Εκατόν είκοσι σελίδες ορθάνοιχτες μπροστά σε κάθε είδους λιμάνι, γεμάτες αλμύρα και σκουριά, πλημμυρισμένες από λέξεις απόπλου και εικόνες κατάπλου, διάστικτες με φράσεις ανοιχτών οριζόντων και λιμενικών μνημών – ιδού ο ιδανικός τρόπος να εορταστεί το δέκατο έτος κυκλοφορίας του περιοδικού. Οι Γιώργος Μπλάνας, Φίλιππος Δρακονταειδής, Γιώργος Βέης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μηνάς Βιντιάδης, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Γιώργος Ρούβαλης, Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Γιώργος Ανωμερίτης, Δήμητρα Χριστοδούλου, Miguel Florez Nohesell, Robert Herschbach, Κώστας Δανούσης, Ελένη Πέγκα, Ρήγας Καππάτος, Έλσα Κορνέτη, Λάμπρος Σκουζάκης, Κώστας Ζωτόπουλος, Κώστας Χατζηαντωνίου, Γιάννης Τζώρτζης, Παντελής Απέργης, Γιούλη Βολανάκη, Γιώρος Μητσάκης, Παναγιώτης Βούζης, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Οικονόμου, Παυλίνα Παμπούδη, Ρίβα Λάββα, Παναγιώτης Ράμμης, Χρύσα Φάντη, Διαμαντής Μπασαντής, κ.ά. γράφουν για το λιμάνι ως χώρο εμπορίου, ως τόπο μετάβασης ανάμεσα σε δύο συνθήκες, ως ξεχωριστό και διακριτό μικρόκοσμο εντός της κοινωνίας, ως ανάμνηση, ως συναίσθημα, για τη στιγμή στη ζωή του κάθε ταξιδιώτη μετά την άφιξη ή πριν την αναχώρηση, την μελαγχολία της ματαίωσης και του ανεκπλήρωτου και γενικά για όλες τις όψεις του πλέον ταξιδευτικού και αταξίδευτου τόπου.
Στις πίσω σελίδες ο Γιώργος Μπλάνας καταθέτει το πυκνότερο σημείωμα για την Ουκρανία και την κατάσταση εξαίρεσης της ζωής. Η ανακάμπτουσα αυτοκρατορική πολιτική της Γερμανίας με το ρυπαρό ένδυμα της Ε.Ε. πυροδότησε μια ακόμα βόμβα από αυτές που κοιμούνται στην Ανατολή. Γνωρίζουν βέβαια οι Γερμανοί κεφαλαιούχοι και γαιοκτήμονες πως οι εθνικές βόμβες της Ανατολικής Ευρώπης είναι ιστορικά μορφώματα και όχι συμπτώματα υπανάπτυξης. Οι λαοί της αναγκάστηκαν επί αιώνες να διαχειριστούν πολύπλοκα προβλήματα και κατέκτησαν τις ισορροπίες τους με πολύ κόπο. Επιβιώνουν, γράφει ο Μπλάνας, επειδή ξεχνούν την ίδια στιγμή που θυμούνται. Ξεχνούν τις αντιπαλότητές τους για χάρη της επιβίωσής τους και θυμούνται ποιο είναι, για να επιβιώσουν ως αυτοί που είναι. Και φυσικά τα γνωρίζουν αυτά οι ηγεμόνες του ευρωπαϊκού «φετίχ» και χτυπούν στο μαλακό υπογάστριο.
Το κλειδί φυσικά αποτελεί η μεταπολιτική ή βιοπολιτική: η πολιτική που ισχυρίζεται πως έχει ξεπεράσει τις ιδεολογίες και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη διαχείριση από «ειδήμονες» οι οποίες δεν αναγνωρίζουν υψηλότερο αγαθό από την ανθρώπινη ζωή. Κι έτσι από τη στιγμή που η κοινωνία δεν περιέχει ιδεολογίες και συλλογικά οράματα, το μόνο που απομένει είναι ένα απολιτικό πλήθος, τα μέλη του οποίου ενδιαφέρονται μόνο για τη ρύθμιση των συμφερόντων του. Όταν χρειαστεί, ο πόλεμος θα θέσει σε παρένθεση την πολιτική και η πολιτική την ηθική.
Στις ίδιες επικράτειες ο Θανάσης Σπυράτος από τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα γράφει την ανταπόκρισή του από το στρατόπεδο προσφύγων Dolo Abo στην Αιθιοπία, στα σύνορα με την Σομαλία. Εδώ οι άνθρωποι δε σκέφτονται το μέλλον, γιατί γνωρίζουν όσο απρόβλεπτο μπορεί να είναι και πόσο εύκολα μπορεί να ανατραπεί κάθε σχεδιασμός. Οι γηγενείς αδυνατούν να απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτηση σε σχέση με το δικό τους μέλλον. Τους έχει πάρει άλλωστε χρόνια να τελειώσουν κάποιο σχολείο, με τις αλλεπάλληλες διακοπές του. Ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες, τα παιδιά συνεχίζουν τα παίζουν, με την εξαιρετικά εφευρετική τους ικανότητα να μετατρέπουν τα πάντα σε παιχνίδια. Ο ανταποκριτής απορεί: εξαγριωνόμαστε αν κάποιος μας βρίσει, αλλά όχι όταν βλέπουμε τέτοιες καταστάσεις, που θεωρούμε μέχρι και φυσιολογικές.
Η βαθιά λογοτεχνία δεν αναπαρίσταται ως εικόνα, λέει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στην ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στον Χρήστο Παρίδη. Ο συγγραφέας μοιράζεται τις σκέψεις του, μεταξύ άλλων, για τους νεότερους συγγραφείς αλλά και συνομίληκούς του στους διακρίνει έλλειψη ύφους, τόνου και προσωπικής φωνής, ενώ από την άλλη παραληρούν μπροστά σε μια ξένη μοντερνιά αντί να ανακαλύψουν το Ξεφλούδα, τον Πεντζίκη, τον Σκαρίμπα, αγνοούν ότι ο Λόρενς Στερν τα έκανε αυτά πριν τον Τζόις. Γι’ αυτό και η γλώσσα τους είναι παγερή, εσπεράντο ελληνικά. Όσον αφορά το μέλλον της τέχνης του λόγου, βλέπει το πέρασμά της σε υποκατηγορίες, με την έμφαση να δίνεται όχι στην γλώσσα αλλά στην θεματική διεύρυνση, στην ευκολία και στο ξάφνιασμα. Κάπου τριγύρω, πέντε συγγραφείς [Ζυράνα Ζατέλη, Αχιλλέας Κυριακίδης, Δημήτρης Καλοκύρης, Ντίνος Σιώτης, Γιώργος Χουλιάρας] καταθέτουν ισάριθμους λόγους υπέρ του αριθμού 100 – και, όπως αντιλαμβάνονται όσοι έχουν ταχεία αντανακλαστικά λογοτεχνικής επικαιρότητας, πρόκειται για τα σκονάκια τους στην παρουσίαση του βιβλίου 100 του Γιάννη Ευσταθιάδη. [σ. 192]
1 Σχόλιο to “(δε)κατα, τεύχος 37 (άνοιξη 2014)”