Αφιέρωμα: Η γοητεία της μυθοπλασίας
Μια φορά πηγαίνοντας στο λύκειο με το τραμ, μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας μου ακούμπησε πάνω μου: η πρώτη μεγάλη ταραχή, ένας ευτυχισμένος πανικός. Το στήθος μου άγγιζε το πρόσωπό μου, τα δάχτυλά της πάνω στα δικά μου στη χειρολαβή κι εγώ ακίνητος εκστασιασμένος, γεμάτος αναπάντεχο σφρίγος και διογκώσεις, κολλημένος πάνω της με απελπισία ναυαγού. Κάποια στιγμή απομακρύνθηκε ξαφνικά και έφυγε. Δεν την ξανασυνάντησα ποτέ, αλλά και να την ξανάβρισκα, ακόμα και σήμερα, θα την ευχαριστούσα. Ίσως να περνάει τα απογεύματα στο ζαχαροπλαστείο, χήρα, μπροστά σε ένα άδειο φλιτζάνι καφέ, με την ομπρέλα κρεμασμένη στην πλάτη της καρέκλας, φτωχή συνταξιούχος με τους ρευματισμούς να της καταπονούν τα κόκαλα. [σ. 61]
….γράφει ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες σ’ ένα κείμενο γεμάτο μνήμες ατάκτως ερριμένες, όπως φαίνεται από τον τίτλο (Η μνήμη παίζει παράξενα παιχνίδια), μεταξύ των οποίων και εικόνες χαμογελαστών ενζενί του κινηματογράφου με μαγιό στο χαρτί κι εγώ σίγουρος ότι χαμογελούν σε μένα. Όσον αφορά την ποσότητα των σκουπιδιών που δημοσιεύονται ο Πορτογάλος συγγραφέας σκέφτεται: άραγε τι σκέπτονται οι συγγραφείς τους για τις αηδίες που έχουν γράψει; Προφανώς είναι πολύ ευχαριστημένοι…
Εμπλουτίζοντας ακριβώς μια οιονεί συζήτηση πάνω στο θέμα – αφιέρωμα στο προηγούμενο τεύχος του Δέντρου, ο Κώστας Μαυρουδής γράφει στις Σκέψεις για την παραλογοτεχνία και το ευπώλητο ανάγνωσμα: Το όχημα της ωριμότητας κυλά μόνο στις ράγες που έστρωσε ο χρόνος. Το διάβασμα (παρηγορητική και βαθειά μαθητεία με τον εαυτό μας και τον κόσμο) χωρίς την πείρα της περιπέτειάς μας μένει αβαθής πρωτογένεια. Παίρνει αρκετό χρόνο να το αντιληφθούμε. Μεταξύ των αναγνώσεων του λογοτεχνικού έργου, πλεονεκτεί κατά κράτος εκείνη που γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας… Διαφορετική λοιπόν είναι η ανάγνωση του παραλογοτεχνικού αφηγήματος, που διατρέχει την άπνοια των ιδεών και την ανύπαρκτη λογοτεχνικότητα και εκφράζει τεράστιες ομάδες που δεν χρειάστηκαν ποτέ την αρωγή της λογοτεχνίας, τη σωτήρια συνάντηση μαζί της, ούτε βέβαια υποψιάζονται σ’ αυτήν τη σχέση τον ψίθυρο της ανθρώπινης μοίρας.
Ένα υπέροχο αφήγημα του Ντομένικο Σταρνόνε (Μάτια κλειστά, μάτια ανοιχτά) κοινωνεί τις μνήμες του συγγραφέα από την μύησή του στον κόσμο του κινηματογράφου. Η είσοδος στο σινεμά αποτελούσε, πριν απ’ όλα, απόδραση από την επαχθή πόλη, από τη γλώσσα της την τόσο ακατάλληλη για την αφήγηση ηρωικών πεπρωμένων, από τη χυδαιότητα των αληθινών ημερών που βιώνονταν μέσα σε αληθινή δυστυχία.
«Η γοητεία της μυθοπλασίας» ή του περί αυτής λόγου εντοπίζεται ή επαληθεύεται σε πλήθος κειμένων από τους Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (Σημεία και σύμβολα), Γιόζεφ Ροτ (Ο Κάιζερ στην Κρύπτη των Καπουτσίνων), Άρθουρ Σνίτσλερ (Όνειρα), Τσαρλς Ντίκενς (Δημόσιος αποκεφαλισμός στη Ρώμη), Τσάρλι Τσάπλιν (Τα φώτα της ράμπας), Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί (Ο φίλος μου, ο μικρός πρίγκιπας), Όσκαρ Εμίλ Τουντέερ (Ταξιδιωτικές αναμνήσεις από την Ελλάδα), σε τρία σύντομα (και απολαυστικά) σύντομα διηγήματα των Αλεχάντρο Μπεντιβόλιο, Μάρκο Ντενέβι, Σέρζι Πάμιες, και άλλα κείμενα από τους Σέρεν Κίρκεγκορ, Ρέι Μπράνμπερι, Βικτόρ Πελέβιν, Κέιτ Σοπέν, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Αλέξιο Μάινα, Γιώτα Τσεμπερίδου. Ακόμα: τρεις επιστολές του Φερντινάν Σελίν στον Ανρί Μοντόρ, εννέα ιταλικά ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη, οκτώ μικρά κείμενα του Γιάννη Βαρβέρη, εμπνευσμένα από την μικρή, πυκνή φόρμα του βιβλίου του Κώστα Μαυρουδή Με εισιτήριο επιστροφής, ποιήματα από τους Ζακ Πρεβέρ, Γ.Χ. Όντεν, Ιδέα Βιλαρίνιο, κ.ά.
Οι γερμανικές υπηρεσίες είχαν πέσει σε λάθος πρόσωπο. Με είχαν μπερδέψει όχι με κάποιον άλλον, αλλά με ένα άτομο το οποίο είχαν επινοήσει εκ του μηδενός από μια σειρά συκοφαντίες. Και να φανταστεί κανείς ότι κάθε χρόνο, ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες μεταναστών που προέρχονται από τη Ρουμανία για οικογενειακή επανασύνδεση έφταναν μερικές εκατοντάδες κατάσκοποι. Ήταν όμως Γερμανοί, και ως εκ τούτου τους υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες. Εγώ ήμουν δακτυλοδεικτούμενη, διότι δεν ήθελα να απαρνηθώ την κατάστασή μου ως πολιτικά διωκόμενης. Αυτή ήταν η αλήθεια· μια ακριβοπληρωμένη αλήθεια. […] Ήμουν εξόριστη, και για μένα αυτός ο χαρακτηρισμός δεν ήταν διαπραγματεύσιμος. Τον διεκδικούσα, διότι αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Όμως ενοχλούσε τις αρχές δεν ήθελαν να ακούσουν για δικτατορία. Και με διέκοπταν κάθε φορά που προσπαθούσα να πω με ποιο τρόπο αυτή η δικτατορία είχε βιάσει ακόμα και τα πιο προσωπικά σημεία της ύπαρξής μου.
Ύποπτη σε δυο χώρες η Χέρτα Μύλλερ καταθέτει το πιο συγκλονιστικό αυτοβιογράφημα για την τραγικότητα της αυτοεξορίας της από την Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Η Μύλλερ είναι αδιάλλακτη ως προς το χρέος της Γερμανίας να τιμήσει τη μνήμη της εξορίας, ως υπεύθυνη του διωγμού της, όπως και για το Ολοκαύτωμα. Αλλά για άλλη μια φορά η εξορία δεν έχει μνημείο για τις ατομικές ανθρώπινες περιπτώσεις. Μένει το χρέος της χώρας απέναντι στην Ιστορία: ένα συλλογικό μουσείο εξορίας.
Στις πίσω σελίδες, ανάμεσα στα γνωστά συνοπτικά πλην πλήρη κείμενα των συνεργατών, η Πόλυ Χατζημανωλάκη μας υπενθυμίζει την σκέψη της μετατροπή ενός σκανδάλου σε μια φάρσα από έναν «αιρετικό» δημιουργό, μια σκέψη που καταγράφει ο Λουίς Μπουνιουέλ στο αυτοβιογραφικό βιβλίο Η τελευταία πνοή: «Καθώς πλησιάζει η τελευταία μου πνοή, συχνά φαντάζομαι μια τελευταία φάρσα. Καλώ τους παλιούς μου φίλους, εκείνους που είναι ορκισμένοι άθεοι σαν κι εμένα. Τεθλιμμένα παίρνουν θέση γύρω από το κρεβάτι μου. Τότε καταφθάνει ένας ιερέας που τον έχω καλέσει εγώ. Προς μεγάλο σκανδαλισμό των φίλων μου εξομολογούμαι, ζητάω άφεση των αμαρτιών μου και δέχομαι την τελευταία μετάληψη. Ύστερα γυρίζω στο πλάι και πεθαίνω.»
Φαντάζομαι τη σκηνή – και κρατώ σφιχτά ένα επίγραμμα του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες: Τι είναι το όνομα, η ανάμνηση ενός ονόματος; Ορισμένες φορές μπορούμε να παραμείνουμε ζωντανοί χάρη σε μια μόνο φράση. [σ. 176]
Στις εικόνες: Antonio Lobo Antunes, Domenico Starnone, Jacques Prevert, Herta Müller, Luis Buñuel.
2 Σχόλια to “Το Δέντρο, τεύχος 197 – 198 (Μάιος 2014)”