρότητα που διέθετε άλλοτε [Διάφορα λήμματα]

lexΗ λεξικογραφία, λοιπόν, αποτελεί ζωτικό εργαλείο όπως μας πληροφορεί το λήμμα για την «Αναζήτηση», σύμφωνα με το οποίο, εντοπίζοντας λήμμα που μας κατατοπίζει, προκύπτουν μετατοπίσεις, ενώ καθώς όλοι διαρκώς ψάχνουν κάτι ή κάποιον, η ζωή συνιστά αναζήτηση αντικειμένου ή υποκειμένου, που τελικά ετυμολογείται στο λεξικό της ζωής. «Άγκυρα» σαφώς είναι τα βιβλία, άγκυρα που μας κρατά ενώ σφαδάζουν κύματα ζωής, που θα ήθελαν να παρασύρουν οτιδήποτε, όπως επίσης και «αμαρτία» είναι όσα θέλουμε εμείς να λέμε πως τα θέλει η ζωή.

Εσώκλειστα στα λήμματα, μεταξύ άλλων, μια σημείωση του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ, κάποια αποφθέγματα του Καρλ Κράους, ο κατά Βάλτερ Μπένιαμιν πιο αξιέπαινος τρόπος απόκτησης βιβλίων, η νήσος Αντίθασος ως διαλεκτική Antithesis, ένα δελτάριο συμμετοχής σε απομνημονεύματα, μια γενεαλογία σκληρών συζύγων που τυγχάνει να υπήρξαν συγγραφείς, επιβεβαιώνοντας την σαρτρική ρήση πως στη ζωή οι συγγραφείς είναι κατώτεροι των βιβλίων τους, ένα εμβριθές δ2013_62620_190971οκίμιο πάνω στην μεταφυσική των πλυντηρίων της δημόσιας αμερικανικής ζωής, η Αναζήτηση του Χαμένου Γλυκού και μια εκτενής σημασιολόγηση των σχετικών προβληματισμών του Προυστ, του Μπερξόν και άλλων χρονομετρητών,

Υπήρχε ένας διαρκής διάλογος μεταξύ μας, ιδίως όταν δεν μιλούσαμε, γεγονός που μας καθιστούσε αχώριστους μετά από κάθε αποχωρισμό, γράφεται στο λήμμα «Ασανσέρ», το οποίο χωράει μια πλήρη ερωτική ιστορία σε εξίσου πλήρη μικρή φόρμα. Στα ίδια μεγέθη ένα εξίσου εξαιρετικό διήγημα με αρχή, μέση και τέλος [«Χάρλεμ»] κι ένα κανονικότατο αφήγημα [«Χάος»] που, πιστό στην ερμηνεία που καλείται να αποκαλύψει, ξεκινάει με μια καλή συμβουλή σε φίλο για το πώς θα πιάσει κουβέντα σε κοπέλες στο μπαρ αλλά, μπροστά στην εμπλοκή της, επεκτείνεται στην θεωρία του χάους, την αναζητά στις επιστημονικές φαντασίες του Ρέι Μπράντμπερι και καταλήγει σε προσωπικές ιστορίες με χαοτικές επιπτώσεις.

Izola_ad_1950sΘα διαβάσετε επίσης πως γίνεται και στο λήμμα Φάρσαλα ενυπάρχει όχι απλώς το μικρό και μικρογράμματο έπος Φαρσαλιάδα αλλά και το σύντομο δράμα Τριστάνος και Ιζόλα, φόρος τιμής σ’ εκείνες τις οικιακές συσκευές, σε κάποια από τις οποίες άλλωστε η οθόνη του φούρνου καθιστά την οικιακή συσκευή κουζίνας μια θερμά (παρά τον ΜακΛούαν) τηλεόραση, που φιλοξενεί ένα σίριαλ δικαίως ψητών και αδίκως ψημένων. Και παρόλο ο συγγραφέας συχνά διαφωνεί με συμβουλές που δίνει, προτείνει σε υπεύθυνο κινηματογράφου να μην δείχνει Προσεχώς, αφού κάποιο κοινό θα έρθει έτσι κι αλλιώς, αλλά Προηγουμένως, σκηνές από ταινίες που ήδη προβλήθηκαν, ώστε να δουν τι έχασαν. Κατά τα άλλα, αν η μόνη απάντηση στο ερώτημα «ποιο θεωρείτε το καλύτερό σας έργο» είναι Το επόμενο, τότε αξίζει να γράψει ένα βιβλίο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο.

lLgΤι μουσική «παίζει» άραγε στο Λεξικό; Μα την υδραυλική, δηλαδή την μουσική των νερών, όπου και το σπαρταριστό αληθές περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Τζόσουα Μπελ. Ο κορυφαίος βιολιστής έπαιξε στο μετρό στην Ουάσιγκτον επί σαράντα πέντε λεπτά και δεν σταμάτησαν παρά έξι άτομα για να σταθούν να τον ακούσουν, ρίχνοντας ελάχιστα κέρματα, ενώ είχε προηγηθεί δυο μέρες πριν μια sold out συναυλία με ακριβά εισιτήρια. Η εφημερίδα που ενορχήστρωσε το πείραμα έθεσε τα σχετικά ερωτήματα: Αντιλαμβανόμαστε κάτι όμορφο σε ακατάλληλη στιγμή σε κοινόχρηστο χώρο; Σταματάμε να το απολαύσουμε; Αναγνωρίζουμε το ταλέντο σε περιβάλλον όπου δεν το περιμένουμε; Πόσα πράγματα μπορεί να μας διαφεύγουν; Αν δεν έχουμε ούτε μία στιγμή να σταθούμε να ακούσουμε έναν κορυφαίο μουσικό να παίζει ορισμένα από τα ομορφότερα κομμάτια σε ένα σπουδαίο μουσικό όργανο, ποια άλλα πράγματα μας διαφεύγουν; [σ. 176 – 177]

Η μοναδική ζαβολιά του συγγραφέα είναι πLexicon-of-novelty-Mark-Dylan-Sieber-01ως μας υποκλέπτει την τελευταία μας παράγραφο, όπου συνήθως, κι ενώ μέχρι τότε έχουμε ευφρανθεί επαναδιατρέχοντας, αντιγράφοντας και ενοποιώντας τα σημειωμένα αποσπάσματα του βιβλίου, αντιλαμβανόμαστε πως πρέπει να γράψουμε και τρεις κουβέντες για το τι και το πώς του βιβλίου, εκείνος μας προλαβαίνει, τα γράφει όλα στο οπισθόφυλλο (που συνήθως αντιγράφουν επί λέξει οι βιαστικοί δημοσιογράφοι του βιβλίου), τα περιλαμβάνει και στο σχετικό λήμμα, κι εμείς τώρα από/με δεύτερο χέρι γράφουμε πως το Λεξικό του συνιστά αλφαβητικό μυθιστόρημα ενός συγγραφέα, αλφαβητάριο νεκρών και ζωντανών και άλλα άγραφα αλλά τόσο απολαυστικά στην ανάγνωση λήμματα.

Οι αναγνώστες διαβάζουν Kleidia 1λογοτεχνία πιστεύοντας ότι πρόκειται για αυτοβιογραφία, γεγονός που εξάπτει την φαντασία, γράφει ο Χουλιαράς στο λήμμα «Αυτοβιογραφία & Λογοτεχνία». Οι συγγραφείς γράφοντας αυτοβιογραφίες πιστεύοντας ότι παράγουν λογοτεχνία, γεγονός που ευεργετεί τη φαντασία, συνεχίζει η δεύτερη παράγραφος του ίδιου λήμματος. Και βιβλία αγοράζονται για δώρα, που κανείς δεν πρόκειται α διαβάσει, γιατί αν η λογοτεχνία αντικαθιστούσε τη ζωή, κανείς δεν θα έγραφε όσο ζούσε – ψελλίζεται κάπου παρακάτω. Σύμφωνοι, λοιπόν, ας κλείσουμε τις λογοτεχνίες και ας πάμε να ζήσουμε. Αλλά προικισμένοι όσοι, αυτά που θα ζήσουν και τα άλλα που θα δουν, τα εντάξουν σ’ ένα τέτοιο λεξικό.

Εκδ. Μελάνι, 2013, σελ. 215.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, στο Βιβλιοπανδοχείο, 147/Λήμματα – καταλύματα ζωής.

Κώστας Μαυρουδής – Η αθανασία των σκύλων

Η 1αειθαλής κυνότητα

Για χρόνια παρακολουθώ σκύλους να οσμίζονται «σήματα» των πεζοδρομίων και των πάρκων, να ερμηνεύουν το αθέατο κρυπτογράφημα, να μεταβάλλουν ασαφείς πληροφορίες σε απαντήσεις. Μόνο που στο σκύλο το ζητούμενο, αν και κρίσιμο, δείχνει στοιχειώδες […] δεν υπάρχει ο κοινός τόπος, οι ειδήσεις διαθέτουν την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, την επικαιρότητα της Γένεσης. Η ζωή, σύνθεση από άμεσες εντυπώσεις και έμφυτους αυτοματισμούς, απλώς «είναι», χωρίς την εμπλοκή που φτιάχνει η συνείδηση, δηλαδή χωρίς μοίρα: λόγος κοινός και συνάφεια εδεμική με τον κόσμο, με τον οποίο δεν μπορεί να μην ταυτίζεται. [σ. 162, 163]

Η συλλογή ιστοριών με κοινό θέμα αποτελεί οπωσδήποτε μια σαγηνευτική ιδέα που μπορεί να μας προσφέρει πολλαπλές τέρψεις, από εκείνη της ανθολογημένης συλλογής πάνω σε αγαπημένο έμψυχο ή άψυχο μέχρι την συμμετοχή στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό εύρος του βίου του και από την δοκιμή πάνω σε διάφορες μορφές γραφής μέχρι την απόσταξη αληθειών και φιλοσοφιών μέσα από οικείες σκέψεις και εικόνες.

Θυμάμαι μάλιστα, την εποχή που «άνοιξα» το Πανδοχείο, ένας εκλεκτός συνεργάτης σ’ εκείνο το ερευνητικό κέντρο, μου αποκάλυψε το δικό του ιστολόγιο, εξολοκλήρου αφιερωμένο στους σκύλους, το Κυνολόγιο. Βρήκα την ιδέα εξαιρετική και καθώς επρόκειτο γBill Styron walking with Aquinnah, Roxbury, Connecticut, April 29, 1979ια ανθολογία ειδήσεων, διαφόρων κειμένων, φωτογραφιών, μαρτυριών, λογοτεχνικών αποσπασμάτων κ.ά. αμέσως σκέφτηκα το εκδοτικό κενό μιας αμιγούς τέτοιας λογοτεχνικής συλλογής.

Ο Μαυρουδής, σεσημασμένος συμμέτοχος της κοινότητας ή της μοναχικότητας των σκύλων, μιας ευρύτερης κυνότητας (δεν αντέχω να μην εντυπώσω το λογοπαικτικό ομόηχο) αναλαμβάνει το έργο σε εβδομήντα κείμενα – διηγήματα, αφηγήματα, μικρές φόρμες. Η γραφή του, ακριβώς όπως την γνωρίζουμε: μνημονική αλλά προσγειωμένη, νοσταλγική και ταυτόχρονα ψύχραιμη, ειρωνική όπως και τρυφερή, αισθητική και αισθητηριακή· ανοιχτή σε όλους τους χαρακτήρες, διαχέεται στον χρόνο και εκτείνεται στον τόπο, προσκαλεί την ποίηση, λογοτεχνεί την λεπτομέρεια, αποφθεγματίζει και φιλοσοφεί, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή την ίδια την ακύρωση των αληθειών που τόσο πειστικά διακρίνει.

Neil YoungΜια ανάμνηση μπορεί να εκκινεί από κάποια κινηματογραφική σκηνή ή απλώς να συνομιλεί μαζί της στο ίδιο κείμενο. Οι τυφλοί εκδρομείς που βλέπουν δια της περιγραφής τα μνημεία στο ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτσογκ Η χώρα της σιωπής και του σκότους φέρνουν στην μνήμη ένα συμβάν από μια πλατεία στο Ρίμινι. Ένας τυφλός νέος χαϊδεύει έναν σκύλο που τον πλησιάζει και αποφαίνεται αλάνθαστα για το χρώμα και την ράτσα· την ίδια στιγμή ο αυτόπτης συγγραφέας ως αδιάκριτος κατάσκοπος αισθάνεται το ερώτημα του Πώς σου φαίνεται, περίεργε, που το μάτι της αφής έχει την ίδια βεβαιότητα με την όρασή σου;

Σε μια άλλη σύντομη σκηνή από την Βιριδιάνα ένας άνθρωπος απελευθερώνει έναν δεμένο σκύλο, αλλά αμέσως μετά βλέπει μια ανάλογη εικόνα. Σύμφωνα με την άποψη ενός κριτικού τότε, η απελευθέρωση του ενός δεν προσφέρει τίποτα και η λύση, αν δεν είναι συλλογική, δεν είναι λύση. Έπρεπε να ειπωθεί μιfrancoise saganα φράση στον Σίντλερ χρόνια μετά, πως Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο. Και αυτή η άποψη για τον Έναν, γράφει ο συγγραφέας, ακούγεται πιο κατανοητή και ανθρώπινη, σε σχέση με το επικό σχέδιο της οικουμενικής σωτηρίας. Και, προσθέτω, αυτό άλλωστε κινεί καθημερινά όλους εμάς στη σωτηρίου ενός κουταβιού ή ενός κακοπαθημένου σκύλου; Σώζουμε το ένα και σφίγγουμε τα δόντια για τα υπόλοιπα· κι αυτές οι μονάδες, πολλές στο ανοιχτό τελικό άθροισμα, αποτελούν ισάριθμες ζωές. Όπως άλλωστε και η δική μας, μία αναλογεί στον καθένα μας.

Και ενώ, όπως τόσες δευτερεύουσες ή ασήμαντες παρουσίες στη ζωή οδήγησε σε κάτι κεντρικό που μετράει περισσότερο, μολονότι η φωτογραφία του Μαξ είναι αφηγηματική λεπτομέρεια, ο ίδιος κερδίζει πόντους, δεν χάνει τη σημασία του. Τον σκεπτόμαστε περισσότερο απ’ ότι του αναλογεί, κατανοούμε τη συντομία του περάσματος, αφού, όπως εκείνος, είμαστε κι εμείς πολύ συχνά για τους άλλους βιαστικές, χωρίς προσδιορισμούς αναφορές, ποιο υπήρξαμε πραγματικά, τι κάναμε. [σ. 143]

E.L. Doctorow with Becky. a Weimaraner, swimming in Gardiner's Bay, Ny August 3, 1975Στο μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια ο συγγραφέας εντοπίζει στην τσάντα της νεκρής πια μητέρας του την φωτογραφία ενός Γκόλντεν Ριτρίβερ που είχε μικρός, του Μαξ. Ο σκύλος σαν διακριτική σκιά περνάει αδιάφορα στην αφήγηση, καθώς αποτελεί ευκαιρία και μόνο για να βγει στο προσκήνιο ένας άλλος ήρωας – και ακριβώς αυτό το πέρασμα δίνει το έναυσμα στον Μαρουδή για τις παραπάνω σκέψεις.

Κάποτε η αυτοβιογραφικότητα του συγγραφέα και το ύφος του αφηγητή αναζητούν την τετράποδη αφορμή για να εκφράσουν την δική τους ουσία. Το κείμενο που βρίσκεται στο νούμερο 38 εκφράζει το παρόν μιας εποχής όπου η απόκρυψη της ταυτότητας και η συνακόλουθη διαδικτυακή φάρσα αποτελούν εκτός από ηθικό αδίκημα, ευκαιρία ψυχολογικών διαπιστώσεων και εκδικητικής δικαίωσης. Εδώ η κοκερίνα Κορντέλια αποδεικνύεται ιδανική παγίδα για το θύμα που τόλμησε να αγνοεί επιδεικτικά για καιρό απροσμέτρητο τον συγγραφέα φαρσέρ.

James Ellroy - DogΊσως το κείμενο που δεν κουράζομαι να διαβάζω και να μεταφέρω είναι το υπ’ αριθ. 21, που πρωτοδιάβασα στο ιστολόγιο του συγγραφέα. Εδώ ο αφηγητής βρίσκεται, Χριστούγεννα του 1972, στην είσοδο ενός μεγάλου παρισινού «Πριζουνίκ» όπου τον πλησιάζει μια γυναίκα για να του ζητήσει να κρατήσει τρία λεπτά τον σκύλο της, για να μπει για λίγο στο κατάστημα. Μετά από πολλαπλάσια λεπτά, ο προσωρινός κάτοχος εντοπίζει ένα σημείωμα: «δεν έχω άλλη επιλογή». Ο σκύλος τώρα ανήκει σε αυτόν εκτός αν επαναληφθεί το παραπλανητικό εύρημα, σε μια πιθανή εις το άπειρο διαιώνιση…

Οι σελίδες του Συμβολισμού βρίθουν από εικόνες συναντήσεων ανάμεσα σε πρόσωπα που κοιτάζονται για λίγο και το επόμενο λεπτό χάνονται για πάντα. Το βιαστικό βλέμμα είναι μια εμμονή της λογοτεχνίας η οποία, ως γνωστόν, διψά για εμπόδια και διαψεύσεις…γράφει στον 45ο παράλληλο ο συγγραφέας, παραλληλίζοντας τον περίφημο μπωντλαιρικό στίχο  – μυστική συνεννόηση ανάμεσα στα βλέμματα με την ενθύμηση εκείνης που διέσχισε μια διάβαση στη νότια Γαλλία κρατώντας ένα μεγαλόσωμο αγγλικό Φοξχάουντ. Άραγε οι δυο ραφινάτες φιγούρες, συμπλήρωμα η μια της άλλης, θα δικαιώσουν το φιλολογικό ανεκπλήρωτο ή η εξέλιξη θα είναι διαφορετική;

P.G. Wodehouse with his Dachshund, Jed, Remsenberg, NY, February 21, 1973Το εκλεκτό κυνοκομείο είναι ευρύχωρο: περιλαμβάνει γραπτές φωτογραφίες (κι ας είναι αυτές «ψίθυροι, το “αντ’ αυτού”, ο αδύνατος αντίλογος στην εμπειρία»), σχόλια πάνω σε ποίηση (π.χ. στον Επιτάφιο για ένα Σκύλο του Μπάιρον [1808]), ένα αξέχαστο ιαπωνικό παραμύθι, τις λέξεις του Ζαν Ζενέ για τον μπρούντζινο σκύλο του Τζακομέτι, επίμονα γαβγίσματα που «δεν αξιολογήθησαν» στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 1912 (στην υπέροχη μικροϊστορία υπ’ αριθμ. 51), τον στρατό των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων του Τείχους του Βερολίνου, στα αχρείαστα πλέον, που βρήκε καταφύγιο σε σπίτια εθελοντών ιδιοκτητών, μακριά από τον ρόλο του κρατικού φύλακα, αδυνατώντας να αποφύγει την ταραχή όποτε πλησιάζουν τις ανύπαρκτες πια διαδρομές.

Townes van ZandtΚάποια στιγμή την αφήγηση την αναλαμβάνει το τιμώμενο ζώο. Μιλάει για τις διαθέσεις που δημιουργεί η μετακίνηση των μεγάλων αποστάσεων – την συγκίνηση, την αρχαία ανησυχία της αλλαγής και εστιάζει στον δικό του αισθητικό και αισθητηριακό κόσμο: μυρίζει δέντρα, φανοστάτες, πυροσβεστικούς κρουνούς για να μάθει τα κατορθώματα του δικού του πληθυσμού, όπως ο άνθρωπος διαβάζει την εφημερίδα. Και, εντέλει, οι σκύλοι είναι όντως αθάνατοι, όχι μόνο χάρη στο αναντίλεκτο αξίωμα που κρύβεται κάπου μέσα στα κείμενα αλλά και επειδή έγιναν, γίνονται και μπορούν να γίνουν λογοτεχνικοί. Ποια άλλη ύπαρξη νοιώθει παρείσακτη, ποια μηχανεύεται ταυτότητες που την υπερβαίνουν, τι απ’ όλα γύρω μας είναι συγχρόνως και κάτι άλλο; Σίγουρα όχι αυτοί.

Υστερόγραφο: ένα προσωπικό κείμενο του Πανδοχέα που αφιερώνεται στον Συγγραφέα.

Ο σκύλος της ΦωκίωνοςΥπάρχει κάτι πρόσθετο που μένει από την ανάγνωση της διόλου κυνικής Κυνικής Αθανασίας: η αίσθηση ενός παιχνιδιού ατελεύτητου, μια πρόσκληση ενθύμησης όλων των σκύλων με τους οποίους κάποτε και με κάποιο τρόπο διασταυρωθήκαμε σε ιστορία διηγήσιμη και μια παράλληλη ώθηση εγγραφής της σε κείμενο μικρό και ευσύνοπτο. Η μονάκριβή μου Πέτρα τετράποδη συμβία από εξαετίας είναι τόσο παρούσα και τόσο ενεργή στη ζωή μου ώστε η όποια διήγηση να μοιάζει ανεδαφική μπροστά στα συμβαίνοντα και τα αξιοβίωτα. Αν αναζητούσα το άλλο χρονικό άκρο της συναισθηματικής μου εμπλοκής με σκύλο, θα έφτανα μέχρι τα παλαιότερο δυνατό ενθύμιο παρελθόν μου· εκεί, θα με περίμενε στην ίδια θέση όπως και τότε, σαράντα χρόνια πριν, ένας μαρμάρινος καθιστός σκύλος στην πράσινη νησίδα στο μέσον της Φωκίωνος Νέγρη: [έργο του Ευριπίδη Βαβούρη, 1940].

abbaΔεν θυμάμαι πόσες φορές κάθισα πάνω του, ακίνητος ιππέας με την βεβαιότητα πως δεν γίνομαι βάρος στο λείο του κορμί· θυμάμαι όμως καλά την λευκότητα και την δροσιά του μαρμάρου, την αναζήτηση μιας ζωντάνιας στο ακίνητο πρόσωπο, την υπόθεση της ευτυχίας που υποκρύπτει το ελαφρώς υψωμένο πρόσωπο, την ασφαλή αλλά και ζηλευτή θέση του στο μέσο των περιπάτων. Αλλά αυτό που βλέπω πια σήμερα είναι ακριβώς ένα σημείο όπου κάθισα μικρός, ίσως το μόνο που διατηρεί την μνήμη του αγγίγματός μου αλλά και που μου επιστρέφει ατόφια την ανάμνηση του παππού μου. Στις δικές μου εβδομήκοντα ιστορίες, αυτή θα ήταν η πρώτη, η Πετρούλα η τελευταία, και σίγουρα οι ενδιάμεσες 68 έχουν ήδη τους ήρωες και τις ηρωίδες τους.

Cat Stevens - DogΚαθώς πάλι ολοκληρώνεται το πάντα εν θερμώ γραμμένο κείμενο και αναζητώ στο γνωστό κυβερνητικό χάος τις φωτογραφίες που θα πλαισιώσουν την ανάρτηση, καταλήγω σε ζεύγη πολύ αγαπημένων συγγραφέων ή μουσικών με τον σκύλο τους, που με τη σειρά τους εμπνέουν κι εκείνοι την δική τους κατάθεση στην οιονεί ανοιχτή συλλογή. Από την πλευρά των σελίδων βλέπω τον William Styron, να ισορροπεί σαν άθλημα πάνω στην δική του λεπτή ψυχική ισορροπία, που διαταράχθηκε βαθειά αλλά ακόμα και τότε απέδωσε άξια γραφή. Τα μισόκλειστα μάτια του σχεδόν μοιάζουν να εμπιστεύονται τον ακόλουθο σύντροφό του. Στην πλευρά του «πενταγράμμου», στέκομαι στο βλέμμα των Townes van Zandt και Cat Stevens, προτού απεκδυθούν την ταυτότητά τους και χαθούν σε άλλους πολιτισμούς – ένα βλέμμα που διηγείται την επιθυμία της φυγής από τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά όχι των σκύλων.

Εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 212. Με δεκαπέντε σημειώσεις του συγγραφέα.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr, υπό τον τίτλο Βιβλιοπανδοχείο, 146 / They wanna be your dog.

Στις εικόνες: William Styron, Neil Young, Francoise Sagan, E.L. Doctorow, James Ellroy, P.G. Wodehouse, Townes van Zandt, O σκύλος της Φωκίωνος Νέγρη, 2 Abba, Cat Stevens.